Μπορεί να πέρασαν δεκαπέντε χρόνια πια, αλλά εγώ δεν θα ξεχάσω ποτέ το συναίσθημα που μας διακατείχε βλέποντας στις τηλεοράσεις μας το κέντρο της Αθήνας να καίγεται από άκρη σ’ άκρη. Είχε μόλις δολοφονηθεί ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος από έναν φονιά ειδικό φρουρό που την είχε δει νταής και ανεξέλεγκτος, όμως αυτό που ακολούθησε ξεπερνούσε κατά πολύ την αρχική αφορμή. Εμφανίστηκε μια Ελλάδα που ακόμα και οι πιο ενημερωμένοι και οξυδερκείς από μας δεν φανταζόμασταν ότι υπήρχε.
Ορδές αγανακτισμένων και εξεγερμένων αναδύθηκαν απ’ το πουθενά κι άρχισαν να καίνε και να σπάνε. Πότε; Στην Ελλάδα του 2008. Στην Ελλάδα της ευμάρειας, της υπερκατανάλωσης, της διαρκούς και απλήρωτης χρέωσης, της βεβαιότητας ότι το χρήμα ρέει σαν ποτάμι ανάμεσα στα πόδια μας. Της Ελλάδας που έπαιρνε γκλαμουράτα δάνεια για να πάει Χριστούγεννα στην Ελβετία, στην Ελλάδα που η σκληρή εργασία θεωρούνταν ηλιθιότητα, στη χώρα όπου τα πάντα θεωρούνταν κεκτημένα. Αυτή η Ελλάδα τα ‘σπασε εκείνη την βδομάδα διαλύοντας τα κέντρα των πόλεων.
Οι πιο πολλοί από μας κοιτάζαμε με γουρλωμένα μάτια, δίχως να μπορούμε να κατανοήσουμε ότι η ασύδοτη και δίχως έρμα πορεία της κοινωνίας μας από το 1980 και μετά, είχε καταλήξει να μας μετατρέψει όλους σε κακομαθημένα παιδιά. Που όπως αγοράζουν ανεξέλεγκτα όσα παιχνίδια κυκλοφορούν, το ίδιο αλόγιστα τα σπάνε και τα διαλύουν. Ποτέ δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι η Αθήνα πρωτοκάηκε όχι τον καιρό της φτώχειας των μνημονίων, αλλά πολύ νωρίτερα όταν το χρήμα έτρεχε απ’ τα μπατζάκια μας. Προς γνώση αυτό.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχάσουμε ότι οι πολιτικές δυνάμεις που αντί να αντιδράσουν με σύνεση καβάλησαν και τροφοδότησαν το κύμα της οργής που ξεκίνησε κείνο το βράδυ, ωφελήθηκαν τα μέγιστα. Από γκρουπούσκουλα έγιναν κόμματα εξουσίας, από περιθωριακοί και γραφικοί έγιναν υπουργοί. Όσοι επένδυσαν στην καταστροφή εισέπραξαν, όσοι προσπάθησαν να αντισταθούν κυνηγήθηκαν, ταλαιπωρήθηκαν, λοιδορήθηκαν, υπέφεραν. Θα πείτε ότι σήμερα εκείνοι οι «νικητές» εξευτελίζονται καθημερινά και διαλύονται εις τα εξ ων συνετέθησαν, όμως χάσαμε δέκα χρόνια. Άξιζε; Προς γνώση και αυτό.
Γιατί «προς γνώση»; Διότι τώρα έχουμε ξαναμπεί σε μια περίοδο κανονικότητας και λελογισμένης ευμάρειας. Παρά τα προβλήματα που ποτέ δεν θα λείψουν, η οικονομική ανάπτυξη πορεύεται δίπλα μας. Φτιάχνουμε πάλι σιγά-σιγά μια γενιά που ελπίζει πως θα περάσει καλύτερα από τους πατεράδες της. Ας φροντίσουμε να μην πιστέψουν ότι όλα είναι δεδομένα, εύκολα και στον αυτόματο πιλότο των θετικών εξελίξεων, όπως πίστευε η γενιά που τα ‘σπαγε το 2008. Να μάθουν ότι αν αξίζουν κάποιοι άνθρωποι είναι εκείνοι που τολμούν να πούνε την πικρή αλήθεια. Όσοι μόνο μοιράζουν χρήμα και λένε μόνο ωραίες κουβέντες, είναι ατμομηχανές μελλοντικών καταστροφών.
Γιατί από τη βραδιά του Γρηγορόπουλου μάθαμε και κάτι άλλο. Πως όταν καίγονται δέκα πόλεις της χώρας, ο υπουργός δημόσιας τάξης που δεν αφήνει την αστυνομία να βγει και να υπερασπιστεί τη δημόσια και ιδιωτική υπηρεσία, όχι μόνο δεν παθαίνει τίποτα αλλά γίνεται και Πρόεδρος της Δημοκρατίας.