Οι σκηνές που είδαμε το βράδυ της πρωτοχρονιάς στο Σύνταγμα δεν θα πρέπει να εκπλήσσουν κανένα. Το πρόβλημα της Αθήνας είναι τεράστιο γιατί έχει αλλοιωθεί η αστική φυσιογνωμία πυκνοκατοικημένων περιοχών του κέντρου της πόλης. Η κατάσταση δεν είναι αναστρέψιμη και αυτό η κυβέρνηση δεν το εξήγησε στους πολίτες, διαπράττοντας έτσι ένα σοβαρό επικοινωνιακό λάθος.
Δηλαδή, δεν τους έδωσε να καταλάβουν πως οι επιλογές που έχει είναι περιορισμένες και αφορούν όχι τη βελτίωση της κατάστασης, αλλά τη μη επιδείνωσή της. Δεν τους μίλησε με παρρησία και τώρα εισπράττει την αγανάκτησή τους.
Μπορεί η κατάσταση στα νησιά να βελτιώνεται, μπορεί οι προσφυγικές—μεταναστευτικές ροές να έχουν μειωθεί σημαντικά, αλλά αυτό για τον κάτοικο της Αθήνας δεν αρκεί. Θέλει και απαιτεί λύση στο πρόβλημα του, γιατί κακά τα ψέματα, το μεταναστευτικό πρόβλημα επικεντρώνεται κυρίως, για να μην πω αποκλειστικά, στην Αθήνα.
Και δυστυχώς η λύση που θα δοθεί, αν ποτέ δοθεί, θα είναι αποτέλεσμα νέων διευθετήσεων εντός της ΕΕ για τις μεταναστευτικές ροές. Κάτι που δεν είναι ορατό στο εγγύς μέλλον.
Υποθέτω πως είναι άγνωστος στις αρμόδιες αρχές ο αριθμός των μεταναστών—προσφύγων που έχουν εγκατασταθεί στην Αθήνα. Πιθανόν ούτε σε τάξη μεγέθους τον γνωρίζουν. Ως εκ τούτου είναι αδύνατον-- και να υπήρχε η ικανότητα και η δυνατότητα --να εκπονηθεί μια στρατηγική αποσυμφόρησης του κέντρου της πόλης.
Μέχρι στιγμής δεν είναι γνωστό ή εμένα μου διαφεύγει, πώς είναι κατανεμημένοι, ανά την Ελληνική επικράτεια, οι πρόσφυγες—μετανάστες. Δεν γνωρίζω αν και οι υπεύθυνοι και αυτοί το γνωρίζουν, έστω κατά προσέγγιση. Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε τις κατανομές σε σχέση με τον πληθυσμό της περιοχής. Να δούμε δηλαδή αν κάποιες περιοχές είναι «προστατευμένες» και περιοχές που σηκώνουν αυτές το βάρος.
Η κυβέρνηση επαναπαύεται πως η δυσαρέσκεια που υπάρχει για την πολιτική της στο μεταναστευτικό δε θα έχει κόστος γι΄ αυτή. Η γκρίνια δε θα αποκτήσει πολιτικά χαρακτηριστικά, στον βαθμό που δεν υπάρχει σοβαρός κομματικός σχηματισμός ο οποίος θα εκμεταλλευθεί αυτή τη δυσαρέσκεια. Οι ομάδες που βρίσκονται στα δεξιά της, εκτιμά η κυβέρνηση, δε συνιστούν απειλή.
Εκ πρώτης όψεως έχει δίκιο, αλλά αν εμβαθύνουμε λίγο θα δούμε ότι και μια διαρροή της τάξεως του 1% μπορεί να αποβεί καθοριστική για την αυτοδυναμία της στις εκλογές. Για να μη μιλήσω για το ενδεχόμενο να προκύψει ένα κόμμα στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, με αξιοπρεπή ηγεσία, που θα συνενώσει τις υπάρχουσες ομάδες και κινήματα αυτού του χώρου.
«Μα παρόμοια κατάσταση επικρατεί σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις», θα αντιτείνει ο αναγνώστης. Έτσι είναι, αλλά εξαιτίας αυτού του λόγου έχουν εμφανιστεί και δυναμώσει κόμματα με αμιγώς δεξιά ατζέντα σε αυτές τις χώρες.
Ίσως κάτι ανάλογο να συμβεί και στην Ελλάδα, αν η Νέα Δημοκρατία δεν μπορέσει να βρει μια ισορροπία μεταξύ των τάσεων που υπάρχουν στο εσωτερικό της.
Είναι πολιτικό λάθος να βάζει απέναντί της όσα στελέχη της εκφράζουν τις ανησυχίες κατοίκων περιοχών που έχουν υποβαθμιστεί λόγω της παρουσίας των προσφύγων. Και κυρίως η κυβέρνηση οφείλει να χαράσσει τη συγκεκριμένη πολιτική με γνώμονα το συμφέρον των Αθηναίων και όχι με γνώμονα τις τσιριδούλες των αυτοαποκαλούμενων «προοδευτικών», μακριά από προσωπικές πολιτικές ατζέντες.