Υπάρχει ψήφος θετική σε κάποιο κόμμα ή ηγέτη, όπως υπάρχει και ψήφος τιμωρητική. Υπάρχει ψήφος διαμαρτυρίας, αλλά και ψήφος ανοχής. Υπάρχει ψήφος συστημική ή και αντισυστημική. Έχω ακούσει για ψήφο χαβαλέ, όπως έχω ακούσει και για ψήφο καταστροφική. Το μόνο που δεν είχα ποτέ ακούσει ως τώρα ήταν η ψήφος λύπησης. Καινούριο φρούτο αυτό, ώριμο Συριζαϊκό τέκνο της 21ης Μαΐου. Μια ικανή μερίδα στελεχών του Σύριζα έχει ήδη βγει στην ρούγα και την ζητά ευθέως από τους ψηφοφόρους. Ναι μάλιστα, ψήφο λύπησης.
Τι ακριβώς είναι η ψήφος λύπησης; Είναι κάτι παρεμφερές με το παλιό τραγούδι «μείνε μαζί μου και μη μ’ αγαπήσεις / μόνο τα χάδια σου να μου χαρίσεις / και λίγο-λίγο θα με συνηθίσεις / όχι-όχι μη με παρατάς». Είναι η ψήφος που επιχειρείται να εκμαιευτεί μέσω της κλάψας, μέσω του σπαραγμού και της ομολογημένης –δήθεν- αυτολύπησης. Κάτι σαν «μα σου πάει καρδιά να με καταποντίσεις κι άλλο; Να με τιμωρήσεις περισσότερο; Εμένα που κάποτε τόσο αγάπησες και πίστεψες;» Είναι απόπειρα τουμπαρίσματος δια της επίκλησης του σπαραγμο-συναισθήματος.
Πιάνει αυτή η μέθοδος, θα ρωτήσετε. Εξαρτάται, απαντώ. Πολλές σχέσεις διατηρούνται για χρόνια, διότι όταν το πράγμα φθάνει στο μη περαιτέρω, ο ένας από τους δυο εραστές διαθέτει την εξυπνάδα ή την καπατσοσύνη να το ρίχνει στο κλάμα, να δηλώνει βαθιά μετανιωμένος, να βεβαιώνει ότι έλαβε το μήνυμα και να ορκίζεται ότι δεν θα ξανακάνει βλακείες. Κι επειδή το έτερο ήμισυ είναι χαρακτήρας ευαίσθητος και ελαστικός, τρώει το παραμύθι και ανοίγει πάλι την αγκαλιά του. Μέχρι να ξανάρθει η επόμενη απιστία ή κακοποίηση.
Εκεί βρίσκεται σήμερα η σχέση του Σύριζα με τους τέως και τους νυν ψηφοφόρους του. Παρακαλάει τους μεν φευγάτους να επανέλθουν στην αγκαλιά του, τους δε εναπομείναντες να μην τον παρατήσουν ως τον Ιούνιο. Ούτε για προγράμματα τους λέει πια, ούτε για αποκαταστάσεις της δημοκρατίας, ούτε για γκρεμίσματα χούντας, ούτε για αυξήσεις μισθών και συντάξεων, ούτε για αναδρομικά, ούτε για κρατικοποιήσεις τραπεζών, ούτε για ειδικά δικαστήρια. Απλώς σφουγγίζει δάκρυα και παριστάνει τον συντετριμμένο, ελπίζοντας πονηρά ότι κάτι θα τσιμπήσει προς τα πάνω, ώστε να μην νιώσει το ΠΑΣΟΚάκι να αναπνέει στον σβέρκο του. «Όλα τα άλλα απέτυχαν» σκέφτεται, «μπορεί αυτό να πιάσει. Στο κάτω-κάτω οι Έλληνες είναι αισθηματίες, δεν είναι γαϊδούρια…»