Διάβασα για τη Δούκεια βράβευση «όλου του ελληνικού λαού, για τους αγώνες του για ελευθερία και δημοκρατία που οδήγησαν στην πτώση της δικτατορίας» και θυμήθηκα έναν παππού που είχε κληθεί για αντίστοιχη βράβευση πριν τέσσερις δεκαετίες, αλλά έφυγε αηδιασμένος, αρνούμενος να παραλάβει το βραβείο του. Ήταν την πρώτη τετραετία της κυβέρνησης του Ανδρέα (1981-85), που το ΠΑΣΟΚ αρχικά μοίρασε τιμητικές βραβεύσεις για «τη συμμετοχή του λαού» στην Εθνική Αντίσταση κι ύστερα έδωσε αβέρτα αντιστασιακές συντάξεις.
Ο άνθρωπος αυτός, αιωνία του η μνήμη πλέον, είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς για «συνεπικουρία σε σαμποτάζ», είχε φάει πολύ ξύλο, είχε καταδικαστεί σε είκοσι χρόνια φυλακή, φοβήθηκε πολλές φορές ότι θα εκτελεστεί στα αντίποινα που έκαναν οι κατακτητές κάθε φορά που γινόταν κάποια πράξη αντίστασης, αλλά τελικά τη γλύτωσε. Αποφυλακίστηκε με την απελευθέρωση, γύρισε στο χωριό του όπου καλλιεργούσε τη μικρή του περιουσία, έφυγε μάλιστα και για μια πενταετία μετανάστης στη Γερμανία το ’60, γεγονός που έφερνε βαρέως να καταλήξει εργάτης στα εργοστάσια των κατακτητών και των νικημένων.
Με μεγάλη συγκίνηση λοιπόν, στα ογδόντα του χρόνια, έλαβε το 1983 ή ‘84 μια επίσημη επιστολή από το υπουργείο Εσωτερικών (μου την έδειξε και είχε τυπογραφημένη υπογραφή του υπουργού Εσωτερικών, Άκη Τσοχατζόπουλου), με την οποία τον καλούσαν να παραβρεθεί σε εκδήλωση βράβευσής του στο κλειστό γυμναστήριο της πόλης, για την «ηρωική αντιστασιακή του δράση εναντίον των κατακτητών». Κατασυγκινημένος που το ελληνικό κράτος τον τιμά, έβαλε το κουστούμι του, μπήκε στο αμάξι του γιου του και κατέβηκαν στην πόλη.
Από δω και πέρα, η διήγηση δική του, όπως τη θυμάμαι μετά από σαράντα τόσα χρόνια. «Νόμιζα ότι θα δω τίποτα παλιούς που ήμασταν μαζί στη φυλακή, όσους ζούσαν τέλος πάντων ή τίποτα κοντοχωριανούς που ‘χαν ανέβει στο βουνό κι είχαν πολύ κακοπεράσει. Μπαίνω με τον γιο μου μέσα στο σκεπαστό γήπεδο και τι βλέπω; Γεμάτες οι εξέδρες, μπορεί να ήταν εκεί μέσα ίσα με δυο χιλιάδες νοματαίοι.
Κάτω είχανε μια δεκαριά πάγκους γεμάτους με τυλιχτά διπλώματα και στο πάτωμα δύο μεγάλα τσουβάλια γεμάτα παράσημα. Φώναζε το μεγάφωνο ένα όνομα, κατέβαινε αυτός απ’ την εξέδρα, του ‘δινε ο νομάρχης ένα χαρτί κι ύστερα έβαζε το χέρι του στο τσουβάλι, έβγαζε ένα παράσημο με κορδελίτσα και του το καρφίτσωνε στο στήθος. Οι υπόλοιποι γύρω-γύρω χειροκροτούσαν. Τρελάθηκα.
Λέω του γιου μου, πάμε να φύγουμε αμέσως και τον σέρνω έξω. Τι έπαθες; με ρωτά. Όλοι αυτοί είναι αντιστασιακοί; Και τότε γιατί δεν υπήρχε άνθρωπος στο δρόμο όταν με πήρανε εμένα οι Γερμανοί μέσα απ’ το σπίτι μου; Και δυόμισι χρόνια που έκατσα στη φυλακή, γιατί δεν ήρθε κανένας να με δει, παρά μόνο η μάνα μου ερχόταν να μου φέρνει κανένα ξεροκόμματο και της έβαζε και χέρι ο Γερμανός στην είσοδο, παριστάνοντας ότι την ψάχνει;
Το 95% απ’ αυτούς εδώ μέσα, ούτε κούνησαν το δακτυλάκι τους στην κατοχή, τον ψόφιο κοριό έκαναν. Χαμήλωναν το κεφάλι όταν περνούσε Γερμανός κι αν έτρωγαν κανένα χαστούκι, χαρτί και καλαμάρι, ξερνούσαν όσα ήξεραν. Και τώρα μου παριστάνουν τους αντιστασιακούς; Α να χαθούνε. Σιγά μη καταδεχτώ να πάρω το σκουπίδι τους από το τσουβάλι. Άκου δυο τσουβάλια παράσημα... ούτε πέντε άτομα σε τούτο το γήπεδο δεν αξίζουν πραγματικά μετάλλιο. Πάμε πίσω στο χωριό, τους σιχάθηκα».
Για την ιστορία, ο παππούς αυτός δεν έκανε ποτέ χαρτιά ούτε για αντιστασιακή σύνταξη. Η οποία χορηγούνταν όχι με αποδείξεις αντιστασιακής δράσης, αλλά με απλή υπεύθυνη δήλωση δύο άλλων συμπολιτών, ότι ο αιτών είχε αντισταθεί στους κατακτητές. Συνήθως υπέγραφαν δύο συγγενείς και έπαιρνε τη σύνταξη όποιος ήθελε. Ουκ ολίγοι δοσίλογοι εισπράξανε συνταξούλα τότε.
Οπότε, αφού ο κ. Δούκας βράβευσε «όλο τον ελληνικό λαό για την αντιδικτατορική του δράση», ας θεσπίσει και μια «αντιδικτατορική σύνταξη» να συμπληρώσει το εισόδημά του κανένας παλιός. Είτε μέσα στο Πολυτεχνείο ήταν το ’73, είτε απ’ έξω με στολή χωροφύλακα. Είτε μέσα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ βασανιζόταν δίπλα στον Παναγούλη, είτε ήταν απ’ έξω, παρέα με τον Θεοφιλογιαννάκο και τον Χατζηζήση.