Οδηγούμε το νέο C-HR, την οπωσδήποτε ιδιαίτερη πρόταση της Toyota στον χώρο των SUV, που διακρίνεται από τη μια για την εντυπωσιακή σχεδίασή του και από την άλλη για την υβριδική τεχνολογία του και απαντάμε στο ερώτημα πόσο αποτελεσματικό είναι το όλο «πακέτο» για τον οδηγό-ιδιοκτήτη του.
Αναπόφευκτα το πρώτο στοιχείο το οποίο πρέπει να δώσει κάνεις και από το οποίο πρέπει να ξεκινήσει την αναφορά του για το εφοδιασμένο με το τέταρτης γενιάς υβριδικό σύστημα της Τoyota Coupe SUV (ή αν θέλετε Crossover) είναι η ένδειξη της κατανάλωσης του πίνακα οργάνων. Tο να οδηγείς ένα τέτοιο αυτοκίνητο καθημερινά με το trip computer σταθερά κάτω από τα 5,0 λίτρα/100 χλμ. (στα 4,9 L/100 km παρέμεινε τη βδομάδα που είχαμε στα χέρια μας το αυτοκίνητο η μέση κατανάλωση) δεν είναι οπωσδήποτε το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Βέβαια, έχοντας αναφερθεί και στο παρελθόν στις δυνατότητες στον τομέα της απόδοσης των πλήρως υβριδικών συστημάτων κίνησης της Toyota, δεν πρόκειται και για κάτι εντελώς αναπάντεχο.
Γεγονός είναι πάντως ότι αυτό το σύστημα κίνησης είναι ίσως το βασικότερο από τα προσόντα του συγκεκριμένου αυτοκινήτου - ένα προσόν το οποίο δεν σταματά μόνο στο χαμηλότερο κόστος κίνησης, αλλά έχει να κάνει και με την ευκολία οδήγησης που προσφέρει, ιδιαίτερα στην καθημερινή οδήγηση στην Αθήνα (και σε κάθε άλλο μεγάλο αστικό κέντρο). Το ότι δεν έχεις τα ασχοληθείς με αλλαγές ταχυτήτων, αφού το αυτοκίνητο είναι αυτό που λέμε «αυτόματο», λειτουργεί δηλαδή όπως ένα αυτοκίνητο με αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων, κάνει όπως εύκολα μπορείτε να αντιληφθείτε τις καθημερινές διαδρομές σου πολύ πιο ξεκούραστες.
Επόμενο χαρακτηριστικό στο οποίο πρέπει να σταθούμε είναι η ποιότητα κατασκευής. Είναι βέβαιο ότι μιλάμε για υλικά που δείχνουν πολύ καλής ποιότητας και είναι ενταγμένα σε ένα σύνολο που εμπνέει εμπιστοσύνη με το «δέσιμό του». Ενώ ένα τρίτο μεγάλο προσόν του C-HR είναι το design μέσα-έξω. Σίγουρα το coupe SUV της ιαπωνικής εταιρίας ήταν και προηγουμένως, ούτως ή άλλως, ένα σχήμα αρκετά ενδιαφέρον. Όμως τώρα το πράγμα έχει πάει ένα βήμα παραπέρα και το C-HR είναι ένα αυτοκίνητο και δυναμικό στην εμφάνιση και ελκυστικό – κάτι που αφορά και το εσωτερικό του το οποίο εκτός των άλλων είναι και πρακτικό, με την όλη διαμόρφωση του να προσφέρει διάφορες θήκες για μικροπράγματα, φυσικούς διακόπτες για τον κλιματισμό κ.ά.
Και επειδή κανείς δεν είναι τέλειος θα πούμε ότι το ευχάριστο αυτό περιβάλλον αφορά περισσότερο τον οδηγό και τον συνοδηγό. Βλέπετε, μια κληρονομική αδυναμία του C-HR είναι το… πίσω κάθισμα - και αυτό που λέμε έχει να κάνει με το όχι τόσο με το χώρο που έχουν διαθέσιμο οι πίσω επιβάτες (γιατί αυτός είναι υπέρ-αρκετός και για το κεφάλι τους και για τα πόδια τους, όπως επίσης μεγάλο είναι το πορτμπαγκάζ) αλλά γενικότερα με την «κλειστοφοβική» αίσθηση που προσφέρει - και σε αυτό βασικό ρόλο παίζει το μικρό πίσω παράθυρο. Παρά λοιπόν την όποια βελτίωση (η οποία είναι υπαρκτή) σε σχέση με το προηγούμενο μοντέλο, οι πίσω επιβάτες εξακολουθούν να μην έχουν την καλύτερη δυνατή ορατότητα καθώς… μπρος στα κάλη τι είναι ο πόνος. Το, όπως εξαρχής είπαμε, όμορφο design επέβαλλε τους δικούς του κανόνες και η κουπέ λογική που ακολουθεί το πίσω μέρος του αυτοκινήτου σε αυτή την κατεύθυνση έπαιξε τον δικό της ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα που περιγράψαμε.
Εν κινήσει, τώρα, διαπιστώνεις ότι συνολική αίσθηση της ποιότητας που αποπνέει το C-HR ενισχύεται από τη λειτουργία της ανάρτησης (γόνατα ΜακΦέρσον εμπρός, πολλαπλών συνδέσμων πίσω) και τον τρόπο που αυτή η συμπεριφέρεται αντιμετωπίζοντας τις καθημερινές αντιξοότητες της ασφάλτου - λακκούβες και σαμαράκια. Και το λέμε αυτό παρά το γεγονός ότι σε κάποιες εγκάρσιες απότομες ανωμαλίες του οδοστρώματος η εμπρός ανάρτηση του C-HR αντιδρά κάπως ξερά. Θετικές εντυπώσεις σου δημιουργεί και ο τρόπος που το C-HR «στέκεται» στην άσφαλτο, καθώς στρίβει με άνεση και ασφάλεια, με λογική υποστροφή όταν πιέζεται και χωρίς απότομες αντιδράσεις. Και εδώ, λοιπόν, έχει γίνει καλή δουλειά και μπορείς να κινηθείς άφοβα, αρκετά γρήγορα στις στροφέςΠαράπονο δεν έχουμε να εκφράσουμε ούτε για τα φρένα (δισκόφρενα εμπρός-πίσω / τα εμπρός αεριζόμενα). Στα παραπάνω τον δικό τους ρόλο παίζουν και οι μεγάλοι τροχοί με λάστιχα Michelin ePrimacy 225/50 R19 96V.
Αν τώρα βάζαμε σε όλα αυτά έναν αστερίσκο αυτός θα είχε να κάνει με το ότι ο οδηγός, πέραν των φρένων, έχει ως μοναδικό βοήθημα στον τομέα της επιβράδυνσης την επιλογή “B” στο σύστημα κίνησης, με την οποία αυξάνεται μεν η ανάκτηση ενέργειας, αλλά αυτό δεν προσφέρει αρκετά δυνατό φρενάρισμα με τον κινητήρα, όπως συμβαίνει με το κατέβασμα ταχύτητας σε ένα κιβώτιο με «φιξαρισμένες» σχέσεις μετάδοσης.
Θυμίζουμε στο σημείο αυτό ότι το υβριδικό σύστημα της Toyota περιλαμβάνει ηλεκτροκινητήρα, γεννήτρια και κινητήρα εσωτερικής καύσης (βενζινοκινητήρα) – με τις μονάδες αυτές να εναλλάσσονται στη λειτουργία τους, επιτρέποντας στο αυτοκίνητο να κινείται για μεγάλα διαστήματα αποκλειστικά με τον ηλεκτροκινητήρα του χωρίς ο οδηγός να κάνει κάτι. Αυτός είναι και ο λόγος που επιτυγχάνεται αυτή η πολύ χαμηλή κατανάλωση. Γενικότερα η απόκριση στο γκάζι είναι καλή, ενώ όταν οδηγός ζητά πλήρη επιτάχυνση βυθίζοντας στο πόδι στον πάτωμα τότε είναι που ο βενζινοκινητήρας ανεβάζει στροφές κάνοντας αρκετά αισθητή την παρουσία του στην καμπίνα – με το φαινόμενο να είναι πιο έντονο στις ψηλές ταχύτητες (πρόκειται αδυναμία που έχει σαφώς αμβλυνθεί σε σχέση με την προηγούμενη γενιά του μοντέλου). Ωστόσο, με το σταματήσει κανείς να επιδιώκει να επιταχύνει περαιτέρω και χαλαρώσει την πίεση στο γκάζι, αφήνοντας το αυτοκίνητο να κινείται με την κεκτημένη (πηγαίνοντας δηλαδή με μισό γκάζι) τότε ο θόρυβος του βενζινοκινητήρα ελαχιστοποιείται και αυτό που μένει είναι ο όποιος αεροδυναμικός θόρυβος από το γενικά πολιτισμένο αυτοκίνητο.
Στις αδυναμίες του C-HR θα βάλουμε οπωσδήποτε και την περιορισμένη ορατότητα από το πολύ στενό παρμπρίζ (αδυναμία που ενισχύεται από τη φαρδιά πίσω κολόνα). Ωστόσο αυτό είναι κάτι που εξωραΐζεται από την κάμερα οπισθοπορείας που προσφέρει το αυτοκίνητο.
Κλείνοντας θα επισημάνουμε ότι παρόλο που δεν είναι από τις πιο φθηνές προτάσεις της αγοράς το Toyota C-HR είναι ένα αυτοκίνητο που αξίζει τα λεφτά του, καθώς πέραν των πλεονεκτημάτων που περιγράψαμε και πέραν του γεγονότος ότι καλύπτεται από την γνωστή εξαετή εγγύηση της Toyota, αποτελεί τελικά και μια επένδυση! Δείτε τι ζήτηση έχουν τα μεταχειρισμένα Toyota και θα καταλάβετε…
Υπέρ
Χαμηλή κατανάλωση/απόδοση υβριδικού συστήματος, ευκολία οδήγησης, ποιότητα κατασκευής, αξιοπιστία, εξοπλισμός άνεσης και ασφάλειας
Κατά
Περιορισμένη ορατότητα προς τα πίσω & για τους πίσω επιβάτες
*Συνδυασμένη κατανάλωση και εκπομπές ρύπων, WLTP
**Τιμή έκδοσης “Enter”. Η έκδοση C-HIC της δοκιμής μας κοστίζει 36.300.
Σημειώστε ότι στάνταρ σε κάθε περίπτωση είναι το μεγάλο πακέτο συστημάτων ασφαλείας Toyota Safety Sense 3ης γενιάς [με ενημερώσεις λογισμικού (Οver The Air)] που περιλαμβάνει σύστημα ενεργής υποβοήθησης οδήγησης (PDA), Σύστημα αποφυγής πρόσκρουσης με ανίχνευση πεζών και δικύκλων, Σύστημα Ειδοποίησης Αλλαγής Λωρίδας με Έλεγχο συστήματος Διεύθυνσης, Σύστημα Αναγνώρισης Σημάτων Κυκλοφορίας (Road Sign Assist - RSA) κ.ά. Στάνταρ είναι επίσης: ο αυτόματος (μονοζωνικός) κλιματισμός, το σύστημα Πολυμέσων Toyota Touch 2, το Bluetooth hands-free, η κάμερα οπισθοπορείας (με στατικές γραμμές), το ραδιόφωνο DAB & 6 ηχεία, οθόνη πολυμέσων 8", οι υπηρεσίες συνδεσιμότητας MyToyota, Θύρα USB, Λειτουργία φωνητικών εντολών, Android Auto/Apple CarPlay, το Cloud σύστημα πλοήγησης, το σύστημα έξυπνης εκκίνησης (Start button), οι 7 αερόσακοι και οι ζάντες αλουμινίου 17" κ.ά.
Η έκδοση “C-HIC” της δοκιμής μας διέθετε επιπλέον τη μεγαλύτερη οθόνη πολυμέσων (12,3’’), αυτόματο διζωνικό κλιματισμό, αυτόματους αναδιπλούμενους καθρέφτες, ζάντες αλουμινίου 19’’, πλήρως ψηφιακό πίνακα οργάνων 12,3’’, ηλεκτρικά ανοιγόμενη πόρτα χώρου αποσκευών κλπ.