Μέχρι στιγμής την οικονομική κρίση, λόγω κορονοϊού, την πληρώνουν οι επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι σε αυτές, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι ιδιοκτήτες ακινήτων. Όλοι αυτοί είδαν τα εισοδήματα τους να μειώνονται δραματικά, με μικρές ενέσεις ανακούφισης. Για τους επιχειρηματίες, μάλιστα, το μέλλον τους είναι άδηλο. Οι δε ελεύθεροι επαγγελματίες και οι ιδιοκτήτες ακινήτων είχαν δυσαναπλήρωτη, έστω κατ΄ελάχιστον, απώλεια εισοδήματος.
Από τους επιχειρηματίες, όσοι είναι ιδιοκτήτες μεγάλων –για τα ελληνικά δεδομένα—επιχειρήσεων, πιθανόν και υπό προϋποθέσεις να καταστεί εφικτός ο τραπεζικός δανεισμός. Βέβαια, το γεγονός πως η Ελλάδα μόλις εξερχόταν από μια δεκαετή οικονομική κρίση, στενεύει πολύ τον αριθμό των επιχειρήσεων που μπορεί—με τραπεζικά κριτήρια—να δανειοδοτηθούν. Οι περισσότερες είναι ήδη είτε υπερδανεισμένες είτε έχουν περάσει στο «κόκκινο».
Οι τραπεζίτες—και όχι μόνον-- φοβούνται την δημιουργία μιας νέας γενιάς κόκκινων δανείων. Αυτό φαίνεται αναπόφευκτο σε μια οικονομία που βρισκόταν σε φάση ανάρρωσης.
Για τις μικρές επιχειρήσεις που είναι εκατοντάδες χιλιάδες, το πρόβλημα είναι οξύ όχι τόσο λόγω του υπερδανεισμού τους, αλλά κυρίως λόγω του όγκου τους και των διατυπώσεων που θα πρέπει να διεκπεραιωθούν.
Μιλούμε για επιχειρήσεις που ψάχνουν για μια δανειοδότηση 15-20.000 ευρώ για να επιβιώσουν. Μικρό το ποσό, τεράστιος ο όγκος των επιχειρήσεων που το αναζητούν.
Και ο δημόσιος τομέας;
Μέχρι στιγμής ο δημόσιος τομέας περνά αλώβητος την κρίση. Ούτε μείωση μισθού ούτε το φάσμα της ανεργίας. Το έργο του πρώτου μνημονίου επαναπροβάλλεται. Τότε, στα τέλη του 2009 και στις αρχές του 2010, η τότε κυβέρνηση, με ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, έπρεπε να απαντήσει στο δίλημμα : ή θα έβαζε λουκέτο σε κάποιους κρατικούς οργανισμούς, στέλνοντας καθησυχαστικό μήνυμα στις αγορές ή θα θυσίαζε τον ιδιωτικό τομέα.
Η τότε κυβέρνηση επέλεξε το δεύτερο, στέλνοντας στην ανεργία ένα εκατομμύριο εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα και οδηγώντας σε συρρίκνωση των εργασιών τους ή σε λουκέτο, χιλιάδες επιχειρήσεις.
Ήταν μια συνειδητή πολιτική επιλογή.
Βέβαια, τότε στα χρόνια των μνημονίων και οι δημόσιοι υπάλληλοι γνώρισαν μείωση των αποδοχών τους, αλλά κάθε μήνα ο μισθός τους έμπαινε στον λογαριασμό τους. Και ουδείς τόλμησε να καταργήσει έστω έναν κρατικό οργανισμό.
Ακόμα και οι εργαζόμενοι σε δημόσιες επιχειρήσεις που ιδιωτικοποιήθηκαν, μετατάχθηκαν σε άλλες υπηρεσίες του δημοσίου εφ΄όσον το επιθυμούσαν.
Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια παρόμοια κατάσταση;
Μέχρι στιγμής όλα δείχνουν πως θα ξαναδούμε το έργο του 2009-2010. Τον λογαριασμό και πάλι θα κληθεί να πληρώσει ο ιδιωτικός τομέας.
Είναι λογικό, σε μια κοινωνία, τα βάρη μιας κρίσης να κατανέμονται δίκαια. Να μην υπάρχει η αίσθηση της αδικίας. Μόνον τότε γίνονται αποδεκτές από το κοινωνικό σύνολο οι απώλειες εισοδημάτων, πολύ δε περισσότερο, όταν αυτές οφείλονται σε λόγους ανωτέρας βίας.
Και την επιδημία ουδείς την ανέμενε, ουδείς μπορούσε να προβλέψει την έκταση των συνεπειών της.
Συνεπώς, η κυβέρνηση οφείλει να επανακαθορίσει τον βασικό άξονα της πολιτικής της. Τα βάρη να κατανεμηθούν δίκαια και σε όλους.
Το ζήτημα δεν είναι διαχειριστικό. Είναι βαθύτατα πολιτικό, όπως και οι συνέπειες του.