Κανένας δεν μπορεί να ξέρει πόσο σταθερή ούτε πόσο συνεπής θα αποδειχθεί η διακηρυσσόμενη από την Διοίκηση Μπάιντεν σύνδεση της αμερικανικής διπλωματίας με τις πολιτικές ελευθερίες και τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Τρία πράγματα είναι, ωστόσο, σίγουρα:
Το πρώτο είναι ότι πολιτικές ελευθερίες και δημοκρατικοί θεσμοί συνιστούσαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο την διαφορά ανάμεσα στον γιαυτό ακριβώς επονομαζόμενο "ελεύθερο κόσμο" και τις "αυτοκρατορίες του αυταρχισμού". Είτε αυτές ήταν ολοκληρωτικού-μονοκομματικού χαρακτήρα, όπως η σοβιετική. Είτε αποτελούσαν παραλλαγές μοναρχικών καθεστώτων που άλλοτε αποτελούσαν μεταλλάξεις παραδοσιακών κληρονομικών ηγεμονιών, άλλοτε ήταν θεοκρατικές και άλλοτε στρατιωτικές δικτατορίες του τύπου που επιβλήθηκε στα προερχόμενα από εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες νέα ή παλαιότερα κράτη του λεγόμενου τρίτου κόσμου καθώς και στο σύνολο σχεδόν των αραβικών ή ισλαμιστικών κρατών.
Μεσούντος του ψυχρού πολέμου στα καθεστώτα αυτά προστέθηκαν εκείνα που θα αποτελούσαν την "μαύρη κηλίδα" της Δύσης: οι στρατιωτικές χούντες που, με τις ευλογίες της Αμερικής, κατέλαβαν την εξουσία, κυρίως στην Λατινική Αμερική, πριν εξαχθούν στην Ευρώπη το 1967 από τους Έλληνες συνταγματάρχες και έρθουν να συμπληρώσουν την ποικιλία των αντικομμουνιστικών δικτατοριών τύπου Φράνκο στην Ισπανία και Σαλαζάρ στην Πορτογαλία. Από αυτά, όμως μόνον η Ελλάδα, που ήταν ιδρυτικό μέλος του ΝΑΤΟ, ανήκε στην βορειοατλαντική συμμαχία μαζί με την Τουρκία που ουδέποτε στην πραγματικότητα διακρίθηκε για τις δημοκρατικές της παραδόσεις. Ακόμα και επί Κεμάλ Ατατούρκ τελούσε υπό την πολιτική κηδεμονία των στρατιωτικών αποτελώντας από μόνη της μια ξεχωριστή κατηγορία. Όπως ξεχωριστή ήταν η κατηγορία των μονοκομματικών καθεστώτων των αραβικών κρατών την εξουσία των οποίων ασκούσε το Μπάαθ ('Αναγέννηση'), αυτό το ιδιότυπο κίνημα-κράμα αραβικού εθνικισμού, παναραβισμού, σοσιαλισμού και αντιιμπεριαλισμού που ξεκίνησε από την Συρία, ζητούσε την ενοποίηση του αραβικού κόσμου, εξαπλώθηκε σε αυτόν, αλλά, εκτός από την Συρία, κυβέρνησε μόνον στο Ιράκ διατηρώντας, όμως, πάντα με την Σοβιετική Ένωση προνομιακές σχέσεις.
Μέχρι τουλάχιστον την Ιρανική επανάσταση του 1979. Η τελευταία ξέσπασε, αιφνιδιάζοντας τους πάντες, σε μια χώρα-ανερχόμενη περιφερειακή δύναμη και αμυντική εμπροσθοφυλακή της Δύσης. Ευρώπη και Αμερική καμάρωναν για την ταχύτητα με την οποία ο Σάχης την εκσυγχρόνιζε και την ανέπτυσσε. Έως ότου κατάλαβαν ότι δεν είχε έρθει μόνον για να ανατρέψει την Δυναστεία των Παχλαβί, αλλά για να κάνει μιαν μεγάλη ανατροπή θέτοντας το πανίσχυρο μοναρχικό κράτος όχι στην υπηρεσία του έθνους, όπως είχαν κάνει τα αυταρχικά αντιαποικιοκρατικά καθεστώτα στον αραβικό κόσμο, αλλά στην υπηρεσία του Ισλάμ.
Και ενώ την πολιτικοποίηση των αγιατολάδων και του κινήματος των "Φρουρών της Επανάστασης" θα ακολουθούσε ύστερα από μερικά χρόνια η "απομάγευση" του θεοκρατικού καθεστώτος που εγκατέστησαν και η σταδιακή επιστροφή της περσικής κοινωνίας στους "απαγορευμένους καρπούς" της δυτικής κουλτούρας, η επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό δεν θα γινόταν ποτέ. Αντιθέτως θα άρχιζε έκτοτε η αφύπνιση του ισλαμισμού που θα εξαπλωνόταν από το Πακιστάν και την Νοτιοανατολική Ασία μέχρι το Μαλί και την Νιγηρία περνώντας από το Αφγανιστάν και την Υεμένη ευαγγελιζόμενος μεταξύ άλλων και τον εξισλαμισμό της Δύσης αφού προηγουμένως θα χρησιμοποιούσε ως ορμητήριό του το Χαλιφάτο του ISIS.
Μπορεί το τελευταίο να ήταν το δημιούργημα ενός πιο ριζοσπαστικοποιημένου από την Αλ-Κάιντα κλάδου του φονταμανταλιστικού κινήματος, αλλά δεν συνάντησε την παραμικρή εναντίωση του λεγόμενου "μετριοπαθούς Ισλάμ" σε καμιά μάλιστα από τις ηπείρους που έβαλε στο στόχαστρό του, της Ευρώπης μη εξαιρουμένης.
Το δεύτερο πράγμα που είναι σίγουρο είναι ότι ακριβώς στο βαθμό που η αμερικανική διπλωματία θα ξαναγίνεται εξωστρεφής αναλαμβάνοντας και πάλι πλανητικό ρόλο με "σταυροφορικό" περιεχόμενο υπέρ των πολιτικών ελευθεριών και των δημοκρατικών θεσμών, θα ξαναβρίσκει μπροστά της την πρόκληση ενός ριζοσπαστικοποιημένου πολιτικού ισλαμισμού, που μπορεί να βρίσκεται σε κλοιό, αλλά κάθε άλλο παρά λιγότερο επιθετικός και ολοκληρωτικός έχει καταστεί.
Είναι εξάλλου χαρακτηριστικό ότι ακόμα και οι μετριοπαθείς ηγεσίες των ανά τον κόσμο μουσουλμανικών κοινοτήτων διστάζουν ακόμα, για να μην πω ότι αρνούνται, να πάρουν τις αποστάσεις τους από τις διακηρύξεις που θέτουν την ισλαμιστική Ούμα υπεράνω όλων.
Δεν είναι άλλωστε συμπτωματικό το γεγονός ότι μόλις πριν από τέσσερα χρόνια ότι ο Σύρος πολιτικός αντίπαλος του Άσαντ Γιασίν Αλ-Χαζ Σαλέχ επιβεβαίωνε την πίστη των απανταχού ισλαμιστών σε τέσσερις θεμελιώδης για αυτούς ιδέες:
Την άρνηση του διαχωρισμού της θρησκείας από την βία και της απονομιμοποίησής της στο όνομα του Ισλάμ.
Την φαντασίωση περί επανασύστασης μιας Ισλαμικής Αυτοκρατορίας με στόχο την κατάκτηση του κόσμου όπως ήταν και η αποστολή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Την περιφρόνηση προς την έννοια και την λειτουργία του Έθνους-Κράτους και την υποκατάστασή τους από την έννοια του Ισλαμικού Κράτους που αφομοιώνει και συγχωνεύει τα υφιστάμενα κράτη στην μουσουλμανική αδελφότητα (Ούμμα). Κεντρική ιδέα για τους Αδελφούς Μουσουλμάνους.
Την καθολική εφαρμογή της σαρία, του δρόμου δηλαδή της ορθοπραξίας που οφείλει να ακολουθεί στην καθημερινότητά του κάθε καλός μουσουλμάνος υπακούοντας στον νόμο του κορανίου όπως κάθε φορά ερμηνεύεται από τους μουφτήδες που αποδίδουν και την δικαιοσύνη.
Στα χρόνια που προηγήθηκαν, η Δύση αποδείχτηκε τυφλή μπροστά στο ισλαμικό φααινόμενο. Ούτε το κατάλαβε. Ούτε συνειδητοποίησε την δυναμική του. Ούτε αντιλήφθηκε τι ήταν αυτό που έκανε την διαφορά του από τα γνωστά φαινόμενα της δικής της ιστορίας. Ούτε σε τι συνιστάτο η φύση του και η δύναμή του. Όπως δεν πήρε ποτέ χαμπάρι πώς έγινε η Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν. Ούτε πώς η "Αραβική Άνοιξη" έφερε τους Αδελφούς Μουσουλμάνους στην εξουσία στην Τυνησία από την οποία ξεκίνησε. Ούτε πώς και πότε ο εκσυγχρονιστής Ερντογάν αποκαλύφθηκε ως ένας υπερασπιστής του. Όπως δεν κατάλαβε ούτε πώς και γιατί έπεσαν οι Δίδυμοι Πύργοι στην Νέα Υόρκη ή έγιναν οι σφαγές του Σαρλί Εμπντό και του Μπατακλάν στο Παρίσι.
Αν για την αμερικανική, και όχι μόνον, διπλωματία η χθεσινή απαγόρευση της λειτουργίας του τρίτου μεγαλύτερου κόμματος της Τουρκίας, που είναι το Κουρδικό, είναι ένα γάντι που ο Ερντογάν της πετάει επιδεικτικά, ο ρόλος που μπορεί να ονειρεύεται να παίξει ως νέος Οθωμανός Σουλτάνος ταγμένος να εκπληρώνει το ιερό καθήκον του εξισλαμισμού της Ευρώπης, συνιστά μια άλλη πρόκληση στην οποία Ευρώπη και Αμερική θα πρέπει να βρουν πώς θα την διαχειριστούν, αν δεν θέλουν να ξαναζήσουν τις δυσάρεστες εκπλήξεις που τους επεφύλαξε το επικίνδυνο παιχνίδι με την φωτιά που έπαιξαν τα τελευταία πολλά χρόνια κάνοντας τον λάθος υπολογισμό ότι οι φονταμανταλιστές του Ισλάμ θα μπορούσαν να γίνουν εχθροί των εχθρών τους, όπως στο Αφγανιστάν, ή σύμμαχοί τους στην προσπάθεια να διασώσουν τις βασικές αρχές της δυτικής "ανοιχτής κοινωνίας".
Το τρίτο, τέλος, πράγμα που είναι σίγουρο είναι ακριβώς ότι η αποτελεσματικότητα της υπεράσπισης της "ανοιχτής κοινωνίας" των πολιτικών ελευθεριών και των δημοκρατικών θεσμών απέναντι στις ¨κλειστές κοινωνίες" του ανατολικού δεσποτισμού δεν εξαρτάται τόσο από την αποτελεσματικότητα που μπορεί να έχει ένας νέος ψυχρός πόλεμος εναντίον τους. Αλλά και από την ανταγωνιστικότητα του δυτικού πολιτικοοικονομικού και κοινωνικού παραδείγματος απέναντι σε αυτό που κάνει την Κίνα να κερδίζει ταυτόχρονα την μάχη με την πανδημία και τον πόλεμο για την κυριαρχία στην εποχή της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης. `Συνασπιζόμενη ίσως και με μια Ρωσία που μπορεί να μην έχει τις τεχνολογικές και παραγωγικές δυνατότητες της Κίνας, δεν παύει, όμως, να χειρίζεται επιτυχώς προκλήσεις, όπως οι γεωπολιτικές στην Ανατολική Μεσόγειο ή οι υγειονομικές με τα εμβόλια κατά της πανδημίας.
Η υπεροχή της Δύσης τις προηγούμενες δεκαετίες οφείλεται στο γεγονός ότι αποδείκνυε συνεχώς ότι η ελευθερία, η δημοκρατία και τα ατομικά δικαιώματα δεν ήταν μόνον ιδεολογικά συνθήματα. Ήταν και οι αντικειμενικές προϋποθέσεις που, πέραν των άλλων αξιών, παρήγαγαν φαντασία, δημιουργικότητα, πλούτο, ανάπτυξη και ευημερία.
Αν στις δεκαετίες που έρχονται αποδειχθεί ότι τα αυταρχικά καθεστώτα μπορεί να στερούν ελευθερίες, αλλά ταυτόχρονα μπορούν να παράγουν και επιτεύγματα ζωτικής σημασίας για τους ανθρώπους, η σύγκρισή τους με την δημοκρατία θα αρχίσει να θυμίζει την σύγκριση της Γαλλικής με την μετα-βιομηχανική επανάσταση. Ιδιαίτερα τώρα που οι σχέσεις του αντιπροσωπευτικού συστήματος της Δυτικής Δημοκρατίας δεν διανύουν την καλύτερη περίοδο της ιστορίας τους.