Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Ιδίως τα Σαββατοκύριακα, διαβάζω πολλά κείμενα από φίλους αρθρογράφους και σχολιαστές σε έντυπα, σάιτ, στο Facebook και αλλού. Το κάνω και τις καθημερινές, αλλά —μολονότι η δική μου δουλειά δεν έχει πενθήμερο— τα Σαββατοκύριακα επενδύω περισσότερο χρόνο για να μου φαίνεται πιο ανέμελη η Κυριακή: πιο κυριακάτικη…
Λέω «από φίλους αρθρογράφους και σχολιαστές» γιατί ποτέ δεν έχω διαβάσει κανένα κείμενο από ανθρώπους που πρόσκεινται στην κυβέρνηση. (Λέγοντας «πρόσκεινται» δεν εννοώ κατ' ανάγκην ιδεολογικά, μπορεί απλώς επαγγελματικά). Ακούγεται σε κάποιους περίεργο, αφελές ή και ανόητο, αλλά πράγματι δεν το έχω κάνει ποτέ. Παρά ταύτα, έχω την απόλυτη βεβαιότητα ότι θα μπορούσα να έγραφα με μεγάλη επάρκεια και επιτυχία τέτοιου είδους κείμενα. Δεν είναι δύσκολο? πολλοί (μπορούν να) το κάνουν. Για έναν επαγγελματία, μάλιστα, για κάποιον που βγάζει το ψωμί του με τις λέξεις, θα ήταν παιχνιδάκι. Μάλιστα, και δεν το λέω χαριτολογώντας, ούτε τούρκικο έχω πιει ποτέ μου, αλλά λέω με μεγάλη επιτυχία το φλιτζάνι: περί αυτού πρόκειται.
Το έχω ξαναπεί: περιφρουρώ τον εαυτό μου από οτιδήποτε θα με έβγαζε από την όποια ψυχική βολή έχω. Είναι τόσο πολλές και θηριώδεις οι δυσκολίες της καθημερινότητας —τα λεφτά που δεν υπάρχουν, τα μικρά ή μεγαλύτερα θέματα υγείας που μας τραβούν απ' το μανίκι, το μέλλον που φαίνεται να έρχεται όπως μια καταιγίδα που πλησιάζει—, είναι τόσα και τέτοια τα πραγματικά προβλήματα της ζωής, που δεν μου είναι απαραίτητο άλλο ένα — αυτό της ανάγνωσης άρθρων και αναρτήσεων, δηλαδή, που λένε πόσο καλή είναι η κυβέρνησή μας, πόσο εξαπατήθηκε από τους άσπονδους φίλους της, πόσο καλύτερα θα τα πήγαινε αν της δινόταν άλλη μία ευκαιρία, πόσοι αυτοκτονούσαν πριν πάρει τα ηνία η ίδια και πόσο άπαντες αγάπησαν τη ζωή αφότου έκαμε την επανάσταση, ή πόσο από το αίμα μας θα πίνει ο Μητσοτάκης από τις 8 του μηνός Ιουλίου και μετά κ.ο.κ. Κανείς οφείλει να διατηρεί κάπως την ψυχραιμία του. Έχουμε ευθύνη έναντι όσων μάς έχουν έγνοια. Αυτό ισχύει γενικώς, αλλά μάλιστα ένας αψίκορος χαρακτήρας όπως ο δικός μου δεν θέλει και πολλά για να κυριευτεί από πάθος και να μη βαστιέται.
Οπότε: echo chamber. Διαβάζω, ακούω, συζητώ μόνο με όποιον έχει ολόιδιες απόψεις με τις δικές μου σε έναν Δεκάλογο που έχω καταρτίσει. (Με το «ολόιδιες» εννοώ ολόιδιες, ταυτόσημες, καρμπόν, όχι ναι μεν αλλά). Το αντίθετο θα με αρρώσταινε, πρώτον, και δεν θα προσέθετε ούτε ιώτα σε όσα ξέρω. Δεν υπάρχει ΠΟΤΕ το ΠΑΡΑΜΙΚΡΟ για να μάθεις από την προπαγάνδα. Ποτέ και το παραμικρό.
Πράγμα φυσικά που δεν ισχύει μόνο για μένα: είναι καθολική αλήθεια. Όλοι μας ξέρουμε τι πρόκειται να διαβάσουμε απλώς βλέποντας το όνομα του υπογράφοντος, διαβάζοντας τον τίτλο του εντύπου, λοξοκοιτώντας το οπτικό στιλ του κειμένου κλπ. κλπ., όπως ακριβώς ξέρουμε τι συνθήματα λέει το πέταλο των οργανωμένων οπαδών του αιωνίου αντιπάλου μας στην μπάλα όταν παίζουν εντός μαζί μας. Αλλά πολλοί —οι περισσότεροι— δεν το αποφεύγουν, ισχυριζόμενοι (εννοώ: εκλογικεύοντας και ισχυριζόμενοι) πως «οφείλουμε να γνωρίζουμε τον λόγο και τα επιχειρήματα του ιδεολογικού αντιπάλου». Μια μπούρδα δηλαδή. Μια χαρά τα γνωρίζουμε — δεν χρειάζεται να πηγαίνουμε οικεία βουλήσει και στο πέταλό τους όταν παίζουν εντός μαζί μας.
Παρά ταύτα όμως, κείμενα από φίλους αρθρογράφους και σχολιαστές διαβάζω. Παίρνω πολλά μαθήματα, χαίρομαι με την καλλιέπεια και τον ευφυή τρόπο παράθεσης επιχειρημάτων από κάποιους, θαυμάζω και ζηλεύω το στιλ ορισμένων. Και βέβαια οπλίζομαι με ελπίδα όποτε πέφτω πάνω σε αναλύσεις που λένε τι καλό μπορεί να γίνει αύριο αν όλα πάνε κατ' ευχήν. Αυτό είναι το σημαντικότερο, γιατί η πραγματική μου ευθύνη ως πολίτη δεν είναι να ανακατεύομαι με όλα αυτά: είναι να παράγω. Τα υπόλοιπα παρέλκουν.
Λοιπόν, υπάρχουν πολλά κείμενα σαν κι αυτά που περιγράφω: αυτά που γράφουν άνθρωποι με τους οποίους συμφωνούμε. Δεκάδες δημοσιεύονται καθημερινά. Γι' αυτό και εκεί ακόμα χρειάζεται αυτοσυγκράτηση και επιλογή: ξεσκαρτάρισμα. Γιατί; Γιατί μπορεί κανείς εύκολα να χαθεί μέσα στον ωκεανό των λέξεων — και συμπαθάτε με για τη «γλαφυρότητα». Υπολογίζω σε πάνω από ένα εκατομμύριο μηνιαίως τις λέξεις που θα μπορούσε να καταναλώσει κάποιος, αν ήθελε να διαβάσει όλα τα κείμενα που τον ενδιαφέρουν —από απλές αναρτήσεις μέχρι εξαιρετικά εμπεριστατωμένα κυριακάτικα άρθρα? αν και πολλές απλές αναρτήσεις είναι σπουδαίες—, όλα τα κείμενα με τα οποία συμφωνεί: αυτά που του μοιάζουν. Αλλά: αλλά από την απέναντι μεριά, γράφονται άλλα τόσα. Μην πω και πολύ περισσότερα.
Τι θέλω να πω; Το εξής. Ότι, αν κανείς διέθετε ένα ολόκληρο οχτάωρο την ημέρα, και με δεδομένο ότι κάποιος διαβάζει κατά μέσον όρο 200 λέξεις το λεπτό, δεν θα προλάβαινε ποτέ να τελειώσει όλα τα κείμενα που γράφονται και δημοσιεύονται κατά τον χρόνο που διαβάζει, και μάλιστα σαν να 'ναι αόρατος, χωρίς δηλαδή να συμμετέχει ο ίδιος. Μετά από κάθε παράγραφο που θα τελείωνε, θα είχε γραφτεί άλλη μία.
Τα κείμενα, οι λέξεις, είναι περισσότερα από τον χρόνο που μπορούμε να διαθέσουμε. Οι λέξεις είναι ατέλειωτες, σε αντίθεση με τον «ελεύθερο» χρόνο μας, τις απαιτήσεις και την υπομονή μας. Και δεν μιλούμε καν εδώ για τις λέξεις των ραδιοφώνων και των τηλεοράσεων. Μόνο για τα γραπτά κείμενα και κειμενάκια αναφερόμαστε.
Και όμως, πολλοί το κάνουν. Μεγάλα θύματα της Κρίσης για τα οποία ποτέ κανείς δεν θα χύσει ένα δάκρυ, έχουν πέσει με το κεφάλι στην κινούμενη άμμο της κατανάλωσης πολεμικών κειμένων — ακόμη χειρότερα: υψηλό ποσοστό όλων αυτών συμμετέχουν κιόλας, εμπλεκόμενοι σε διαξιφισμούς, έντονες συζητήσεις, σόου λεκτικών προπηλακισμών, κοχλιώδεις μάχες αντικρουομένων συλλογισμών κλπ.
Όλα αυτά δεν συνέβαιναν επ' ουδενί παλαιότερα. Τα κείμενα άρχιζαν και τελείωναν στις οικείες στήλες των εφημερίδων —δύο ή τρία καθημερινώς ανά φύλλο, και μάξιμουμ δέκα την Κυριακή— και των πολιτικών περιοδικών. Από κει και πέρα, έγκειτο στον καθένα αν συνέχιζε τη συζήτηση και in vivo, σε αμφιθέατρα, κόβες, σωματεία, καφενεία κ.ο.κ. Αλλά και πάλι, μέχρις εκεί. Και όλο αυτό αφορούσε μόνο όσους το ήθελαν πραγματικά, μόνο όσους αγόραζαν την εφημερίδα και την ξεκοκάλιζαν, και μετά είχαν όρεξη και χρόνο για κουβέντα: μία μειονότητα δηλαδή. Σήμερα, όλο αυτό αφορά όλο τον πληθυσμό…
Ο λόγος, οι λέξεις, το στιλ, οι ποικίλοι τρόποι ρητορικής είναι πυρηνικά όπλα: ό,τι πιο δυνατό διαθέτουμε. Και η λεκτική γόμωση του διαδικτύου μία απέραντη, ταραχώδης, γεμάτη κύματα θινών και αμμουδερές τρικυμίες θαλάσσια έρημος. Αν για κάτι ελπίζω προσωπικά, είναι η 8η Ιουλίου να σημάνει κυρίως την απαρχή για εξεύρεση και άντληση περισσότερου χρόνου από τον καθένα μας για ό,τι κρύβεται κάτω από την απατηλή επιφάνεια της πολιτικολογίας. Εκεί δηλαδή από όπου ξεκινά η πραγματική ζωή.α