Έχω πει την ιστορία αυτή κάμποσες φορές, αλλά και να θέλω να την ξεχάσω δε μ’ αφήνουν οι ετήσιες αγροτικές κινητοποιήσεις. Ήταν Γενάρης ή Φλεβάρης του 2010, πριν τέσσερις μήνες είχε εκλεγεί πρωθυπουργός ο Γιώργος Παπανδρέου, η χρεωκοπία ξεπρόβαλλε ήδη από τη γωνία δίχως ακόμα να την έχουμε συνειδητοποιήσει κι εγώ μαζί με τον Γιώργο Οικονομέα καλύπταμε στο πρωινό του Mega τα μπλόκα που είχαν στήσει οι αγρότες. Υπουργός οικονομικών ήταν ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ο οποίος μάλιστα είχε προλάβει να πάρει το τελευταίο δάνειο 4 δισ. ευρώ από τις αγορές, πριν εκείνες μας αποκλείσουν εντελώς.
Εκείνο το πρωινό είχαμε απ’ ευθείας σύνδεση με το μπλόκο των Μαλγάρων και συνομιλούσαμε με έναν αγρότη συνδικαλιστή για τα αιτήματα τους. Θυμάμαι τον συνδικαλιστή, να αναφέρει έναν κατάλογο αιτημάτων και στο τέλος της διάλεξης του, να μας λέει. «Εμείς δεν έχουμε καμιά διάθεση να καθόμαστε εδώ μέσα στο κρύο, το κάνουμε γιατί έχουμε ανάγκη. Πριν λίγες μέρες η κυβέρνηση πήρε 4 δισ. δάνειο. Να μας δώσει λοιπόν 500 εκατομμύρια απ’ αυτά, να φύγουμε απ’ τα μπλόκα να πάμε να σπείρουμε τα χωράφια μας.»
Εγώ γενικά, επειδή προέρχομαι από αγροτική περιοχή κι έχω δουλέψει στα χωράφια, είχα πάντα κατανόηση για τους αγρότες. Πάντα τους συμπεριφερόμουν καλά, παρά τη γνώση μου ότι αυτή επετειακή συνάντηση των τρακτέρ κάθε Ιανουάριο-Φεβρουάριο είχε συχνά κομματική στόχευση και μαξιμαλιστικά αιτήματα. Ξέρω όμως ότι η ζωή του αγρότη δεν είναι εύκολη και ότι τα προβλήματα του είναι πολλά, οπότε η τηλεοπτική μου αντιμετώπιση ήταν πάντα επαρκώς φιλοαγροτική, ανεξαρτήτως κυβέρνησης.
Όμως η συγκεκριμένη τοποθέτηση του αγροτοσυνδικαλιστή, «να μας δώσει 500 εκατομμύρια να πάμε να σπείρουμε», με ενόχλησε σφόδρα. Διότι στο μυαλό μου, η κανονική σειρά είναι να δουλεύει ο κάθε άνθρωπος για να παράξει πλούτο και όχι να τον πληρώνει προκαταβολικά το κράτος για να καταδεχτεί να πάει να δουλέψει. Ενδεχομένως να το είπε με λάθος ή με υπερβολικό τρόπο ο συγκεκριμένος συνδικαλιστής, πάντως η έκφραση αυτή με χάλασε.
Οπότε, του λέω κι εγώ από το στούντιο. «Συγνώμη, αλλά αν είναι να πάρετε εσείς μισό δις από τα 4 του δανείου για να γυρίσετε στα χωράφια, θέλω κι εγώ 100 χιλιάρικα για να αφήσω τη δημοσιογραφία, να πάω στο σπίτι μου και να γράφω τα βιβλία μου απερίσπαστος.» Τον τρόλαρα φυσικά (ο όρος δεν υπήρχε εκείνη την εποχή), αλλά ήταν το πρώτο που σκέφτηκα. Κι ενώ περίμενα να μου απαντήσει ότι προβοκάρω τον αγώνα και τα δίκαια αιτήματα τους, εκείνος κυριολεκτικά με αιφνιδίασε.
Διότι τον είδα, αντί να θυμώνει, να γλυκαίνει και να γνέφει θετικά. Μετά έκανε μα πλατιά χειρονομία αποδοχής μπροστά στην κάμερα και μου είπε το ακόλουθο εκπληκτικό. «Καμία αντίρρηση. Να πάρεις κι εσύ. Ας μας δώσει εμάς αυτά που δικαιούμαστε και τα υπόλοιπα ας τα μοιράσει όπου θέλει. Δεν είμαστε εμείς εναντίον κανενός, δε μας νοιάζει τι θα πάρουν οι άλλοι, δεν εμποδίζουμε κανέναν. Τα δικά μας απαιτούμε.»
Σε τρεις μήνες από κείνη την υπέροχη συζήτηση, μας είχε πάρει όλους ο διάολος της χρεωκοπίας. Δε θυμάμαι το όνομα εκείνου του βορειοελλαδίτη αγροτοσυνδικαλιστή. Αλλά επειδή έχουν περάσει από τότε 15 χρόνια, υποθέτω βασίμως ότι στα σημερινά μπλόκα θα βρίσκεται ο γιος του. Αν λοιπόν και σήμερα, μετά απ’ όσα περάσαμε, ο γιος συνεχίζει να λέει πάνω απ’ το τρακτέρ του τα ίδια που έλεγε ο πατέρας του τότε, δεν έχουμε σωσμό.