Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Όπως εγκαίρως προειδοποιήσαμε τους φίλους αναγνώστες της στήλης, μπορεί μεν εμείς εδώ να μην ξανασχοληθούμε με τους προηγούμενους —πάνε αυτοί, έφυγαν, μας άφησαν χρόνους, να 'ταν κι άλλοι, ραντεβού στα ρακομελάδικα—, αλλά δεν θα κάνουμε ούτε αντιπολίτευση, καθώς είμαστε πωρωμένοι κυβερνητικοί και συμπολιτευόμενοι μέχρις βαθμού παρεξηγήσεως — μάλιστα, επιζητούμε με ζήλο τις παρεξηγήσεις, καθώς τέτοια είναι η φύση του γράφοντος: αλαζονική και αψίκορη.
Είμαστε, ξαναλέμε επί τη ευκαιρία, από αυτούς που τα βρίσκουν όλα καλώς καμωμένα ακόμη και αν πόρρω απέχουν από κάτι τέτοιο, ακόμη και αν εμφανώς δεν είναι? από αυτούς που χαίρονται με όλες τις επιλογές της κυβέρνησης, ακόμη και αν πρόκειται για την Παναγιωταρέα και την Γκερέκου, of all people, πόσο δε μάλλον για την Αγγελοπούλου, στην οποία αφιερώσαμε και ολόκληρο «άρθρο»? από αυτούς που κοιτούν με μισό μάτι όσους δημοσιολογούντες υποστηρικτές της βρίσκουν λόγους να την ελέγχουν (κατά περίπτωση), να τη χτυπούν με το γάντι, έστω και αν το κάνουν μόνο και μόνο για να τονίσουν πόσο καλή είναι «κατά τα άλλα», τουτέστιν κατά τα μείζονα, που άλλωστε δεν είναι και πολλά, είναι πέντ'-έξι όλα κι όλα, τα εξής δύο: η οικονομία.
Θα δώσουμε, είπαμε, περιθώριο μιας-δυο τετραετιών, και τότε ίσως επανεξετάσουμε το ζήτημα. Ή ίσως πάλι και όχι. Πέντε χρόνια Αγανακτισμένοι και κοντά άλλα τόσα ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήταν πολλά: η πιο μεγάλη περίοδος της ζωής μας — φτύσαμε το γάλα της μάνας μας και δεν κάναμε τη δουλειά μας στο επίπεδο που οφείλαμε να την κάνουμε και στην ποσότητα που έπρεπε. Γκώσαμε.
Από την άλλη, η ομολογημένη αυτή στάση μας δεν σημαίνει πως δεν είναι πολλά αυτά που μας ενοχλούν. Μπορεί να μας ενοχλούν και όλα. Ή πολλά. Ή τέλος πάντων μπόλικα. Μάθαμε, παραδείγματος χάριν, για υπουργό με πιτσικόμη που της κρατά την τσάντα όταν πάει να παρουσιάσει εκθέσεις ζωγραφικής, ή κάτι τέτοιο — ένα από τα πιο γελοία πράγματα που μπορούμε να φανταστούμε. Δηλαδή, για να είμαστε σαφείς, από αυτά που συνιστούν αιτίες για εκπαραθύρωση (μεταφορικώ τω τρόπω) από την κυβέρνηση ήδη την επομένη. «Τι έκανες; Σου κρατούσαν την τσάντα;» «Ε ναι, αλλά το έργο μου…» «Τι με νοιάζει, μωρέ, το έργο σου;!» Είναι ακριβώς η περίπτωση για την οποία καλή φίλη, αναφερόμενη σε ενδυματολογικές ακροβασίες, έλεγε: «Τι το φοράς αφού σε κόβει;»
Αλλά δεν θα το θίξουμε —εδώ ο κόσμος καίγεται, στην τσάντα της αλληνής θα κολλήσουμε;—, όπως δεν είπαμε κουβέντα και για τον Υποδομών και Μεταφορών, που τον γλέντησε όλο το τένις — όχι μόνο επειδή τού το είχε κρατημένο λόγω ονόματος και παράνομης οδηγικής συμπεριφοράς (εκείνο το κλιψάκι στην υποδοχή της ζώνης είχε κάτσει στον λαιμό του κόσμου σαν κόκαλο κότας: κι ούτε πρόκειται να ξεκολλήσει απ' εκεί, λυπάμαι που το μαθαίνει από μένα), αλλά και για τη γνωστή καφενειακή, αλά Homo Polakis, κοτσάνα στην τηλεόραση.
Δεν μιλάμε καν, σε αντίθεση με όλους τους καλούς συναδέλφους, για την ανάγκη των περισσοτέρων μελών της κυβέρνησης να προσκυνούν παπάδες και παρουσιαστές τηλεοπτικών εκπομπών — κι ας είμαστε από αυτούς που, αν «ήμασταν στα πράγματα», κατά το κοινώς λεγόμενον, θα μαντρώναμε τους μεν πρώτους μέσα στις εκκλησίες να βγάζουν κηρύγματα, να λιβανίζουν και να οργανώνουν συσσίτια για τους απόρους πάσης φυλής και χρώματος, και θα απαγορεύαμε επί ποινή ισόβιου αποκλεισμού από κάθε δημόσια θέση όποιον υπουργό, γενικό γραμματέα και κυλικειάρχη υπουργείου πάει σε εκπομπή της τηλεόρασης ακόμα και για να μιλήσει για κινηματογράφο. Πόσο δε μάλλον για το «έργο του» ή για την καμένη γη που παρέλαβε.
Αλλά είπαμε: δεν λέμε τίποτε, ακόμη και για πράγματα τέτοια: πράγματα κουραστικά. Στηρίζουμε την κυβέρνηση τυφλά και άκριτα, δίνουμε χρόνο, πολύ χρόνο, και ώς τότε κάνουμε ησυχία.
Να σκεφτείτε, δεν μας πέρασε καν από το μυαλό να πετάξουμε κανένα σχόλιο για τον Χατζηδάκη, που από την πρώτη στιγμή μοιάζει να τον έβαλαν να τρέξει παρά τη θέλησή του σε άγνωστο, εχθρικό και μη επισημασμένο ναρκοπέδιο, ή μάλλον σε χωράφι με αναμμένα κάρβουνα από αυτά που στρώνουν οι αναστενάρηδες — ξυπόλυτο. Μπορεί να μας έχει αγχώσει όλους, μπορεί να δείχνει απροετοίμαστος και άσχετος, μπορεί να μοιάζει πελαγωμένος και κάθιδρος από τον φόβο, μπορεί η γάτα μου να μοιάζει τέρας ψυχραιμίας μπροστά του όταν ακούει το κουδούνι της εξώπορτας, αλλά είπαμε: ησυχία εμείς.
Δεν θα πούμε καν: «Τι το φοράς αφού σε κόβει;»