Οι λεπτομέρειες που κατέθεσε ο Παναγιώτης Γιαννάκης για τη σχέση του με τον Γκάλη, μιλώντας στο «Ενώπιος Ενωπίω» του Χατζηνικολάου, δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο μπορούν δύο εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες, νοοτροπίες και στιλ παιχνιδιού, όχι μόνο να συνυπάρξουν αλλά και να συνεργαστούν στο πλαίσιο ενός κοινού σκοπού, όπως ήταν η απογείωση του τότε «αυτοκράτορα» Άρη Θεσσαλονίκης στο μπάσκετ.
Το μυστικό βρίσκεται στην απουσία «κόμπλεξ ανωτερότητας» και από τον ένα και από τον άλλο. Δεν υπήρχε επίσης ο τόσο συνηθισμένος στους μεγάλους αθλητές ναρκισσισμός που τούς εμποδίζει στις περισσότερες περιπτώσεις να βρουν κώδικες ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ τους. Ο καθένας ήξερε πόσο αξίζει, έβλεπε πως η παρουσία του διπλανού του μπορούσε να τον επηρεάσει μόνο θετικά και άφηνε τον εαυτό του λυμένο, να δίνει εκείνο που μπορούσε και να συνεργάζεται χωρίς όρους, προϋποθέσεις και διαχωριστικές γραμμές.
Αξιοπρόσεκτα όσα είπε και για τη μεταγραφή του. Κάποιοι του έλεγαν (δικαιολογημένα, ίσως, από τη μεριά τους) να μην προτιμήσει τον Άρη γιατί θα ήταν «μόνιμα δεύτερος». Άλλωστε, υπήρχε τότε το αντίπαλο δέος του ΠΑΟΚ, στον οποίο θα μπορούσε να μεγαλουργήσει. Αυτός, όμως, πήγε εν γνώσει του. Και κατάφερε κάτι που λίγοι θα ήταν σε θέση να πετύχουν: να γίνει «ισαπόστολος» με ένα «ιερό τέρας» του μπάσκετ, δίπλα και όχι απέναντι, χωρίς ποτέ (μα ποτέ!) να περάσει στη σκιά του ή να προσπαθήσει να τον υποτιμήσει για να φανεί ο ίδιος περισσότερο.
Κι αν σε προσωπικό επίπεδο δεν είχαν πολλά-πολλά, καθώς η συνεργασία τους άρχιζε και τελείωνε στο παρκέ, αυτό οφείλεται περισσότερο στην ψυχοσύνθεση του Γκάλη, ο οποίος διάλεγε πάντα ελάχιστους για να συναναστρέφεται και δεν είχε προσωπικές σχέσεις με κανένα συμπαίκτη του.
Μ αυτά και μ αυτά άρχισαν να γράφονται οι χρυσές σελίδες του ελληνικού μπάσκετ. Μάθημα ωριμότητας για τον καθένα που στοχεύει ψηλά.