Η κόντρα Τουρκίας με Ισραήλ, οι τακτικισμοί Ερντογάν και η στάση της Ελλάδας
Shutterstock
Shutterstock
Κ. Λάβδας

Η κόντρα Τουρκίας με Ισραήλ, οι τακτικισμοί Ερντογάν και η στάση της Ελλάδας

Τα δύο κρίσιμα σενάρια που διαμορφώνουν βραχυπρόθεσμα τις ισορροπίες στη Μ. Ανατολή, ιδίως σε ό,τι αφορά τις σχέσεις Ισραήλ - Τουρκίας με φόντο τα νέα δεδομένα στη Συρία, αναλύει ο Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Κώστας Λάβδας, σε συνέντευξή του στο Liberal.

Όπως επισημαίνει ο διαπρεπής ακαδημαϊκός, οι τουρκοϊσραηλινές σχέσεις θα καταστούν εξαιρετικά δύσκολες κατά το προσεχές διάστημα, καθώς η Άγκυρα επιμένει να επενδύει στο Πολιτικό Ισλάμ, καθώς βλέπει ότι αυτή η πολιτική αποδίδει καρπούς, παρά το γεγονός ότι αυτό την οδηγεί σε μετωπική σύγκρουση με το Τελ Αβίβ. Παράλληλα, σε ό,τι αφορά το Κουρδικό υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι Κούρδοι είναι, επί της ουσίας, μόνοι τους στην παρούσα χρονική στιγμή.

Ο Κ. Λάβδας δίνει έμφαση, εξάλλου, στην ανάγκη η Αθήνα να κινηθεί με εντατικούς ρυθμούς, να εγκαταλείψει την «προβληματική», όπως χαρακτηρίζει, προσέγγιση της Διακήρυξης των Αθηνών και να πραγματοποιήσει μια «διπλωματική και επικοινωνιακή αντεπίθεση», ώστε να επισημανθεί ανοικτά ότι η Τουρκία αποτελεί αναθεωρητικό παράγοντα και να ανακόψει τις κινήσεις της, που στοχεύουν στην εγκαθίδρυσή της ως περιφερειακή ηγεμονία στην Ανατ. Μεσόγειο αλλά και τη Μέση Ανατολή.

Συνέντευξη στον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο

Κύριε Λάβδα, πόσο πιθανή θεωρείτε μια ενδεχόμενη πολεμική σύγκρουση ανάμεσα στο Ισραήλ και την Τουρκία, δεδομένης της ανησυχίας που εξέφρασε την περασμένη Τρίτη η Επιτροπή Σοφών στο Τελ Αβίβ, ότι η Τουρκία του Ερντογάν μπορεί να αποτελέσει μεγαλύτερη απειλή για το Ισραήλ από ό,τι το Ιράν στη Συρία;

Προφανώς μαζεύονται και πυκνώνουν τα σύννεφα στις σχέσεις Ισραήλ – Τουρκίας. Αψιμαχίες αλλά και σχετικά χαμηλής έντασης συγκρούσεις έχουν υπάρξει, μάλιστα χθες υπήρξαν ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες για χτυπήματα της Ισραηλινής πολεμικής αεροπορίας στην Ταρτούς σε υλικό που μόλις παρέδωσαν οι Τούρκοι στους τζιχαντιστές του νέου καθεστώτος της Δαμασκού. Ως προς την Επιτροπή, εξέφρασε σκέψεις για διαφορετικά σενάρια. Το Ισραήλ συνεχώς εξετάζει διαφορετικά σενάρια όπως κάθε σοβαρή χώρα, η οποία θέλει να προστατεύσει τα συμφέροντα της. Προφανώς υπάρχει ένα σενάριο πολεμικής σύγκρουσης Ισραήλ – Τουρκίας, το οποίο όμως, ενδεχομένως, όσο πλησιάζει η ημέρα της ορκωμοσίας του νέου Αμερικανού προέδρου φαίνεται να εξασθενεί προσωρινά. Στην πραγματικότητα υπάρχουν δυο εντελώς βασικά σενάρια για τις σχέσεις Ισραήλ - Τουρκίας τους επόμενους μήνες.

Κατ' αρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι η σχέση Ισραήλ - Τουρκίας είναι δύσκολη και θα γίνει ακόμη πιο δύσκολη. Όμως τα δύο βασικά σενάρια είναι διαφορετικά μεταξύ τους βραχυπρόθεσμα. Το ένα περνάει μέσα από κάποιους συμβιβασμούς του Ισραήλ με την Τουρκία, με σκοπό να σταθεροποιήσουν μία μεικτή κυβέρνηση στη Σύρια. Μία μεικτή κυβέρνηση που θα έχει έναν παροδικά πολυσυμμετοχικό χαρακτήρα, κάτι το οποίο συμφέρει και την Άγκυρα αυτή τη στιγμή, για να δείξει ότι, δήθεν, ευνοεί την πολυσυμμετοχικότητα. Αλλά μόνο ως ένα προσωρινό βήμα στην πορεία επίτευξης της πλήρους ηγεμονίας της Τουρκίας στη Σύρια. Αυτή είναι μια δυνατότητα, ένα σενάριο αρκετά εύθραυστο και μάλλον προσωρινό.

Το άλλο σενάριο περνάει μέσα από τη στήριξη του Ισραήλ στους Δρούζους, στα νότια εδάφη της Συρίας, και στους Κούρδους, στα βορειοανατολικά της Συρίας. Άλλωστε η ζώνη που έχει διαμορφώσει το Ισραήλ εντός της νότιας Συρίας βρίσκεται πια σε απόσταση 40 χιλιομέτρων από τη Δαμασκό, ενώ επιμέρους εκκαθαριστικές επιχειρήσεις έφτασαν στα 25 χιλιόμετρα. Αυτή η διάσταση, ειδικά αναφορικά με τη στήριξη στους Κούρδους στα βόρεια – βορειοανατολικά, περνάει μέσα από αναμέτρηση με την Τουρκία. Η Τουρκία θεωρεί κόκκινη γραμμή τη στήριξη στους Κούρδους και εκεί το σενάριο περιπλέκεται γιατί είναι εξαιρετικά σημαντικό να δούμε ποια θα είναι η στάση της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ απέναντι στους Κούρδους.

Μέχρι στιγμής δεν έχουμε ασφαλείς δείκτες που θα μας επιτρέψουν να συζητήσουμε το πιθανότερο σενάριο διότι, άμεσα, θα ξαναπώ, η Τουρκία θέλει να δείξει ότι δήθεν ενδιαφέρεται για μια πολυσυμμετοχική κυβέρνηση στη Δαμασκό και όχι μόνο για το προφανές, που είναι η ενίσχυση των δήθεν μεταμορφωμένων τζιχαντιστών του Τζολάνι, ο οποίος φόρεσε ένα κοστούμι και παριστάνει τον πολιτικό ηγέτη. Και τα δυο αυτά βασικά σενάρια είναι πιθανά, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, με κάποιες παραλλαγές.

Μακροπρόθεσμα, το εάν οι δύσκολες σχέσεις Ισραήλ - Τουρκίας θα εξελιχθούν συγκρουσιακά είναι δύσκολο να προβλεφθεί εξ αιτίας τεσσάρων παραγόντων. Πρώτον, η Τουρκία θα εξακολουθήσει να επενδύει στο Πολιτικό Ισλάμ, παγκοσμίως. Θεωρεί ότι της έχει βγει αυτή η επένδυση, έχει αποδώσει αυτή η επένδυση, άρα αυτό θα την φέρνει πάντα σε μορφές συγκρούσεων με το Ισραήλ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Δεύτερον, εξαρτάται από το πώς θα είναι η εξέλιξη και στη Γάζα αλλά και στη Δυτική Όχθη, τι θα γίνει, δηλαδή, στο ζήτημα που καίει το Ισραήλ που είναι η διαχείριση της Γάζας αλλά, πλέον, και το μέλλον της Δυτικής Όχθης.

Τρίτον, όσο η Τουρκία εξακολουθεί και αυτή να έχει σημείο αναφοράς, μεταξύ άλλων, και τις ΗΠΑ, οι σχέσεις με το Ισραήλ, παρά τη συγκρουσιακή δυναμική τους, θα είναι σύνθετες. Ιδιαίτερα εάν ο Τραμπ επιχειρήσει να επαναφέρει την επιτυχημένη πρωτοβουλία για τα σύμφωνα του Αβραάμ, με στόχο την περαιτέρω βελτίωση των σχέσεων του Ισραήλ με τους Άραβες. Από την άλλη όμως πλευρά, τέταρτον, από το Αφγανιστάν της δεκαετίας του 1980 μέχρι τη Συρία του 2024, η Δύση – σε διαφορετικές συνθήκες και με διαφορετικούς τρόπους– ενίσχυσε τζιχαντιστές θεωρώντας ότι θα μπορέσει στη συνέχεια να τους ελέγξει. Η προσπάθεια εργαλειοποίησης του ισλαμιστικού ριζοσπαστισμού συνέβαλε στη γέννηση τεράτων και πιθανότατα θα εξακολουθήσει να υφίσταται. Από την σκοπιά όμως της Τουρκίας, η επένδυση στο Πολιτικό Ισλάμ αποδίδει καρπούς συγκεκριμένους και διαμορφώνει πεδία για περαιτέρω επιδιώξεις και συγκρούσεις.

 Από όλα αυτά θα εξαρτηθούν οι μακροπρόθεσμες σχέσεις. Πάντως βραχυπρόθεσμα βλέπω τα δύο σενάρια, για τα οποία μιλήσαμε προηγουμένως.

Πέραν του Ισραήλ, ωστόσο, η κατάσταση στη Συρία δείχνει να απασχολεί σημαντικά και τις ΗΠΑ. Μια σειρά από αμερικανικές οργανώσεις σε επιστολή τους προς τον Μπάιντεν αξίωσε την άσκηση πίεσης προς την Τουρκία για κατάπαυση του πυρός στη Συρία. Υπάρχει κάτι που μπορεί να κάνει η Ουάσινγκτον στην παρούσα στιγμή, κι ενώ βρισκόμαστε λιγότερο από 10 ημέρες πριν από την ορκωμοσία του Τραμπ;

 Άποψή μου είναι ότι για να απαντηθεί αυτό το πολύ ενδιαφέρον ερώτημα πρέπει να αναλογιστούμε το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε από πλευράς συστημικής, από πλευράς του διεθνούς συστήματος.

Εν συντομία, έχουμε εισέλθει σε μια νέα περίοδο στην ιστορία των διεθνών σχέσεων, ή, εξίσου πιθανό, βρισκόμαστε στο οριστικό τέλος της μεταβατικής περιόδου που βίωνε ο πλανήτης από τις 11 Σεπτεμβρίου 2001. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το 1990-1991, το διεθνές σύστημα είχε εύστοχα αναλυθεί ως σχεδόν μονοπολικό, με την έννοια ότι  Με την έννοια ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους είχαν μια πρωτοφανή ηγεμονία παγκοσμίως. Η Ρωσική Ομοσπονδία ήταν πάρα πολύ εξασθενημένη, αυτό που είχε μείνει, δηλαδή, από την πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση. Η περίοδος γύρω στο ’90 ήταν περίοδος τρομερής ταπείνωσης για τη Ρωσία, η Κίνα ήταν πάρα πολύ προσεκτική, ήταν ακόμα σε φάση ανάδυσης, κατά συνέπεια είναι  ένα μονοπολικό σύστημα.   

Από το 2001, παρά την αυτονόητη αρχική έκφραση αλληλεγγύης συνολικά της Δύσης στο κτηνώδες τρομοκρατικό κτύπημα της Αλ Κάϊντα στο Μανχάταν, άρχισαν σταδιακά να πυκνώνουν οι ενδο-δυτικές ρωγμές, τα ενδο-δυτικά ρήγματα.

Σήμερα βιώνουμε μια υβριδική περίοδο όπου είναι πάρα πολύ δύσκολο να μιλήσουμε για δυο πόλους. Βιώνουμε μια συστημική μετάβαση, η οποία είναι σε εξέλιξη αυτήν τη στιγμή, από ένα σύστημα μετα-μονοπολικό (που κυριάρχησε τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου), προς ένα σύστημα, το οποίο αντί να ξαναγίνει διπολικό, όπως επί Ψυχρού Πολέμου, γίνεται σταδιακά ταυτόχρονα πολυπολικό και πολυκεντρικό. Αυτό σημαίνει ότι αναδύονται σταδιακά τρείς ή τέσσερις πόλοι, παράλληλα, όμως και πολλά κέντρα, τα οποία μπορεί να είναι δέκα ή λίγο περισσότερα, ανάλογα και τις τύχες συστημάτων όπως η ΕΕ, οι BRICS και η Σαγκάη και οι συλλογικές ή ατομικές πορείες των μελών τους, τα οποία βρίσκονται ή στο εσωτερικό των πόλων, ή προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ διαφορετικών πόλων. Ένα τέτοιο κέντρο, π.χ., προσπαθεί να γίνει η Τουρκία.

Οι διαφορές στο εσωτερικό της Δύσης είναι πολλές και αντανακλώνται σαφώς και στο θέμα της Μέσης Ανατολής. Το ζήτημα της Συρίας είναι κρίσιμο για να βγάλουμε συμπεράσματα σε πολλά επίπεδα. Αφορά ευθέως τη Ρωσία διότι η Ρωσία έχει δυο βάσεις εκεί, στη Μεσόγειο, οι οποίες είναι οι βάσεις της στη Μέση Ανατολή. Άρα δεν είναι δυνατόν να αποδεχθεί εύκολα να τις χάσει εντελώς και θα εξακολουθήσει να διαπραγματεύεται με το νέο καθεστώς στη Δαμασκό ώστε να τις κρατήσει. Για τις ΗΠΑ, παρόλα όσα είπε ο Τραμπ προεκλογικά και λίγο μετά τις εκλογές, πως πρέπει να μείνουν οι ΗΠΑ σε απόσταση, στην πραγματικότητα είναι αδύνατον να μείνουν σε απόσταση. Θα εμπλακούν κάπως. Αν μη τι άλλο για να στηρίξουν το Ισραήλ. Να θυμίσω στο σημείο αυτό ότι έχει το Ισραήλ σχεδόν αποκτήσει σύνορα με την Τουρκία γιατί αν η τουρκική ηγεμονία επεκταθεί πλήρως στη Συρία, τότε τα σύνορα Ισραήλ - Συρίας θα είναι σύνορα Ισραήλ – Τουρκίας, μια πολύ κακή εξέλιξη για το Ισραήλ.

Και επίσης, η Συρία θα μας δείξει τα όρια της συνύπαρξης διαφορετικών εθνοτικών και θρησκευτικών οντοτήτων στο εσωτερικό κρατικών μορφών, όπως αυτή της Συρίας, ενόψει άμεσων επιρροών από δυνάμεις του περιβάλλοντος. Η Συρία, να θυμίσω, είναι ένα κρατικό μόρφωμα το οποίο ιδρύθηκε λίγο - πολύ βαφτίζοντας έτσι τις γαλλικές κτήσεις στην περιοχή, όπως οι Βρετανοί αντιμετώπισαν μέρος των δικών τους κτήσεων ως Ιράκ, βάσει του περίφημου άτυπου συμφώνου μεταξύ του Μαρκ Σάικς και του Φρανσουά Πικό το 1916. Το θέμα, λοιπόν, είναι σήμερα ότι η Συρία, αφού τελικώς διαλύθηκε το πλαίσιο που υπήρχε με το αυταρχικό καθεστώς Άσαντ, έχει φθάσει στο τέλος μια περιόδου της ζωής της.

Το μείζον ερώτημα είναι αν θα υπάρξει επόμενο στάδιο στην κρατική οντότητα της Συρίας ή θα εισέλθει σε φάση κατακερματισμού. Και επειδή κατέρρευσε με τρόπους που είναι ενδεικτικοί και του μέλλοντος αξίζει να θυμίσουμε ότι κυρίως κατέρρευσε διότι η μεν Ρωσία ήταν πλήρως απορροφημένη στον πόλεμο με την Ουκρανία και δεν μπόρεσε να στηρίξει τον Άσαντ όπως έκανε το 2011-2012, αφ΄ετέρου γιατί το Ιράν είχε μια Χεζμπολάχ, η οποία πια ήταν επιχειρησιακά σχεδόν κατεστραμμένη και ούτε εκείνο μπόρεσε να στηρίξει το καθεστώς Άσαντ. Ανοίγει μια περίοδος στην οποία έχει εξασθενήσει πολύ το Ιράν, η Ρωσία βρίσκεται απορροφημένη στο Ρώσο- ουκρανικό πόλεμο και έχει φθάσει να ζητάει βοήθεια από την Βόρεια Κορέα, έχοντας ως υπόβαθρο και ένα βαθμό στήριξης της Κίνας, ενώ οι δύο μεγάλοι κερδισμένοι είναι η Τουρκία, αφ΄ενός και το Ισραήλ, αφ΄ετέρου. Φυσικά, όπως προκύπτει και από αυτά που συζητήσαμε προηγουμένως, η αναμφισβήτητη αναβάθμιση του ρόλου αφενός της Τουρκίας και αφετέρου του Ισραήλ, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να προδικάσουμε τις εξελίξεις. 

Με δυο λόγια, οι εξελίξεις στη Συρία θα αποτελέσουν ένδειξη για τις συνολικές ισορροπίες στην περιοχή.

Ο Ερντογάν, σε πρόσφατες δηλώσεις του, επέμεινε στην απόλυτη στήριξη του καθεστώτος Αλ Τζολάνι και ταυτόχρονα στην εξολόθρευση των Κούρδων στη Συρία. Πώς διαμορφώνεται η επόμενη μέρα σε ό,τι αφορά του Κουρδικό; Εκτιμάτε ότι θα υπάρξει κάποια παρέμβαση από πλευράς ΗΠΑ και ΕΕ σε περίπτωση που ο Τούρκος πρόεδρος υλοποιήσει τις απειλές του;

Δυστυχώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της Γαλλίας, τις περασμένες δεκαετίες, όχι μόνο τα περασμένα χρόνια, για την ανάγκη να αποκτήσει έναν βαθμό τουλάχιστον στρατηγικής αυτονομίας, παραμένει εσωτερικά σπαρασσόμενη στο πολιτισμικό πεδίο και γεωπολιτικά ακόμη υπανάπτυκτη. Κατά συνέπεια αδυνατεί να προσδιορίσει γεωστρατηγικούς στόχους με σαφήνεια. Μένει να εξακριβώσουμε την πολιτική της νέας αμερικανικής διοίκησης τους μήνες μετά την 20η Ιανουαρίου.

Πρέπει να δώσουμε μεγάλη έμφαση, ως χώρα, στο συντονισμό με το Ισραήλ σε αυτή την περίοδο, στο συντονισμό με τη Γαλλία σε αυτή την περίοδο, στο συντονισμό, φυσικά, αυτονοήτως με τις ΗΠΑ σε αυτή την περίοδο και μετά να δούμε και διάφορα σχήματα, πέραν των διμερών, τριμερή , τετραμερή κλπ. Για παράδειγμα ο συντονισμός με την Ινδία, όσο και αν φαίνεται κάπως μακρινός, είναι κατά την άποψη μου από χρόνια κρίσιμος.

Πάμε, τώρα, στις ΗΠΑ. Όπως είπα προηγουμένως, ο Τραμπ είναι αδύνατον να κάνει αυτό που είπε προ εβδομάδων. Να αγνοήσει τη Μέση Ανατολή. Ούτε πρόκειται να δώσει εικόνα αντίστοιχη εκείνης του Μπάϊντεν στο Αφγανιστάν, με μια ξαφνική και πλήρη εγκατάλειψη της Ουκρανίας. Θεωρώ ότι η προσέγγιση της ομάδας Τραμπ θα είναι κάποια στιγμή από τα τέλη Ιανουαρίου και μετά, στους επόμενους μήνες, να φθάσει σε μια συμφωνία - πακέτο με τη Ρωσία. Αυτή η συμφωνία - πακέτο δεν θα αφορά μόνο το Ρώσο-ουκρανικό, αλλά θα αφορά, συνολικά, το ρόλο της Ρωσίας στην Ευρασία, συνολικά, π.χ. αναφορικά με τα όποια στηρίγματά της στην Μέση Ανατολή. Νομίζω ότι προς τα εκεί πηγαίνουμε, κάτι το οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση δια δηλώσεων της κυρίας Κάλας αγνοεί εντελώς ή παριστάνει ότι αγνοεί. Αυτό θα μας φέρει, στο μεν Ρώσο-ουκρανικό στο επίπεδο του Απριλίου του 2022, στην προσπάθεια συμβιβασμού, η οποία τορπιλίστηκε τότε από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ, ενώ συναντούσε και την αλαζονεία του Κρεμλίνου συνεχώς. Θα μας φέρει στο επίπεδο, λοιπόν, του Απριλίου 2022 ως προς τους συμβιβασμούς μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, ενώ συνολικά θα . Σε ό,τι δε αφορά τα συνολικά ρωσικά συμφέροντα νομίζω ότι η αντίληψη που θα πρυτανεύσει στην προσέγγιση Τραμπ θα είναι η εξής: Δεν θέλουμε τη Ρωσία να γονατίσει εντελώς διότι δεν θέλουμε τη Ρωσία να γίνει απλό κομμάτι της κινεζικής ηγεμονίας στην Ασία, να εξαρτάται πλήρως από την Κίνα και να προστρέχει ακόμη και στη Βόρεια Κορέα. Θέλουμε μια Ρωσία η οποία κάπως θα στέκει στα πόδια της ως αυτόνομος παράγων απέναντι στην Κίνα, γιατί θεωρούμε ότι η Κίνα είναι η μεγάλη πρόκληση. Αυτή είναι η λογική, νομίζω, θα είναι πίσω από την προσέγγιση της κυβέρνησης Τραμπ.

Απ' ό,τι κατάλαβα, από αυτά που είπατε, οι Κούρδοι, επί της ουσίας, αυτή τη στιγμή, είναι μόνοι τους...

Οι Κούρδοι πάντα ήταν μόνοι τους διότι οι ΗΠΑ και η Δύση τους εργαλειοποίησαν και τους χρησιμοποίησαν, βεβαίως για καλό σκοπό. Για έναν σκοπό ο οποίος ενοχλούσε την Τουρκία, δηλαδή για την εξάλειψη του τζιχαντισμού. Η Δύση αξιοποίησε τους Κούρδους στον πόλεμο εναντίον των πιο ακραίων μορφών του Πολιτικού Ισλάμ, του τζιχαντισμού. Όμως τους έχει εγκαταλείψει στο παρελθόν, όπως ξέρετε, δυστυχώς είναι πιθανό ότι θα τους εγκαταλείψει και στο μέλλον. Γι αυτό και το κουρδικό είναι ένα ανοικτό ζήτημα. Μην ξεχνάτε πως υπάρχει ήδη ένα αυτόνομο κουρδικό κέντρο στο Ιράκ.

Το μεγάλο ερώτημα είναι αν θα επιτραπεί να υπάρξει και ένα άλλο αυτόνομο, ένα δεύτερο κουρδικό κέντρο στη Συρία, σε πλήρη αντίθεση με τις τουρκικές πολιτικές για το ζήτημα. Θα ήταν καταρχήν θετικό με την έννοια ότι θα δημιουργούσε ένα ανάχωμα απέναντι στην επιχειρούμενη τουρκική ηγεμονία στην περιοχή, αλλά είναι εξαιρετικά αβέβαιο αυτή τη στιγμή και είναι, κατά την άποψη μου, έωλο να πούμε κάτι παραπάνω.

Από τη μια έχουμε την οικονομική και στρατιωτική διείσδυση της Τουρκίας στη Συρία, από την άλλη η Άγκυρα επιδιώκει τη δημιουργία τετελεσμένων με τη χάραξη κοινής ΑΟΖ με τη Δαμασκό, με συνέπειες για τα κυριαρχικά και ενεργειακά δικαιώματα της Κύπρου αλλά και της Ελλάδας. Τι επιδιώκει, στην πράξη, ο Ταγίπ Ερντογάν και πώς πιστεύετε ότι θα πρέπει να αντιδράσουν Αθήνα και Λευκωσία; 

Επιδιώκει αυτό που κάποιοι από χρόνια επιμένουμε ότι επιδιώκει. Την περιφερειακή ηγεμονία στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, με υπόβαθρο και μια ενισχυόμενη επιρροή παγκοσμίως σε ρεύματα του Πολιτικού Ισλαμ. Τα σχέδια Ερντογάν αφ΄ενός, όπως είπαμε, αξιοποιούν περαιτέρω την επένδυση στο Πολιτικό Ισλάμ, αφ΄ετέρου βασίζονται σε παλιούς πόθους του βαθέως κράτους της Τουρκίας για ένα σταδιακό κρεσέντο επέκτασης στην περιοχή. Πρόκειται για ένα ιδιότυπο νέο- οθωμανικό Lebensraum, μιας αντίληψης περί ζωτικού χώρου. Αυτό δεν αφορά μόνο τον Ερντογάν, αλλά έχει εντατικοποιηθεί και επιταχυνθεί την τελευταία περίοδο.  

Οπότε δεν αποτελεί έκπληξη αυτή η εξέλιξη. Η Τουρκία προσπαθεί βήμα - βήμα να πετύχει αυτή την ηγεμονία, συνεπώς θέλει την Ελλάδα σε ένα ρόλο περιθωριοποίησης και φινλανδοποίησης. Είναι από ιστορική άποψη τραγικό το γεγονός ότι υπάρχουν σήμερα και ελληνικές φωνές που φαίνεται να υποτάσσονται σε αυτή την προοπτική. 

Τώρα, για το ερώτημα, πώς πρέπει να αντιδράσει η Ελλάδα. Επιμένω επί χρόνια ότι με την Τουρκία χρειαζόμαστε τη σταδιακή, δύσκολη και οικονομικά επώδυνη διαμόρφωση των πολυεπίπεδων προϋποθέσεων για μια βιώσιμη ειρήνη, όχι τη συνεχή αποφυγή «θερμών επεισοδίων» Σήμερα η Ελλάδα πρέπει να εγκαταλείψει την, κατά την άποψη μου, προβληματική προσέγγιση της Διακήρυξης των Αθηνών, η οποία εξαρχής βασιζόταν σε λανθασμένες παραδοχές. Θα πρέπει πολύ επιθετικά στο διπλωματικό επίπεδο να εξηγήσει και στην Ευρωπαϊκή Ένωση - σε όσους θέλουν να ακούσουν, τέλος πάντων - και βεβαίως στο ΝΑΤΟ και βεβαίως στις ΗΠΑ και βεβαίως σε διμερές επίπεδο στη Γαλλία που είναι φίλη και σύμμαχος, και η οποία επίσης βλέπει και για δικούς της λόγους την τουρκική επέκταση με ανησυχία, ότι τα τουρκικά σχέδια θα οδηγήσουν σε σύγκρουση εντός του ΝΑΤΟ και, υπό τις νέες ευρωατλαντικές συνθήκες, θα το διαλύσουν. Αλλά επίσης να επιμείνει για τον ευρύτερο αναθεωρητικό ρόλο της Τουρκίας και στα Εμιράτα, στην Ιορδανία, αλλά και στην Ινδία. Επίσης, για την Ελλάδα, ο συντονισμός με το Ισραήλ είναι σήμερα κρίσιμος όσο ποτέ άλλοτε και η ανάληψη σχετικών πρωτοβουλιών θα πρέπει να αρχίσει άμεσα. Η Αθήνα πρέπει να αφήσει την φοβικότητα απέναντι στην Άγκυρα και να προχωρήσει σε μια εντατική διπλωματική αντεπίθεση σε πολλά επίπεδα. Το επιχείρημα ότι επειδή η Ελλάδα είναι προσωρινό μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας σημαίνει ότι κατά κάποιο τρόπο έχουμε εξασφαλίσει οτιδήποτε ως προς τα κρίσιμα που μας αφορούν είναι, κατά την άποψη μου, έωλο.

Παράλληλα με την απολύτως αναγκαία ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος, χρειάζεται μια διπλωματική και επικοινωνιακή αντεπίθεση. Μια εντατικοποίηση σε διμερή και πολυμερή επίπεδα, ώστε να επισημανθεί ανοικτά ότι η Τουρκία αποτελεί αναθεωρητικό παράγοντα στην περιοχή, αποτελεί ουσιαστικά έναν «νταή» οι επέλαση του οποίου πρέπει με κάποιο τρόπο να ανασχεθεί, και ότι η Ελλάδα έχει κόκκινες γραμμές οι οποίες θα τηρηθούν. Όσο δεν το κάνουμε αυτό θα είναι σαν να υποβοηθούμε εμμέσως τα τουρκικά σχέδια στη σταδιακή, βήμα- βήμα, επίτευξη της περιφερειακής ηγεμονίας. Η επένδυση στο Πολιτικό Ισλάμ έχει αποδώσει καρπούς για την Τουρκία. Δεν μπορεί να επιθυμούμε να αποδώσει καρπούς και η επικοινωνιακή επένδυση σε μια δήθεν καλή σχέση με σκοπό να αποκοιμηθούν και όσοι αντιτίθενται στα σχέδια της τουρκικής περιφερειακής ηγεμονίας. 


*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.