Του Γιάννη Παντελάκη
Με δυο λόγια μας είπε ότι επέστρεψε η κεντροαριστερά, ότι τον Οκτώβριο θα εκλέξει από την βάση τον/την νέο αρχηγό και ότι θ'' ακολουθήσει μια αυτόνομη πορεία. Αυτό το τελευταίο, παρότι θολό ως πολιτική απάντηση, είναι το πιο ενδιαφέρον. Η Δημοκρατική Συμπαράταξη θα κατέβει αυτόνομα στις επόμενες εκλογές. Αυτό όμως ήταν αυτονόητο. Το βασικό ερώτημα είναι αν χρειαστεί να μετάσχει σε κυβέρνηση συνεργασίας, τι θα κάνει;
Σ αυτό το ερώτημα, απάντηση δεν υπήρξε. Και μάλλον δεν θα μπορούσε να υπάρξει, πως να προβλέψει ένα ελληνικό κόμμα- όπως συμβαίνει με τα περισσότερα στη χώρα μας-με ποιόν θα πάει και ποιόν θ'' αφήσει όταν αυτό χρειαστεί ; Για να συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα έπρεπε οι αναφορές να αφορούσαν σε κόμματα με συγκεκριμένα προγράμματα ιδεολογικών αναφορών τα οποία συγκλίνουν με τα προγράμματα άλλων κομμάτων και αποκλίνουν από κάποια άλλα. Και παράλληλα, κόμματα που διατυπώνουν σε ανύποπτο πολιτικό χρόνο πιθανούς αυριανούς κυβερνητικούς εταίρους και απίθανους τέτοιους.
Η ΔΗΣΥ κράτησε ουσιαστικά αποστάσεις και από τα δυο κόμματα εξουσίας και τη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε αυτό σημαίνει κάτι όταν λέγεται σε νεκρό πολιτικό χρόνο. Όλα θα κριθούν όταν μελλοντικά χρειαστεί μια ανάγκη συνεργασιών. Η πρόεδρος της ΔΗΣΥ έκανε κάτι αναμενόμενο, κράτησε μια γραμμή «ουδετερότητας», κάτι που όφειλε να κάνει για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Όταν διατρανώνεις ότι «Η ΔΗΣΥ φιλοδοξεί να γίνει ο προοδευτικός πόλος που θα καθορίσει την πορεία της χώρας στη μεταμνημονιακή περίοδο», κάτι που σημαίνει ότι διεκδικείς να είσαι ένας από τους δυο πόλους εξουσίας, δεν αναφέρεσαι σε μελλοντικές συνεργασίες. Είναι σαν να παραδέχεσαι ότι δεν θα είσαι στους δυο πρώτους και δείχνει ηττοπάθεια.
Το πρόβλημα της ΔΗΣΥ, που δεν είναι μόνο δικό της, είναι ότι δεν έχει ξεκαθαρίσει μ'' έναν συγκεκριμένο, σαφή και ουσιαστικό τρόπο πως βλέπει ότι μπορεί να προχωρήσει η χώρα. Με ποιο πρόγραμμα, με ποιους όρους και προς ποια κατεύθυνση. Όχι γενικές αναφορές, αλλά κάτι συγκεκριμένο. Ένα ρεαλιστικό νέο παραγωγικό μοντέλο που πρέπει ν'' ακολουθήσει η χώρα, οι τρόποι υλοποίησης του, η θέση της κοινωνίας μέσα σ'' αυτό. Αυτό ουσιαστικά δεν μας το έχει πει κανένα κόμμα, ούτε καν ο ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος βρίσκεται στην εξουσία. Η ασκούμενη πολιτική του, έχει καθαρά επικοινωνιακό χαρακτήρα, ενώ επί της ουσίας διακρίνεται για τους αυτοσχεδιασμούς οι οποίοι συχνά είναι ανεπιτυχείς και αυτοακυρώνονται.
Πρόσφατα, έγιναν εκλογές στη Βρετανία, τα προγράμματα των δυο βασικών διεκδικητών της εξουσίας ήταν σαφή, διαφορετικά, συγκρουόμενα, υπήρξαν δυο διαφορετικές προτάσεις εξουσίας. Το ίδιο συγκεκριμένες ήταν και οι προθέσεις των δυο για μετεκλογικές συνεργασίες. Στη χώρα μας, λόγω των μνημονίων-αλλά όχι μόνο γι αυτό-υπάρχει μια απόλυτη σύγχυση. Ο ΣΥΡΙΖΑ για παράδειγμα που στο παρελθόν αντιστεκόταν σθεναρά στην πιο μικρή ιδιωτικοποίηση, είναι το κόμμα που κάνει το μεγαλύτερο κύμα ιδιωτικοποιήσεων που συνέβη ποτέ στη χώρα. Και ενδεχομένως και στην Ευρώπη. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρ όλα αυτά δηλώνει ότι έχει αριστερό πρόσημο και κατηγορεί τη Νέα Δημοκρατία για οικονομικό φιλελευθερισμό.
Το πολιτικό σύστημα μοιάζει μ'' έναν αχταρμά πολιτικών εκφράσεων ο οποίος επιχειρεί να λειτουργήσει σε συνθήκες κανονικότητας η οποία όμως δεν υπάρχει. Η συνεργασία ΝΔ.-ΠΑΣΟΚ το 2012 αρχικά χαρακτηρίστηκε παράταιρη, το ίδιο και η συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2015. Όμως είναι φανερό πως σε όλα τα κόμματα υπάρχουν κάποιοι-όχι λίγοι- οι οποίοι έχουν νομιμοποιήσει πολιτικά τις προαναφερόμενες ανίερες συμμαχίες. Στην Δημοκρατική Συμπαράταξη, είναι ισχυρό το ρεύμα εκείνων που βλέπουν με καλό μάτι μια μελλοντική επανάληψη της συνεργασίας με τη Νέα Δημοκρατία. Αντίστοιχα στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν επίσης αρκετοί που νοιώθουν βολεμένοι με την κυβερνητική συνεργασία με τον σημερινό ακροδεξιό εταίρο.
Στις μέρες μας τα διακυβεύματα κεντροαριστερά-κεντροδεξιά, έχουν πάρει εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα απ'' ότι στο πρόσφατο (προ κρίσης) παρελθόν. Σήμερα θεωρείται σχεδόν φυσιολογικό οτιδήποτε και δεν προκαλεί εντύπωση οποιουδήποτε είδους κυβερνητική συνεργασία. Έχουμε τουλάχιστον πέντε μνημονιακά κόμματα τα οποία επιχειρούν να πείσουν ότι το ένα είναι θεαματικά διαφορετικό από το άλλο. Και ενδεχομένως είναι, διαφορές υπάρχουν αλλά αυτές δεν κινούνται στην παλαιά πολιτική οριογραμμή αλλά σε νεα δεδομένα τα οποία δημιουργήθηκαν τα χρόνια της κρίσης.