Του Γιάννη Παντελάκη
Τους τελευταίους αρκετούς μήνες, ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ν ανακάμπτει δημοσκοπικά σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Μια χθεσινή μέτρηση (της Pulse) ήρθε να το επιβεβαιώσει. Η διαφορά 13 μονάδων από τη Ν.Δ. τον περασμένο Μάιο (από δημοσκόπηση της ίδιας εταιρείας) μετατράπηκε σε διαφορά 9,5, ο ΣΥΡΙΖΑ κάλυψε δηλαδή σε λιγότερο από έξι μήνες 3,5 μονάδες διαφορά. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται σχεδόν σε όλες τις μετρήσεις. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που θα έχει συνέχεια; Και αν ναι, είναι εφικτή αυτή η συνέχεια να προκαλέσει ολική ανατροπή του σκηνικού;
Παρότι οι διαθέσεις ενός μέρους της κοινωνίας είναι ιδιαίτερα ευμετάβλητες και ακόμα και αν τυχαίο γεγονός μπορεί να προκαλέσει θεαματικές ανατροπές (πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα οι εκλογές του 2005 που κέρδισε την τελευταία στιγμή ο Γκ.Σρέντερ που όλοι θεωρούσαν τον χαμένο των εκλογών), οι επιμέρους δείκτες των μετρήσεων και η παρατήρηση δευτερευόντων στοιχείων από αυτές, δείχνουν πως η ανατροπή είναι κατή σχεδόν απίθανο για το βασικό κυβερνητικό κόμμα. Αυτό που δεν φαίνεται απίθανο, είναι να μειώσει στο μέλλον ακόμα περισσότερο την διαφορά του από τη Ν.Δ.
Εκτός από την συγκεκριμένη μέτρηση, την ίδια τάση μείωσης της διαφοράς των δυο κομμάτων, την δείχνουν και μια σειρά από άλλες μετρήσεις διαφορετικών εταιρειών. Τον Ιούνιο η μέτρηση του ΠΑΜΑΚ έδειχνε διαφορά 18 μονάδων, τον Σεπτέμβριο η διαφορά μειώθηκε στις 13 μονάδες. Τον Μάιο, σύμφωνα με δημοσκόπηση της Metron Analysis, η διαφορά ήταν 14,8 μονάδες, τον περασμένο Σεπτέμβριο η ίδια εταιρεία κατέγραψε διαφορά 10 μονάδων. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με όλες τις εταιρείες.
Μια πρώτη ερμηνεία αυτής της τάσης, συνδέεται με την χρονική περίοδο που πραγματοποιήθηκαν οι μετρήσεις. Λίγους μήνες πριν, η κυβέρνηση βρισκόταν με την πλάτη στον τοίχο και εισέπραττε το κόστος της δεύτερης αξιολόγησης, των κακών χειρισμών και των αποτελεσμάτων που προέκυψαν. Μια δεύτερη ερμηνεία, έχει να κάνει με την συσπείρωση των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία τους προηγούμενους μήνες ήταν θεαματικά μικρή (κάτω και από το 40%) γεγονός πρωτοφανές για οποιοδήποτε κυβερνητικό κόμμα ακόμα και σε περιόδους μεγάλων κρίσεων. Μια τρίτη ερμηνεία αφορά τη Νέα Δημοκρατία, η οποία αφενός συγκεντρώνει εντυπωσιακά υψηλά ποσοστά συσπείρωσης των ψηφοφόρων της και παράλληλα όπως όλα δείχνουν έχει εξαντλήσει τις δυνατότητες διεύρυνσης του ακροατηρίου της προς άλλους χώρους.
Ενδεχομένως να υπάρχουν επιπλέον αιτίες για το φαινόμενο, ωστόσο αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία ν απαντηθεί, είναι το ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πολλές πιθανότητες για να μειώσει ακόμα περισσότερο αυτή την μεγάλη διαφορά. Η απάντηση είναι πως με βάσει τα στοιχεία των μετρήσεων, οι δυνατότητες αυτές υπάρχουν μεν, αλλά αντικειμενικά είναι περιορισμένες. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσδοκά να βελτιώσει τις επιδόσεις του όχι επειδή θα γ?νει ελκυστικός σε χώρους πέρα από τους ψηφοφόρους που τον επέλεξαν τον Σεπτέμβριο του 2015 (δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση), αλλά στην μερική έστω επάνοδο των ψηφοφόρων του εκείνων των εκλογών οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό τώρα δηλώνουν αναποφάσιστοι ή ότι θα απέχουν από τις επόμενες εκλογές.
Μια επιμέρους παράμετρος της μέτρησης της Pulse, δείχνει ότι από το σύνολο των αναποφάσιστων ψηφοφόρων (που στην πλειονότητά τους προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ) μόνο το 35% εμφανίζεται να είναι κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ. Περίπου ο ένας στους τρεις. Από τους υπόλοιπους αναποφάσιστους το 9% είναι πιο κοντά στη Ν.Δ. και οι υπόλοιποι δηλώνουν με βεβαιότητα ότι η επιλογή τους στις επόμενες εκλογές θα είναι λευκό ή αποχή από αυτές. Ακόμα και αν το 35% οδηγηθεί στο σύνολό του του τελικά στον ΣΥΡΙΖΑ και ακόμα και αν προστεθεί σ αυτόν ένα μικρό ποσοστό ψηφοφόρων που δηλώνουν αποχή ή λευκό, το αποτέλεσμα σε καμία περίπτωση δεν οδηγεί σε ανατροπή της εικόνας. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα μειώσει τη διαφορά, ωστόσο είναι σχεδόν αδύνατον να ανατρέψει την εικόνα.
Ένας σημαντικός παράγοντας που θα παίξει πάντως ρόλο στις επιδόσεις των κομμάτων στις επόμενες εκλογές, είναι αυτός που αφορά στον διαμορφούμενο ενιαίο φορέα της κεντροαριστεράς. Αν αυτός καταφέρει να γίνει πολιτικά ιδιαίτερα ελκυστικός και αποκτήσει μια μεγάλη δυναμική (κάτι που μοιάζει θεαματικά δύσκολο) , θα επηρεάσει αρνητικά και τα δυο μεγάλα κόμματα, θα καταφέρει δηλαδή να εισπράξει κυρίως από την δεξαμενή των υπαρχόντων ή εν δυνάμει ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως και από εκείνη των ψηφοφόρων της Ν.Δ. Αυτή η υπόθεση , θα αποκτήσει εντελώς αντίστροφα χαρακτηριστικά, αν ο νέος φορέας περιορίσει την επιρροή του στα σημερινά δεδομένα. Οι επόμενοι μήνες θα το δείξουν...