Μιλώντας χθες στην Σπάρτη, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κ. Ανδρουλάκης, δήλωσε πως δεν υπάρχει κάποιος «άγνωστος Χ» ως υποψήφιος πρωθυπουργός στο μυαλό του και πως εκείνο που προέχει, κατά τη γνώμη του, είναι οι «προγραμματικές συγκλίσεις».
Κάθε εχέφρων πολίτης, δεν μπορεί παρά να καλωσορίσει τέτοιες δηλώσεις, οι οποίοι δείχνουν να ξεκαθαρίζουν το τοπίο.
Βέβαια, για να γίνει αυτό, θα πρέπει οι πολίτες, κατά την Κυριακή των πρώτων εκλογών, να δώσουν ένα ποσοστό στο ΠΑΣΟΚ, ικανό να φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τους οιωνεί κυβερνητικούς του εταίρους.
Δεδομένων των δημοσκοπήσεων, το ΠΑΣΟΚ θα είναι τρίτο κόμμα στη Βουλή που θα προκύψει από τις πρώτες εκλογές. Αυτό σημαίνει πως οι επικεφαλής των δύο πρώτων σε κοινοβουλευτική δύναμη κομμάτων, δεν θα καταφέρουν να πείσουν πως έχουν βιώσιμη κυβερνητική λύση. Η μεν ΝΔ ξεκαθάρισε πως ενδιαφέρεται για αυτοδύναμη κυβέρνηση, ο δε ΣΥΡΙΖΑ πως θα προσπαθήσει να σχηματίσει κυβέρνηση με «προοδευτικό πρόσημο», ότι κι αν σημαίνει αυτό.
Ελπίζω πως δεν θα ξαναδούμε εικόνες, όπως τότε που ο πρόεδρος του Τσίπρα καλούσε αριστερίστικες οργανώσεις και σωματεία - σφραγίδες στη Βουλή, προκειμένου να διαβουλευτούν το σχηματισμό της κυβέρνησης της πρώτης φοράς αριστεράς, για να καταλήξει να αγκαλιάζεται με τον κ. Καμμένο στην σκηνή του προεκλογικού του περιπτέρου. Αυτό είναι ιστορία, αλλά καλό είναι να την έχουμε κατά νου.
Ας επιστρέψουμε, ωστόσο, στο ΠΑΣΟΚ.
Η πρόταση για κυβέρνηση συνεργασίας, συγκρούεται με την πραγματικότητα των αριθμών. Θα πρέπει να βρεθούν 151 βουλευτές. Αν, όμως, τα δύο πρώτα κόμματα, τα οποία θα έχουν και τις δύο μεγαλύτερες κοινοβουλευτικές ομάδες, δεν καταφέρουν να το κάνουν, πώς θα το καταφέρει το ΠΑΣΟΚ;
Θα προτείνει, κατά τον κ. Ανδρουλάκη, ένα κυβερνητικό σχήμα «προγραμματικών συγκλίσεων». Είναι, μάλιστα, τόσο σίγουρος που αυτό θα είναι γοητευτικό στα άλλα δύο κόμματα που δεν χρειάζεται να αναφερθεί σε συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία θα κληθούν να το εφαρμόσουν. Ας το δεχτώ για λόγους οικονομίας της συζήτησης.
Παρακάτω στις δηλώσεις του, ο κ. Ανδρουλάκης, κατηγορεί τη Ν.Δ. και τον αρχηγό της, αλλά και τον ΣΥΡΙΖΑ ως «πρωταγωνιστές της απαξίωσης» του πολιτικού συστήματος και της χώρας. Δικαίωμά του.
Πιθανόν, να μην αντιλαμβάνεται πως ούτε το ένα, ούτε το άλλο κόμμα, δεν πρόκειται να αλλάξουν ηγεσία, προκειμένου να συμμετάσχουν στην «κυβέρνηση προγραμματικών συγκλίσεων». Είναι και αυτό δικαίωμά τους και κανείς δεν μπορεί να τους το αμφισβητήσει.
Εξάλλου, θα ήταν πολύ άκομψο, να καθίσει στο ίδιο τραπέζι μαζί με τους «πρωταγωνιστές της απαξίωσης» ο κ. Ανδρουλάκης ως φορέας της Νέας Αλλαγής. Πόσο, μα πόσο αναντίστοιχη με την εποχή, είναι αυτή η ρετρό συνθηματολογία!
Τι απομένει;
Ο κ. Ανδρουλάκης θα μείνει με την τρίτη εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο χέρι και θα αναγκαστεί να την επιστρέψει, κατηγορώντας τους άλλους πως δεν έστερξαν στην πρότασή του.
Αυτή η «δημιουργική ασάφεια» στον προεκλογικό λόγο του ΠΑΣΟΚ, κάθε άλλο παρά θελκτική είναι για τον ψηφοφόρο, ο οποίος σήμερα, αναζητά συγκεκριμένη απάντηση για την Δευτέρα των εκλογών: θα έχει ή όχι η χώρα κυβέρνηση, η οποία θα μπορεί να προσπαθήσει να επιλύσει διάφορα προβλήματα και να αντιμετωπίσει προ(σ)κλήσεις σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο;
Όλοι γνωρίζουμε πως τόσο οι μακρές προεκλογικές περίοδοι, όσο και οι παρατεταμένες περίοδοι ακυβερνησίας, λειτουργούν παραλυτικά στο κράτος. Αυτός είναι ένας κίνδυνος που πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία.
Η προδιαγεγραμμένη πορεία προς τις διπλές βουλευτικές εκλογές, είναι οι Συμπληγάδες πέτρες μέσα από τις οποίες θα περάσουν όλα τα κόμματα. Κάποια θα τα καταφέρουν, κάποια άλλα όχι, γιατί πολύ απλά δεν θα βγαίνουν οι αριθμοί.
Θεωρώ - και ίσως να μην έχω δίκιο, αυτό θα φανεί μετά τις εκλογές - πως κερδισμένα θα βγουν τα κόμματα εκείνα που προεκλογικά θα διατυπώσουν με σαφήνεια τον στόχο τους. Τα υπόλοιπα θα συρρικνωθούν και κάποια ίσως χάσουν την κοινοβουλευτική τους εκπροσώπηση.
Στην πολιτική, όπως και στη ζωή, επιβιώνουν εκείνοι που έχουν συγκεκριμένους στόχους κι επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους στην επίτευξή αυτών των στόχων. Κανείς δεν συμπαθεί τις αοριστίες, κανείς δεν πείθεται, πλέον, με γενικόλογες αναφορές.