Μεγάλη Τρίτη σήμερα και το βράδυ ψάλλεται στις Εκκλησίες των Χριστιανών ο όρθρος της Μεγάλης Τετάρτης στην υμνολογία του οποίου κεντρικό γεγονός είναι η μεταστροφή της πόρνης που άλειψε με μύρο τα πόδια του Ιησού κι έπειτα τα σκούπισε με τα μακριά μαλλιά της. Ένα από τα πιο όμορφα και πιο δημοφιλή τροπάρια, της Κασσιανής, περιγράφει αυτό το θέμα.
Το Τροπάριο της Κασσιανής, είναι ένα αριστούργημα: συγκινητικό, πλήρες, κομψό, γεμάτο μεστά νοήματα και εκφραστικό πλούτο, υπέροχο. Και ο θρύλος που το συνοδεύει, είναι κι αυτός θαυμάσιος. Ενέπνευσε τον 17ετή Μίκη Θεοδωράκη να συνθέσει έργο που παρουσιάστηκε το 1942 στην Τρίπολη.
Η μοναχή Κασσιανή, ή Κασσία, ή Ικασία, γεννήθηκε περίπου στα 810. Η πένα της, που ήταν απαράμιλλη, συνέτεινε στο να επισκιαστούν οι σύγχρονές της υμνογράφοι- μελωδοί. Θεωρείται η πλέον επιφανής γυναίκα μελωδός στο Βυζάντιο. Πατριάρχες της εποχής σφετερίστηκαν τα κείμενά της και μέχρι σήμερα πιστεύουμε πως εκείνοι τα έγραψαν…
Η Κασσιανή ήταν ανάμεσα στις παρθένες ευγενικής καταγωγής που συνάντησε ο Θεόφιλος για να επιλέξει ανάμεσά τους τη μέλλουσα σύζυγό του. Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για γεγονός ή για μύθο, πάντως αναφέρεται μια συναρπαστική σκηνή. Η νεαρή κοπέλα θάμπωσε με την ομορφιά της τον νεαρό και ήθελε να της δώσει το χρυσό μήλο. Όμως, έκανε το λάθος να της μιλήσει.
«Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα» (από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά) της είπε ο αυτοκράτορας, έχοντας υπόψη του την Εύα. Εκείνη είχε άποψη και την είπε: «αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείτω» του απάντησε (αλλά και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλά) έχοντας στο νου της την Παναγία.
Ο Θεόφιλος ταράχθηκε, προχώρησε στην επομένη, τη Θεοδώρα, και της έδωσε το μήλο.
Ωστόσο, ο διάλογος αυτός δεν είναι πρωτότυπος ενώ και η σκηνή πιστεύεται ότι είναι μύθος. Ο διάλογος βρίσκεται σε λόγο Εις τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου που αποδίδεται στον Χρυσόστομο ή τον Γρηγόριο τον Θαυματουργό, αλλά μάλλον προέρχεται από τον Πρόκλο Κωνσταντινουπόλεως (434-446).
Κατ' άλλους οι διηγήσεις του επεισοδίου εμφανίζονται 100 περίπου χρόνια αφού έζησε ο Θεόφιλος, ενώ το διήγημα περιέχει μοτίβα από την περιοχή του μύθου και της μεταγενέστερης δημώδους παράδοσης η οποία δημιουργήθηκε σταδιακά μέσα στους εικονολατρικούς κύκλους ως αντίδραση ενάντια στο μεροληπτικό εγκώμιο της αυτοκράτειρας Θεοδώρας.
Πώς έγινε μοναχή
Η Κασσιανή, που από πολύ ενωρίς είχε την πνευματική καθοδήγηση του Θεόδωρου Στουδίτη, το 843 ίδρυσε κοινόβιο μοναστήρι στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με το μύθο μόνασε καθώς δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το γεγονός ότι δεν παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα. Αλλά ούτε και ο Θεόφιλος μπόρεσε να την ξεπεράσει.
Το μοναστήρι ανεγέρθηκε με δικά της χρήματα και εκείνη αφιερώθηκε στη λατρεία του Χριστού και στην ποίηση. Συνέθετε εκκλησιαστικούς ύμνους, τροπάρια, ιδιόμελα, αξιοποιώντας το σπουδαίο ταλέντο της. Εγραψε 50 ύμνους, από τους οποίους οι 23 περιλαμβάνονται στα λειτουργικά βιβλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επίσης, μέχρι σήμερα έχουν διασωθεί 789 μη λειτουργικοί της στίχοι, κυρίως «γνωμικά» (ήταν η μόνη γυναίκα που έγραψε «Γνώμες» στο Βυζάντιο, ένα είδος με σύντομα κείμενα, σαν αποφθέγματα που συνέχιζε την αρχαία παράδοση.) Το μοναστήρι αυτό συνεργαζόταν με την γειτονική Μονή Στουδίου, η οποία έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επανέκδοση βυζαντινών λειτουργικών βιβλίων τον 9ο και το 10ο αιώνα, με αποτέλεσμα τη διάσωση των έργων της.
Όμως μια μέρα, ο Θεόφιλος την επισκέφθηκε στο μοναστήρι. Εκείνη δεν επιθυμούσε να τον αντικρίσει και κρύφτηκε, αφήνοντας στο τραπέζι τον ύμνο του τροπαρίου μισοτελειωμένο. Σύμφωνα με το μύθο, ο αυτοκράτορας βούτηξε τι φτερό στο μελάνι και τον συμπλήρωσε προσθέτοντας τον στίχο: «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». (Ενώ ήταν στον παράδεισο, η Εύα, το δειλινό, άκουσε κρότο και από τον φόβο της κρύφτηκε υποτίθεται πως είναι η μετάφραση. Στην πραγματικότητα, η Εύα δεν θα μπορούσε να είναι παρά ως «ούσα» και όχι «ων». Το «ων» ταιριάζει στους «αχράντους πόδας» του Θεού που αναφέρονται στον προηγούμενο στίχο και η μετάφραση γίνεται: των οποίων τον κρότο (των άχραντων ποδών) αφού/ επειδή άκουσε στον παράδεισο η Εύα το δειλινό, κρύφτηκε από φόβο). Εκείνη δεν διέγραψε τη φράση, αντίθετα συνέχισε και ολοκλήρωσε το έργο της.
Η Κασσιανή εμπνεύστηκε το Ιδιόμελο αυτό τροπάριο από τα λόγια των Ευαγγελιστών, που δεν αναφέρονται στη Μαρία τη Μαγδαληνή, αλλά στην ανώνυμη αμαρτωλή γυναίκα, τη μοιχαλίδα, που ο Χριστός έσωσε από βέβαιο λιθοβολισμό του έξαλλου πλήθους των Φαρισαίων για το ηθικό της παράπτωμα, με εκείνα τα λόγια Του: «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω επ’ αυτήν». Και όταν αργότερα ο Ιησούς βρέθηκε στο σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου του λεπρού, η αμαρτωλή εκείνη γυναίκα αισθάνθηκε την ανάγκη να του εκφράσει τον ευγνωμοσύνη και την αφοσίωσή της. Αγόρασε αρώματα, ντύθηκε σεμνά και με δάκρυα έπλυνε τα πόδια του Χριστού και τα σκούπισε με τα λυτά μαλλιά της.
Κατά τον Βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ: “«H Κασσιανή ήταν μία εξαίρετη μορφή και ότι το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης αναφερόμενος στο έργο της είπε : «Το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου».
Οι τρεις «Κασσιανές»
Ο Μίκης Θεοδωράκης, σε ηλικία 17 ετών έγραψε το πρώτο πολυφωνικό του έργο, που ήταν το τροπάριο της Κασσιανής για τετράφωνη χορωδία.
Τη Μεγάλη Τρίτη του 1942 στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας στην Τρίπολη έγινε η πρώτη δημόσια εκτέλεσή του. Μάλιστα επικράτησε σε διαγωνισμό μεταξύ τριών Κασσιανών που ψάλθηκαν στις εκκλησίες της Τρίπολης.
40 χρόνια μετά ο Θεοδωράκης επιστρέφει στην Τρίπολη και αναπαλαιώνει το έργο, που παρουσιάστηκε στην εκκλησία του Αγ.Βασιλείου στην Τρίπολη, 27 του Μαρτίου του 1983.
Για το γεγονός γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης στην Αυτοβιογραφία του «Οι Δρόμοι του Αρχάγγελου» Τόμος Α:
«Στα 1942, τη Μεγάλη Τρίτη, η Τριπολιτσά είχε αναστατωθεί από τη μάχη των τριών Κασσιανών, όπως την ονόμασαν. Το τύπωμα και το μοίρασμα διαφημιστικών προκηρύξεων, που προκάλεσε την παρέμβαση των αρχών κατοχής και ο αφορισμός από το δεσπότη του Γιάννη Κούρου με την απαγόρευση να δοθεί η «Κασσιανή» του στη μητρόπολη, προσέδωσε εκρηκτικό χαρακτήρα στην ατμόσφαιρα. Εκτός από τον Κούρο, ο καθηγητής μου κ. Παπασταθόπουλος είχε γράψει τη δική του «Κασσιανή», που θα την ερμήνευε ο ΜΟΤ (Μουσικός ‘Όμιλος Τριπόλεως) στον Προφήτη Ηλία, κι εγώ τη δική μου, που θα τη δίναμε στην Αγία Βαρβάρα. Ο Κούρος βρήκε τελικά κάποιο ξωκλήσι.
Το έργο του ήταν στηριγμένο στην Αρκαδική Μουσική, δηλαδή μια απλούστευση της βυζαντινής, δικής του επινοήσεως. Ο ίδιος ήταν καθηγητής ιχνογραφίας στο γυμνάσιο, δεξιός ψάλτης στον Αη-Βασίλη, τη μητρόπολη, και κυρίως μέγας τραγουδιστής, με ειδικότητα τα επιτραπέζια «κολοκοτρωναίικα», όπως είναι γνωστά. Πολύ ψηλός, ξερακιανός, θυμόσοφος, καλαμπουρτζής και γερό ποτήρι, αποτελούσε ένα ζωντανό θρύλο. Στην «Κασσιανή» του, στη φράση «ως εν τω Παραδείσω», είχε βάλει φωνές που έκαναν «τσίου-τσίου», δηλαδή τα πουλιά του Παραδείσου, πράγμα που έδινε χειροπιαστά την εικόνα και ίσως γι’ αυτήν την τόλμη ο δεσπότης τον αφόρισε: Δεδομένου ότι η βυζαντινή τέχνη θα πρέπει να παραμένει απογυμνωμένη από ειδωλολατρικά τερτίπια, όπως είναι τα «πουλάκια» ή τα μουσικά όργανα ή μια νέα αντίληψη για τη μελοποίηση, που να ξεφεύγει από τα ιερά πρότυπα και την παράδοση της εκκλησίας.
Από τις εκκλησίες σε ταβέρνα
Η σύνθεση της δικής μου «Κασσιανής» έγινε στις αρχές του 1942. Τότε είχα μια δική μου τετράφωνη χορωδία στην Αγία Βαρβάρα, για το μέρος της Λειτουργίας. Έγραφα «Χερουβικά», «Σε υμνούμεν» και άλλα μέρη. Άρχισα τις πρόβες αμέσως. Κάθε φωνή ξεχωριστά. Έτσι κάθε μέρα δούλευα τέσσερις ώρες μόνο για τις φωνές. Ανακάλυψα και ένα θαυμάσιο βαρύτονο — ήταν μόνιμος επιλοχίας — για τον οποίο έγραψα ένα μεγάλο σόλο. Στη δική μας εκτέλεση, στην Αγία Βαρβάρα, χάρη στον πατέρα μου, ήρθαν οι αρχές της πόλης. Ο Παπανούτσος (σ.σ. ο Ευάγγελος, που ήταν τότε διευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας) μας έφερε την ιντελιγκέντσια. Ο κόσμος πατείς με πατώ σε. Ψάλαμε από το γυναικωνίτη με μεγάλο τρακ και συγκίνηση. Ακόμα θυμάμαι το φάλτσο που έκανε ο Τάκης, που ως συνήθως τραγουδούσε πάντα λίγο χαμηλά. Τον είδα να τεντώνει το λαιμό του και είπα: «Τώρα θα το κάνει», και το έκανε. Αυτό έσπασε τη μαγεία της στιγμής. Ο Παπανούτσος, όλος χαρά, μας έσφιγγε τα χέρια στο προαύλιο της αυλής. Μετά και οι τρεις χορωδίες σμίξαμε σε μια υπόγεια ταβέρνα. Φάγαμε, ήπιαμε και, οι αθεόφοβοι, ψάλαμε και τις τρεις «Κασσιανές». Η συναυλία Μεϊντανή επαναλήφθηκε σε λίγο καιρό, σε κεντρικό κινηματογράφο.
Εκτός από το ελληνικό κοινό ήρθαν σχεδόν όλοι οι Ιταλοί αξιωματικοί, από τους οποίους ένας μουσικός-μαέστρος θέλησε να με γνωρίσει καλύτερα και παρακολουθούσε τις πρόβες της εκκλησιαστικής χορωδίας. Στον ίδιο κινηματογράφο, εκείνη την εποχή, παίχτηκε ένα γερμανικό φιλμ με φόντο την εκτέλεση της «Ένατης» του Μπετόβεν. Θυμάμαι ακόμα το σκηνικό. Ένα μεγάλο χολ, με άσπρες μαρμάρινες σκάλες, γεμάτες γυναίκες και άντρες τραγουδιστές. Έχασα τα μυαλά μου.
Από την άλλη μέρα κιόλας σηκώθηκα στην τάξη και δήλωσα στον κ. Λυκάκη, το μαθηματικό, που με εκτιμούσε ξεχωριστά, γιατί ως τότε παρακολουθούσα με πάθος την άλγεβρα και την τριγωνομετρία (ως και για τη θεωρία της Σχετικότητας κουβεντιάζαμε μαζί) — και του λέω: «Επειδή δε θέλω να σας κοροϊδέψω, σας δηλώνω ότι από δω και στο εξής μ’ ενδιαφέρει μόνο η Μουσική. Αυτό το βιβλίο που κρατώ είναι βιβλίο Μουσικής. Κι εδώ θα διαβάζω τέτοια βιβλία. Τα μαθήματα του σχολείου δε μ’ ενδιαφέρουν. Ούτε τα μαθηματικά. Έρχομαι υποχρεωτικά. Αν θέλετε, μπορείτε να με αποβάλετε…».