Της Θεανούς Δαμιάνας Αγαλόγλου*
Μία από τις πιο σημαντικές προκλήσεις για την εξωτερική πολιτική του Donald Trump θα είναι η διαχείριση του βορειοκορεατικού ζητήματος. Ενώ τα χρόνια της διακυβέρνησης του Barack Obama οι ΗΠΑ βασίζονταν στο λεγόμενο δόγμα της «στρατηγικής υπομονής», τα δεδομένα είναι πλέον διαφορετικά. Κατά την πρόσφατη επίσκεψη του στην Ασία ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών Rex Tillerson ανακοίνωσε το τέλος της εν λόγω πολιτικής. Αν και η αμερικανική πολιτική δεν είναι ακόμα ξεκάθαρη, φαίνεται ότι εξετάζονται όλα τα σενάρια, ακόμα και αυτό της χρήσης ένοπλης βίας. Ο Αμερικανός Αντιπρόεδρος, Μάικλ Πενς, ο οποίος επίσης επισκέφθηκε την Ασία μετά τον Tillerson εστίασε στο έντονο ενδιαφέρον της χώρας του για τις εξελίξεις απειλώντας τη Βόρεια Κορέα, που συνεχίζει τις δοκιμές βαλλιστικών πυραύλων.
Ενδεικτικό της αλλαγής του σκεπτικού της Ουάσινγκτον είναι η αποστολή αεροπλανοφόρων προς την Κορεατική Χερσόνησο. Μάλιστα, μετά τους βομβαρδισμούς στην Συρία και το Αφγανιστάν, εντείνεται η συζήτηση για το κατά πόσο μπορεί να υπάρξει αμερικανικό στρατιωτικό πλήγμα και εναντίον της Βορείου Κορέας. Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που θεωρούν ότι οι προαναφερθέντες βομβαρδισμοί πραγματοποιήθηκαν είτε ως ένδειξη ισχύος με αποδέκτη τον ηγέτη της Βορείου Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν είτε ως πραγματική άσκηση ενόψει μίας αντίστοιχης επίθεσης της Πιονγκγιάνγκ. Προφανώς, τα δεδομένα στην περίπτωση της Βορείου Κορέα είναι διαφορετικά. Ωστόσο, οι παραλληλισμοί αυτοί επιβεβαιώνουν το καινούριο κλίμα που δημιουργείται.
Όσον αφορά την ίδια τη Βόρειο Κορέα, οι πυραυλικές δοκιμές, τις οποίες πραγματοποιεί, δεν είναι κάτι καινούριο. Στο πρόσφατο παρελθόν, μέχρι τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, ο Κιμ Γιονγκ Ουν είχε πραγματοποιήσει πέντε. Στη συνέχεια, τήρησε για λίγους μήνες στάση αναμονής, μέχρι να αναλάβει τα καθήκοντά του ο Trump, και μόλις αυτό έγινε, επέστρεψε στην ίδια τακτική. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη δοκιμή επί Προεδρίας Trump με κατεύθυνση πυραύλου προς τη θάλασσα της Ιαπωνίας έγινε όταν ο Αμερικανός Πρόεδρος υποδεχόταν τον Πρωθυπουργό της Ιαπωνίας Σίνζο Άμπε, προκειμένου οι δύο ηγέτες να μιλήσουν για την νέα θέση των ΗΠΑ στην Ασία. Η δεύτερη η οποία ήταν αποτυχημένη πραγματοποιήθηκε μερικές μόνο ώρες πριν από την άφιξη στη Σεούλ του Πενς για συνομιλίες γύρω από την βορειοκορεατική απειλή.
Η μελλοντική εξέλιξη του βορειοκορεατικού ζητήματος δεν θα εξαρτηθεί μόνο από τις προθέσεις της Ουάσινγκτον και της Πιονγκγιάνγκ αλλά και του Πεκίνου. Ο Αμερικανός Πρόεδρος επενδύει στον ρόλο της Κίνας. Αυτό φάνηκε κατά την διάρκεια των συζητήσεων του με τον Κινέζο ομόλογο του Σι Τζινπίνγκ στην Φλόριντα. Σύμφωνα με την προσέγγιση του Αμερικανού Προέδρου αν η Κίνα πιέσει περισσότερο την Βόρειο Κορέα, το ζήτημα θα επιλυθεί πολύ πιο εύκολα. Μάλιστα, ορισμένα δυτικά μέσα ενημέρωσης σημειώνουν ότι κατά τη διάρκεια της συνάντησης στη Φλόριντα ο Trump προσπάθησε να συνδέσει το Βορειοκορεατικό ζήτημα με τα αμερικανικά οικονομικά και εμπορικά συμφέροντα. Δηλαδή, επεδίωξε να πείσει τον Σι πως μία εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ θα είναι πολύ καλύτερη για την Κίνα, αν πιέσει περισσότερο την Βόρεια Κορέα.
Βέβαια, υπάρχει αντίλογος με βάση την κινεζική επιχειρηματολογία. Ειδικότερα, η Κίνα αναφέρει ότι η λύση του προβλήματος δεν εξαρτάται μόνο από την ίδια και πως αντίθετα με την αμερικανική θέση, ήδη επιβάλει κυρώσεις κατά της Πιονγκγιάνγκ, εφαρμόζοντας σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Επιθυμία του Πεκίνου είναι να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις με τη συμμετοχή των έξι χωρών (Βόρειος Κορέα, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Κίνα, Νότιος Κορέα και Ρωσία) με στόχο την αποπυρηνικοποίηση της Κορεατικής Χερσονήσου. Ανησυχία του, όμως, είναι ότι ενισχύεται η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή καθώς πρόσφατα ξεκίνησε στη Νότιο Κορέα η εγκατάσταση της πυραυλικής ασπίδας (THAAD) και πως η Ουάσινγκτον θα επιδιώξει αλλαγή καθεστώτος στη Βόρεια Κορέα.
Η σινοαμερικανική διαφωνία για την διευθέτηση του προβλήματος με το πυρηνικό πρόγραμμα της Βορείου Κορέας είναι δεδομένη. Δεδομένη είναι, επίσης, η δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται το Πεκίνο μπροστά στον κίνδυνο νέων δοκιμών από την Πιονγκγιάνγκ και μιας αμερικανικής επίθεσης εναντίον της. Ενώ τα χρόνια της διακυβέρνησης του Barack Obama το ρίσκο μίας τέτοιας επίθεσης ήταν περιορισμένο, σήμερα δεν είναι. Μάλιστα, ο ναύαρχος εν αποστρατεία Τζέιμς Σταυρίδης και Πρύτανης της Σχολής Νομικής και Διπλωματίας Fletcher στο Πανεπιστήμιο Tufts, κάνει λόγο για χρησιμοποίηση μαχητικών F-22 σε συνδυασμό με πυραύλους Tomahawk σε περίπτωση επίθεσης. Παρακολουθώντας τις εξελίξεις, η Κίνα εργάζεται ώστε να προειδοποιήσει τις ΗΠΑ τι μπορεί να σημαίνει ένα τέτοιο ενδεχόμενο για την Κορεατική Χερσόνησο.
Ο Trump έχει αναφέρει δημοσίως πως η χώρα του μπορεί να προχωρήσει στρατιωτικά κατά της Βορείου Κορέας ακόμη και χωρίς την συμβολή της Κίνας. Είναι πιθανό ότι προέβη σε αυτή την δήλωση έτσι ώστε να πιέσει διπλωματικά το Πεκίνο.
Επειδή όμως, μετά τους βομβαρδισμούς στην Συρία και το Αφγανιστάν αυξάνεται η κινητικότητα, δεν πρέπει να αποκλείεται κάποιο σενάριο. Το μόνο βέβαιο σε περίπτωση στρατιωτικής επίθεσης κατά της Βορείου Κορέας είναι ότι ο Κιμ Γιονγκ Ουν πρόκειται να αντιδράσει πλήττοντας την Ιαπωνία και τη Νότιο Κορέα. Επίσης, κίνδυνος γενικευμένου πολέμου υπάρχει σε περίπτωση που δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους επιδιώξουν επέμβαση στρατιωτική για να απομακρύνουν τον Κιμ Γιονγκ Ουν. Και αυτό γιατί, η Κίνα, δεν πρόκειται να παρακολουθήσει τις εξελίξεις από μακριά. Αυτό προκύπτει από την αρθρογραφία σημαντικών κινεζικών εφημερίδων.
Αν υπάρχει μικρή ελπίδα για διευθέτηση του προβλήματος, αυτή δεν συνδέεται με μία στρατιωτική επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών. Αντίθετα, το κλειδί για τη λύση βρίσκεται στα χέρια του Κιμ Γιονγκ Ουν. Η τακτική την οποία ακολουθεί δεν πρόκειται να συμβάλει στην βελτίωση της θέσης της χώρας του, επειδή δεν μπορεί να ανταγωνιστεί στρατιωτικά τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντίθετα, με την καθοδήγηση του Πεκίνου, η πιο καλή επιλογή για τον ίδιο είναι να συνεργαστεί με την διεθνή κοινότητα σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμά του. Μόνον έτσι, μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα με γνώμονα την αποφυγή ενός ριψοκίνδυνου πολέμου, την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των πολιτών στη Βόρεια Κορέα και την πιθανή ίσως επανένωση της Κορεατικής Χερσονήσου στο μακρινό μέλλον.
*Η κ. Θεανώ Δαμιάνα Αγαλόγλου είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Διεθνών Σχέσεων από το London School of Economics and Political Science.