Όπως είναι γνωστό, ειδικά στους θαυμαστούς κόσμους των μίντια και της διπλωματίας, υπάρχουν πράγματα που γίνονται και δεν λέγονται, καθώς και άλλα που λέγονται αλλά δεν γίνονται. Ο πόλεμος στη Συρία και οι όσοι πρωταγωνιστούν σε αυτόν δεν θα μπορούσαν, φυσικά, να αποτελέσουν εξαίρεση στον παραπάνω γενικό κανόνα.
Στην πρώτη κατηγορία, λοιπόν, όσων δηλαδή γίνονται αλλά δεν λέγονται, ανήκει η ενεργός συμμετοχή της Ρωσίας όχι γενικώς στις συγκρούσεις στο πλευρό του Μπασάρ αλ-Άσαντ, αλλά και ειδικώς στο βαρύ πλήγμα που καταφέρθηκε σε βάρος του τουρκικού στρατού τη βράδυ της Πέμπτης. Δεν χρειάζεται, εξάλλου, να έχουν εκτοξευθεί οι πύραυλοι από ρωσικά αεροσκάφη για να ισχύει αυτό. Αρκεί να δόθηκαν οι κατάλληλες πληροφορίες εκεί που έπρεπε και όταν έπρεπε, να διασφαλίστηκαν τα νώτα των επιτιθέμενων και ο εναέριος πάνω από την Ιντλίμπ να «κλείδωσε» αποκλειστικά για τα φίλια αεροσκάφη – κάτι που ουδείς αμφισβητεί ότι έγινε και γίνεται.
Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η οργανική σχέση την οποία διατηρεί (και μάλιστα εδώ και χρόνια...) η Άγκυρα με τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους, της αλ Κάιντα και των παρακλαδιών τους στη Συρία. Γι' αυτούς, άλλωστε, ισχύει ό,τι ακριβώς και για τους Κούρδους στο απέναντι στρατόπεδο, που τους χρησιμοποίησαν αποτελεσματικά οι Αμερικανοί: Αποτελούν τις πιο αξιόπιστες και αξιόμαχες δυνάμεις στο έδαφος, που είχαν και έχουν τη δυνατότητα να «εκπροσωπήσουν» την Τουρκία εκεί όπου αυτή δεν θέλει να στείλει το πεζικό – ή δεν διαθέτει επαρκείς δυνάμεις.
Ειρήνη ναι – αλλά για ποιον;
Ας περάσουμε τώρα στην δεύτερη κατηγορία – αυτών που λέγονται αλλά δεν γίνονται. Εδώ θα πρέπει να κατατάξουμε, πρώτα από όλα, το έντονο ενδιαφέρον που εκδηλώνουν όλες οι πλευρές για τον λαό της Συρίας, τα δικαιώματά του, την κυριαρχία και την ακεραιότητα της χώρας, την ειρήνη. Όπως άλλωστε και για τα εκατομμύρια των προσφύγων που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τον τόπο τους για να σωθούν.
Οι πάντες – και ο Ερντογάν με τον Πούτιν, όπως και ο Τραμπ με τους ηγέτες της Ευρώπης – ενδιαφέρονται για τα δικά τους συμφέροντα, τις ζώνες επιρροής τους, το κύρος τους. Εάν ίσχυε το αντίθετο θα φρόντιζαν, πρώτα από όλα, να τελειώσουν τον πόλεμο στον οποίο πρωταγωνιστούν, έτσι ώστε να μην γεννιούνται νέοι πρόσφυγες. Ειδικά δε ο πρόεδρος της Τουρκίας, δεν θα τους χρησιμοποιούσε τόσο ωμά και ξεδιάντροπα για να εκβιάσει την ΕΕ, κρατώντας κλειστά τα σύνορα όσο όλα ήγαν υπό έλεγχο και του πήγαιναν καλά και ανοίγοντας τα τώρα που στριμώχτηκε.
Σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνεται, για την ώρα, και το κεφάλαιο του ΝΑΤΟ. Διότι, η Συμμαχία μπορεί να επέρριψε την αποκλειστική ευθύνη για τη δραματική τροπή που έχει πάρει ο πόλεμος στη Μόσχα και τη Δαμασκό, δηλώντας παράλληλα ότι στέκεται αλληλέγγυα στο πλευρό της Τουρκίας, αλλά δεν πήγε ούτε μισό βήμα παραπέρα – πράγμα που σημαίνει ότι η αλληλεγγύη ισχύει μόνο στα λόγια (που λέγονται) αλλά δεν περιλαμβάνει πράξεις (που γίνονται).
Η εξήγηση είναι απλή και διπλή: Αφενός, υπάρχουν κράτη-μέλη (κυρίως ευρωπαϊκά) τα οποία δεν έχουν καμία όρεξη να εμπλακούν σε μια υπόθεση η οποία είναι προφανές ότι εξυπηρετεί τις επιδιώξεις της Τουρκίας και τους τυχοδιωκτισμούς του Ερντογάν. Και αφετέρου – κι αυτό είναι το πιο σημαντικό – διότι η άμεση εμπλοκή του ΝΑΤΟ (άρα και των ΗΠΑ) στη Συρία θα σημάνει αυτομάτως ότι θα βρεθεί αντιμέτωπο με τη Ρωσία, πυροδοτώντας μια σύγκρουση από την οποία είναι φανερό ότι όλοι θα χάσουν – ακόμη και οι τυπικά νικητές, όταν αναγκαστούν να μετρήσουν με φρίκη και δέος το κόστος.
Ο φαύλος κύκλος
Καλά και ενδιαφέροντα όλα αυτά, θα πει κανείς. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι ο πόλεμος συνεχίζεται, κλιμακώνεται και υπάρχει άμεση απειλή γενικότερης ανάφλεξης στην περιοχή. Απέναντι σε αυτό τι κάνουμε;
Όπως συνηθίζουν να υπογραμμίζουν οι επιστήμονες – ειδικά των θετικών πεδίων, αλλά και της ψυχολογίας, η οποία πρακτικά δεν απέχει πολύ – η μισή λύση ενός προβλήματος βρίσκεται στην ορθή και πλήρη διατύπωσή του. Κάτι που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συναρτάται άμεσα με τα εξής ερωτήματα: Ποιοι έχουν όφελος από αυτόν τον πόλεμο και επιδιώκουν τη συνέχισή του μέχρι να πετύχουν τους σκοπούς τους; Ποιοι, από την άλλη, έχουν συμφέρουν να σταματήσει άμεσα και να επικρατήσει η ειρήνη μεταξύ των λαών, ανεξαρτήτως της εθνότητας και της θρησκείας τους; Και τέλος, τι μπορούν να κάνουν οι δε, που προφανώς είναι σε θέση αδυναμίας, ώστε να αποκτήσουν το πάνω χέρι από τους μεν και να επιβάλλουν την άποψή τους;
Πολύ δύσκολο, βουνό ολόκληρο, θα ισχυριστούν ορισμένοι. Γιατί, μήπως ο πόλεμος και οι συνέπειές του είναι πιο εύκολο πρόβλημα;