Του Σταύρου Κωνσταντινίδη
Δεν είχα ξεμείνει ποτέ τον Αύγουστο στη μεγάλη πόλη, στην Αθήνα. Η ζωή, όμως, δεν σταματάει ποτέ και οι δουλειές δεν τελειώνουν το καλοκαίρι. Έτσι, οι διακοπές δεν προσχεδιάζονται πάντα εύκολα. Μένεις και αυτοσχεδιάζεις ημιδιακοπές όπου βρίσκεσαι. Εξάλλου, η δουλειά του μηχανικού με αποζημιώνει, με δεκάδες ταξίδια όλο τον χρόνο σε όλη την Ελλάδα. Μήπως ο Αύγουστος της πόλης κρύβει ενδιαφέρον; Εξάλλου με άγχωνε πάντα η μαζική ροή. Ήθελα να γυρίζω όταν οι άλλοι πήγαιναν. Ποτέ δεν μπήκα, ακόμη και νέος, στην ουρά με τα καραβάνια προς Χαλκιδική και πάντα απέφευγα τον Αύγουστο τη γραμμή του Πειραιά προς τα νησιά και, τώρα, απολαμβάνω την Αθήνα έρημη. Θα αρχίσω να φεύγω μετά την αιχμή του Αυγούστου, και κυρίως τον Σεπτέμβριο, όταν χαλαρώσει η ένταση, στο μεταίχμιο της γοητείας των καλοκαιρινών ορίων.
Θυμήθηκα τη δεκαετία του ''80, που ακόμη η μόδα των καλοκαιρινών διακοπών αφορούσε κυρίως τον Ιούλιο, και 1η Αυγούστου είχαμε επιστρέψει στην πόλη, τη Θεσσαλονίκη τότε. Αργότερα, στα χρόνια της δάνειας ευημερίας, το lifestyle επέβαλε τις συνεχείς καλοκαιρινές αποδράσεις του Σαββατοκύριακου και γενναίες συνεχόμενες διακοπές των τριών ή τεσσάρων εβδομάδων τον Αύγουστο. Στην εποχή μας τα πράγματα άλλαξαν, όλα είναι πιο συνετά και εγκρατή πλέον, αλλά οπωσδήποτε τον Αύγουστο οι πόλεις αδειάζουν, οι εικόνες αλλάζουν και με λίγη προσπάθεια μπορείς να παρατηρήσεις λίγο πιο στοχαστικά όλα όσα δεν βλέπεις υπό την πίεση της καθημερινότητας τον υπόλοιπο χρόνο.
Με το αέναο ανεβοκατέβασμα μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης, προσπαθούσα πάντα να καταλάβω, χρόνια τώρα, τη διαφορά στα συναισθήματα που προκαλούν ο αστικός χώρος, το μικροπεριβάλλον, οι καθημερινές διαδρομές. Ο ίδιος άνθρωπος, με τις ίδιες ψυχαναλυτικές αναφορές, σε διαφορετική πόλη, αλλάζει ματιά. Κι έτσι από την Αθήνα βλέπω πιο ψύχραιμα τη Θεσσαλονίκη και το αντίστροφο. Το μεσογειακό εύκρατο άλλοτε υπερισχύει και άλλοτε συνθλίβεται, στη γλυκιά θεσσαλονικιώτικη μελαγχολία. Μαθαίνω σιγά σιγά με τα χρόνια τη σοφία της αποστασιοποίησης. Δεν ερμηνεύεις σωστά, αν δεν πάρεις τη σωστή απόσταση. Δεν επιλύεις πρόβλημα, αν δεν σταματήσεις να είσαι μέρος του. Το εικονογραφημένο στιγμιότυπο από τη θρυλική Σκουφά, θα έμοιαζε φωτογραφικά πολύ με ένα αντίστοιχο της εμβληματικής Διαγωνίου στη Θεσσαλονίκη. Κι όμως, είναι άλλο. Διαφορετικό σε μνήμη, σε κοινωνική φόρτιση, σε ανθρωπογεωγραφικές αποχρώσεις.
Η Αθήνα είναι η δεύτερη πόλη της ζωής. Και μέσα στην Αθήνα, η οδός Σκουφά είναι η δική μου μικροπατρίδα. Τα πρωινά αυτόν τον Αύγουστο θα τριγυρίζω με κέντρο το γραφείο μου. Εκεί, στο γεωμετρικό μέσο της, όμως, μεταξύ Dolce και Ιπποκράτους, εκεί ακριβώς όπου ο υπερφίαλος ευδαιμονισμός του Κολωνακίου ξεθωριάζει κάπως, και εκεί όπου το τραχύ εναλλακτικό στοιχείο των Εξαρχείων απαλύνεται.
Ο άξονας Σκουφά - Ναυαρίνου ενώνει ευθέως και διαγωνίως δύο κόσμους. Σε επίπεδο πολεοδομίας, κοινωνικής σημειολογίας και κυκλοφορίας και αυτό έχει ένα μοναδικό ενδιαφέρον. Δείχνει πώς το αστικό υποσυνείδητο της πόλης μπορεί να συγκλίνει μερικές φορές πιο άμεσα, αδιαμεσολάβητα και ήπια, μεταξύ διακηρυγμένων, φαντασιακών ή μη, κοινωνικών αντιθέσεων. Ανεξάρτητα, όμως, από την ταξική και επαναστατική χρήση των συμβολισμών, η Σκουφά διαπραγματεύεται σκηνογραφικά τις αντιφατικές εκδοχές μέσα στο σώμα της, αλλά στο τέλος ενώνει σαν δρόμος, ως όφειλε.
Στη Σκουφά διατηρώ την περισκοπική αυτή θέα της Αθήνας με διπλά γυαλιά, ειδικά τώρα τον Αύγουστο της νωχέλειας και των απογυμνωμένων δρόμων. Τον θεατρικό σπαραγμό του ριζοσπαστισμού στην κατηφόρα και τη μία πλατεία, και την κινηματογραφίζουσα υποκριτική λάμψη, προς την ανηφόρα και την άλλη πλατεία. Ακουμπάω διακριτικά και ευπροσήγορα τις δύο ψυχές, την αστική και την μποέμ, πάνω ακριβώς στο πιο καυτό όριο της πιο ενδιαφέρουσας και αντιφατικής, αστικής, αθηναϊκής κοινωνικής τοπιογραφίας...
Τα απογεύματα συνειδητά και τρυφερά αιχμαλωτίζομαι στα γοητευτικά στενάκια του Συντάγματος, στη Νίκης, στην Πραξιτέλους, στη Μητροπόλεως, στην αχαρτογράφητη πόλη, πίνοντας γλυκόξινο τζιν τόνικ και στυφό λεμόνι, μιλώντας με τους ανθρώπους που ξέμειναν δουλεύοντας πίσω από την μπάρα, σε ατμοσφαιρικές γωνίες, μέσα σε απόκρυφες στοές, σαν μαγικές αυλές. Αδημονώντας για τα απογεύματα του Συντάγματος, καθυστερώ εντέχνως τη Σαντορίνη και τις Κυκλάδες για μετά τον Αύγουστο.
Ο χρόνος έχει ταχύτητες εσωτερικές. Άλλες φορές διαστέλλεται θριαμβευτικά και άλλες σμικραίνει στριμωγμένος. Ανύποπτες στοές, διαγώνια δρομάκια, ζωντανά πορτρέτα. Φωτογραφίες που δεν τραβιούνται, αλλά αναβοσβήνουν φανταστικά σαν έμπνευση. Από τον Σεπτέμβριο τα μικροταξίδια στην Ελλάδα. Λέω να τη διατρέξω χιαστί. Από Θεσσαλονίκη μέχρι Μεσσηνία, από Σαντορίνη έως Κεφαλλονιά. Πάντα μου άρεσαν οι σύντομες, πυκνές επισκέψεις. Η αδημονία της άφιξης ταυτίζεται σχεδόν με τη λύπη της αναχώρησης. Κοφτά, γρήγορα, γεμάτα όμως.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής, 2 Αυγούστου