Ομολογώ πως δεν ήξερα την ύπαρξη της βουλευτού Μαρίας Αμπατζίδη και θεωρώ πως είμαι ασυγχώρητος. Ελπίζω στην κατανόησή της, αλλά, παρότι παρακολουθώ όσο μπορώ καλύτερα τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, δεν μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου, κάτι αξιομνημόνευτο από τη δράση της στον ναό της Δημοκρατίας.
Με αφορμή την ανοίκεια και προκλητική της εμφάνιση χθες στο κοινοβούλιο, πληροφορήθηκα για την ύπαρξη της και με έκπληξη διαπίστωσα πως αντιγράφει κάποιες παλιότερες συναδέλφισσές της από το αλήστου μνήμης καλοκαίρι του 2015, όταν διάφοροι εκλεγμένοι βουλευτές του τότε ΣΥΡΙΖΑ, (γιατί λίγους μήνες αργότερα, ως απολωλότα πρόβατα της φράξιας Λαφαζάνη, βρέθηκαν εκτός βουλής), θεωρούσαν πως το βήμα της Βουλής των Ελλήνων είναι κάτι σαν εναλλακτικό μπαράκι των Εξαρχείων ή πανηγύρι κάπου στην ένδοξη και αδούλωτη επαρχία του ελληνικού, ξέφρενου πανηγυριού, όπου ο καθένας μπορεί να δηλώσει την παρουσία και την πολιτική του θέση, φορώντας ένα μπλουζάκι με κάποια ευφάνταστη ή τουλάχιστον προκλητική φράση ή/και εικόνα.
Φαιδρότητες που ταιριάζουν πιο πολύ σε απολιθώματα φοιτητικών αμφιθεάτρων στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης ή, τουλάχιστον, σε μεσήλικες «έφηβους» που αναζητούν την αποδοχή της παρέας.
Αντιλαμβάνομαι την αγωνία του υποψήφιου βουλευτή πριν από τις εκλογές και την υπαρξιακή του ανάγκη να δηλώσει την παρουσία του στο δημόσιο χώρο. Μέχρις εκεί, όμως.
Το κόμμα της, το ΜΕΡΑ25 έσπευσε να την υποστηρίξει, δηλώνοντας πως κάθε προσπάθεια κριτικής στην πράξη της, είναι απόπειρα εκφασισμού της κοινωνίας. Τι όμορφα που τα λένε! Και ποιοι; Εκείνοι που συμπαρατάχθηκαν με κάποιον που κρυφά και παράνομα μαγνητοφωνούσε τους συναδέλφους του στο Eurogroup, ενώ παράλληλα απεργαζόταν την καταβαράθρωση της ελληνικής κοινωνίας στα τάρταρα των IOU και της «περήφανης δραχμής».
Θα ήθελα να ρωτήσω την «βουλεύτρια» (τι όρος κι αυτός στην εποχή των gender studies και της ταυτοτικής αγωνίας διαφόρων που αναζητούν ρόλο σε μια γκροτέσκο αναπαράσταση), με ποια κριτήρια θεωρεί πως στο ελληνικό κοινοβούλιο υπάρχουν 156 υποκριτές και όχι περισσότεροι.
Πόθεν τεκμαίρεται η ηθική της ανωτερότητα και η αφ’ υψηλού θεώρηση των υπολοίπων; Μήπως έχει εκ μεταγγίσεως, αποκτήσει και αυτή το a priori (για να θυμηθούμε τον γερό παράξενο Ιμανουήλ Καντ) «ηθικό πλεονέκτημα», το οποίο της επιτρέπει την ανάληψη του ρόλου του ανακριτή, του εισαγγελέα, του δικαστή και, εν τέλει, του Θεού;
Γιατί αν δεν κάνω λάθος, εκείνοι με τους οποίους συγκυβέρνησε ο ηγέτης του κόμματός της, έχουν μεγάλες ευθύνες για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο ΟΣΕ αλλά και πλήθος άλλων ΔΕΚΟ, οι οποίες έχουν μετατραπεί σε ένα ιδιότυπο στρατό κατοχής, καταδυναστεύοντας την ελληνική κοινωνία. Κι ας μην ακούσω το επιχείρημα «μα κυβέρνησε μόνο έξι μήνες» γιατί έξι μήνες στην πολιτική είναι μία αιωνιότητα.
Δεν τα γνωρίζει αυτά η εν λόγω «βουλεύτρια» ή προτιμάει να μετέρχεται των γνωστών τεχνασμάτων παλαιοκομματικής προέλευσης, παρόλο που διατείνεται πως εκπροσωπεί το «νέο» και το «άφθαρτο»;
Η αμετροέπεια παρόμοιων ενεργειών, είναι προσβλητική για το σύνολο των εκπροσώπων της λαϊκής ετυμηγορίας, αλλά και του εκλογικού σώματος, εν γένει.
Αυτού του είδους οι πατερναλιστικές παραινέσεις, μέσω προκλητικών ενεργειών ή δηλώσεων, σε μία ανοιχτή κοινωνία, με ευρύτατη διάδοση του διαδικτύου, προκαλούν θυμηδία, αρχικά και, δικαιολογημένη οργή, στη συνέχεια.
Έχει αναλογιστεί η «βουλεύτρια» ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης και μάλιστα υπό την καθοδήγηση εμπειρότατου εφέτη ανακριτή και πως σε καθημερινή βάση προκύπτουν νέα δεδομένα για την υπόθεση του δυστυχήματος στα Τέμπη;
Με βάση ποια δεδομένα, αποφάσισε πως όσοι δεν συμφωνούν με τη δική της προσέγγιση, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, δεν στηρίζεται σε απτές αποδείξεις, παρά μόνο σε εικασίες και πολιτική σπέκουλα, είναι υποκριτές;
Γιατί ο απλός πολίτης να μην σκεφτεί αντίστροφα και να δει στην προκλητική και απαράδεκτη ενέργειά της, την εκ των προτέρων «δικανική της πεποίθηση» και «απόφαση» πως όσοι δεν συμφωνούν μαζί της είναι «υποκριτές», πως πρόκειται για ένα πυροτέχνημα με στόχο τη δημοσιότητα σε ένα συγκεκριμένο εκλογικό κοινό;
Είναι κρίμα, νέοι άνθρωποι που θέλουν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους στον πολιτικό στίβο και ευαγγελίζονται το νέο, να καταλήγουν τελικά κακέκτυπα ό,τι χειρότερου έχει να επιδείξει ο πολιτικός βίος των τελευταίων δεκαετιών.
Αν όμως, όχι μόνο δεν μπορούν να το αντιληφθούν, αλλά, απεναντίας, σκοπίμως μιμούνται τα χειρότερα παραδείγματα, τότε είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο πως θα έχουν και αυτοί την ίδια κατάληξη, δηλαδή την πρόωρη αποστρατεία και, κυρίως, τη λήθη.
Ίσως έχουν λίγο καιρό να σκεφτούν και να αναθεωρήσουν. Αν δεν το κάνουν, τότε η εκλογική και πολιτική τους μοίρα, οδηγεί κατευθείαν στην επικράτεια της λησμονιάς. Για το μόνο που μπορούν να είναι σίγουροι, είναι πως εκεί θα βρουν πολλούς από εκείνους, τις πράξεις των οποίων σήμερα μιμούνται.