Τελείωνε το μοιραίο για την πατρίδας μας 2015, όταν ο τότε υπουργός Παιδείας Αριστείδης Μπαλτάς, βασισμένος σε ένα «άρθρο - συμβόλαιο», οδήγησε πρώτα στην παραίτηση τον μέχρι τότε διευθυντή του κορυφαίου πολιτιστικού θεσμού της χώρας, του Ελληνικού Φεστιβάλ, Γιώργο Λούκο και στη συνέχεια, κραδαίνοντας στο αριστερό χέρι την ρομφαία του αρχάγγελου - κομισάριου του ηθικού πλεονεκτήματος, τον παρέπεμψε στη δικαιοσύνη με την κατηγορία της διασπάθισης του δημοσίου χρήματος.
Οι κακές γλώσσες, έλεγαν την εποχή εκείνη, πως τη θέση του κ. Λούκου, ορεγόταν κάποιος δημόσιος υπάλληλος, συγγενής γνωστής ηγερίας του αριστερού ηθικού πλεονεκτήματος, ο οποίος έτρεφε φιλοδοξίες για να αναδειχθεί ως νέος Ανατόλι Λουνατσάρσκι ή έστω σε κάτι που θα θύμιζε στέλεχος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου και ιμπρεσάριο μεγάλων καλλιτεχνικών σχημάτων και παραγωγών. Δεν είναι κακό να έχει κάποιος φιλοδοξίες, αρκεί να μην μετράει το μπόι του με βάση τη σκιά του και πάντως, χωρίς να κάνει καριέρα με τις πλάτες της αδελφής του.
Χθες, μετά από 7,5 ολόκληρα χρόνια, ο κ. Γιώργος Λούκος δικαιώθηκε πανηγυρικά από τη δικαιοσύνη, η οποία τον απάλλαξε από κάθε κατηγορία. Ο άνθρωπος αυτός, ταλαιπωρήθηκε επί 7,5 χρόνια, εξαιτίας ενός ψευδέστατου, όπως αποφάσισε η δικαιοσύνη, άρθρου, με την υπογραφή ενός «συναδέλφου».
Η είδηση προκάλεσε αισθήματα ανακούφισης, όχι μόνο στον κ. Λούκο αλλά και σε εκείνους, οι οποίοι με μεγάλο προσωπικό κόστος τον υποστήριξαν δημόσια, άντεξαν την κατακραυγή, τη διαπόμπευση και τις λοιδορίες των φαιά φορούντων και περί της ηθικής λαλούντων, οι οποίοι ερχόμενοι από τις πλατείες της «αγανάκτησης», όπου συναγελάζονταν με τα πλέον αντιδημοκρατικά, αντικοινοβουλευτικά στοιχεία ολάκερης της μεταπολιτευτικής εποχής, θέλησαν να αναμορφώσουν την κουλτούρα του λαού, εμβαπτισμένη στα νάματα ενός φαντασιακού ηθικού πλεονεκτήματος.
Θυμάμαι τον ορυμαγδό δηλώσεων «καλλιτεχνών» και «ανθρώπων των γραμμάτων» φίλα προσκείμενων στον ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι μιλούσαν για «κάθαρση» στο χώρο της τέχνης, έσπευδαν στους διαδρόμους της Βουλής να φωτογραφηθούν πριν ή κατά τις συνεδριάσεις για το «χρέος» με επικεφαλής εκείνον τον ανεκδιήγητο Βέλγο με τις σαγιονάρες και, κρυφά, να εποφθαλμιούσαν θέσεις στα κρατικά θέατρα και τους άλλους δημόσιους πολιτιστικούς οργανισμούς. Θυμάμαι, επίσης και τη σιωπή άλλων, οι οποίοι δεν βρήκαν το κουράγιο να ψελλίσουν δύο λόγια συμπαράστασης στον αδικημένο. Κρινόμαστε όλοι, όμως.
Τι απέμεινε από όλα αυτά; Τι έργο επέδειξαν οι λάτρεις του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» και της «τέχνης για τις μάζες»; Κρίνοντας εκ του θλιβερού αποτελέσματος των πεπραγμένων τους, η απάντηση είναι ένα μεγάλο στρογγυλό μηδενικό. Εκτός αν θεωρήσουμε ως πολιτιστικό προϊόν, διάφορες παραστάσεις, εκθέσεις και δρώμενα, τις οποίες επισκέφτηκαν μόνο οι συγγενείς των συμμετεχόντων.
Ιδανικοί στις ίντριγκες, αναποτελεσματικοί στο έργο. Μοναδικό τους προσόν, η υποταγή στο κόμμα, στην ιδεολογία, η οποία αν και ευαγγελίζεται τις αρχές του ουμανισμού, τελικά καταβροχθίζει και τον άνθρωπο και τον καλλιτέχνη. Κομφορμιστές που παρουσιάζονται ως ριζοσπάστες, ενσαρκώνουν στην πραγματική ζωή τον ήρωα της ταινίας του Ίστβαν Σάμπο, «Μεφίστο», η οποία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κλάους Μαν.
Ο ίδιος ο κ. Μπαλτάς, αφού έριξε πολλές μπαλταδιές στο έτσι κι αλλιώς ταλαιπωρημένο σώμα της δημόσιας εκπαίδευσης, σε μία φάση έξαρσης του αγωνιστικού του αναχωρητισμού, υπέκυψε στη γοητεία της ονοματολατρείας του κομμουνισμού, συγγράφοντας σχετικό πόνημα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, οδεύοντας προς ένα οδυνηρό τέλος, αφήνει πίσω του πολλές τέτοιες ιστορίες αδικίας και προσβολής. Η περίπτωση του κ. Λούκου είναι χαρακτηριστική και αναδεικνύει τον νεοαυταρχικό τρόπο με τον οποίο πολιτεύτηκε αυτό το κόμμα, τα τεσσεράμισι χρόνια που άσκησε εξουσία.
Χρησιμοποιώντας «φίλιες» πένες σε διάφορα έντυπα, «εκτελούσε συμβόλαια θανάτου χαρακτήρων», προκειμένου να αναδείξει, όπως ισχυριζόταν το «αριστερό ηθικό πλεονέκτημά του». Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ αυτό το ηθικό πλεονέκτημα. Απεναντίας, ο φθόνος, η κακεντρέχεια, το μίσος για τον Άλλον, ήταν εκείνα που καθόρισαν ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές που κούρασαν την κοινωνία, η οποία τώρα πια απηυδισμένη τους δείχνει το δρόμο προς έξοδο.