Πριν από 30 χρόνια, στις 27 Απριλίου 1994, μετά από αιώνες καταπίεσης, οι Νοτιοαφρικανοί ψήφισαν για πρώτη φορά σε γενικές εκλογές, αναδεικνύοντας τον Νέλσον Μαντέλα, τον πρώτο μαύρο πρόεδρο της χώρας. Αυτό σηματοδότησε το επίσημο τέλος του απαρτχάιντ.
Το απαρτχάιντ καθιερώθηκε το 1948 από το Εθνικό Κόμμα, το οποίο κυβέρνησε τη Νότια Αφρική μέχρι το 1994. Ο όρος, ο οποίος κυριολεκτικά σημαίνει «διαχωρισμός», αντανακλούσε μια βίαια ρατσιστική και κατασταλτική πολιτική που αποσκοπούσε στο να διασφαλίσει ότι οι λευκοί, οι οποίοι αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της χώρας, θα συνέχιζαν να κυριαρχούν.
Παρόλο που η πολιτική ξεκίνησε επίσημα το 1948, η πρακτική των φυλετικών διακρίσεων έχει βαθιές ρίζες στη νοτιοαφρικανική κοινωνία. Ήδη από το 1788, οι Ολλανδοί αποικιοκράτες άρχισαν να θεσπίζουν νόμους και κανονισμούς που διαχώριζαν τους λευκούς εποίκους και τους γηγενείς Αφρικανούς. Το 1948, όταν το Εθνικό Κόμμα ήρθε στην εξουσία, θέσπισε μια σειρά από πολιτικές, οι οποίες αποσκοπούσαν στο να «εξασφαλίσουν την επιβίωση της λευκής φυλής» θεσπίζοντας φυλετικούς διαχωρισμούς σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας και σε κάθε πτυχή της ζωής.
Μια από τις πρώτες πράξεις που ψηφίστηκαν ήταν ο νόμος περί απαγόρευσης των μικτών γάμων, το 1949, ο οποίος απαγόρευε τους γάμους μεταξύ Ευρωπαίων και μη Ευρωπαίων. Τον επόμενο χρόνο νέα νομοθεσία απαγόρευσε τη σεξουαλική επαφή μεταξύ Ευρωπαίων και μη Ευρωπαίων. Επιπλέον, το 1950, η κυβέρνηση πέρασε τον νόμο για την καταγραφή του πληθυσμού, ο οποίος κατηγοριοποιούσε κάθε Νοτιοαφρικανό με βάση τη φυλή του και στη συνέχεια απαιτούσε από τους πολίτες να φέρουν μαζί τους ανά πάσα στιγμή μια κάρτα που να δηλώνει τη φυλετική τους ταυτότητα. Ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε αργότερα το 1952, εκδίδοντας «βιβλία αναφοράς» αντί για κάρτες. Όποιος συλλαμβανόταν χωρίς το «βιβλίο αναφοράς» του τιμωρούνταν με πρόστιμο ή φυλάκιση.
Κατά τη δεκαετία του '80, είχε ήδη διαμορφωθεί ισχυρό αντιπολιτευτικό ρεύμα. Το 1990, ο πρόεδρος Φρεντερίκ ντε Κλερκ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για τη λήξη του απαρτχάιντ, με αποτέλεσμα τη διεξαγωγή δημοκρατικών εκλογών το 1994 με τη συμμετοχή όλων των εθνοτήτων.
AP Photo/ John Parkin
«Το 2024 είναι το δικό μας 1994»
Το Σάββατο, η Νότια Αφρική γιόρτασε την επέτειο της δημοκρατίας με μια τελετή στην πρωτεύουσα. Ως επικεφαλής του κράτους, ο πρόεδρος Σιρίλ Ραμαφόσα προέδρευσε των εορτασμών, στους κήπους των κυβερνητικών κτιρίων στην Πρετόρια.
Μίλησε επίσης ως ηγέτης του Αφρικάνικου Εθνικού Κογκρέσου, το οποίο πιστώνεται ευρέως την απελευθέρωση της Νότιας Αφρικής από το ρατσιστικό σύστημα καταπίεσης.
Ωστόσο, ανατρέχοντας στα τελευταία 30 χρόνια, η πραγματικότητα για την κατάσταση του «έθνους του ουράνιου τόξου» του Μαντέλα είναι αρκετά ανησυχητική: Η οικονομία πάσχει, η κοινωνία εξακολουθεί να είναι διαιρεμένη και οι κάτοικοι αισθάνονται ότι οι πολιτικοί τους δεν τους καταλαβαίνουν.
Εν τω μεταξύ, το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών συνεχίζει να μεγαλώνει - παρά το γεγονός ότι το ANC κατέστησε το ζήτημα κεντρικό μέλημα όταν ήρθε στην εξουσία το 1994, αναφέρει η Deutsche Welle, σε σημερινό της αφιέρωμα.
Το ANC βρίσκεται στην εξουσία από τις πρώτες δημοκρατικές εκλογές 1994. Ωστόσο, αναλυτές και δημοσκοπήσεις προβλέπουν ότι η φθίνουσα δημοτικότητα του κόμματος που κάποτε ηγείτο ο απελευθερωτής Μαντέλα είναι πιθανό να το οδηγήσει σε εκλογική ήττα, στις κάλπες του Μαΐου.
«Λίγες ημέρες στη ζωή του έθνους μας μπορούν να συγκριθούν με εκείνη την ημέρα, όταν γεννήθηκε η ελευθερία», δήλωσε ο Ραμαφόσα. «Η Νότια Αφρική άλλαξε για πάντα. Σηματοδότησε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του έθνους μας, μια στιγμή που είχε απήχηση σε ολόκληρη την Αφρική και σε ολόκληρο τον κόσμο».
«Εκείνη την ημέρα, η αξιοπρέπεια όλων των ανθρώπων της Νότιας Αφρικής αποκαταστάθηκε», τόνισε.
AP Photo/David Brauchli
Ο πρόεδρος, ο οποίος στεκόταν μπροστά από ένα πανό με τη λέξη «Ελευθερία», αναγνώρισε τα κύρια προβλήματα που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η χώρα του, τρεις δεκαετίες αργότερα, σημειώνει ο Guardian. Την φτώχεια και την ανισότητα, ζητήματα που θα βρεθούν και πάλι στο επίκεντρο του πολιτικού διαλόγου, όταν οι Νοτιοαφρικανοί θα κληθούν να ψηφίσουν στις 29 Μαΐου. Ο Ραμαφόσα παραδέχθηκε ότι υπήρξαν «πισωγυρίσματα».
Οι εκλογές του 1994 άλλαξαν τη Νότια Αφρική από μια χώρα όπου οι μαύροι κάτοικοι στερούνταν τις περισσότερες βασικές ελευθερίες, όχι μόνο το δικαίωμα ψήφου. Μετά την πτώση του απαρτχάιντ, υιοθετήθηκε ένα Σύνταγμα που εγγυάται τα δικαιώματα όλων των Νοτιοαφρικανών, ανεξάρτητα από τη φυλή, τη θρησκεία, το φύλο ή τη σεξουαλικότητά τους.
Ωστόσο, σημειώνει το βρεταννικό μέσο, η ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων δεν φαίνεται να έχει βελτιωθεί πολύ, με τη μαύρη πλειοψηφία της χώρας, η οποία αποτελεί περισσότερο από το 80% του πληθυσμού των 62 εκατ. κατοίκων, να εξακολουθεί να πλήττεται σε συντριπτικό βαθμό από σοβαρή φτώχεια.
Το επίσημο ποσοστό ανεργίας, η οποία έχει σκαρφαλώσει το 32%, είναι το υψηλότερο στον κόσμο, ενώ το ποσοστό για τους νέους ηλικίας 15 έως 24 ετών ξεπερνά το 60%. Περισσότεροι από 16 εκατ. Νοτιοαφρικανοί - ήτοι το ένα τέταρτο χώρας - βασίζονται σε επιδοτήσεις για την επιβίωσή τους.
Η Νότια Αφρική εξακολουθεί να καταγράφει τις μεγαλύτερες ανισότητες στον κόσμο όσον αφορά την κατανομή του πλούτου, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, με βασικό παράγοντα τα φυλετικά χαρακτηριστικά.
Την εβδομάδα που προηγήθηκε της επετείου, πολλοί Νοτιοαφρικανοί ρωτήθηκαν τι σήμαιναν για αυτούς τα 30 χρόνια ελευθερίας. Η κυρίαρχη απάντηση ήταν ότι, ενώ το 1994 ήταν μια ιστορική στιγμή, τώρα επισκιάζεται από την ανεργία, το βίαιο έγκλημα, τη διαφθορά και την κατάρρευση βασικών υπηρεσιών.
Επίσης, αρκετοί Νοτιοαφρικανοί που δεν βίωσαν ποτέ το απαρτχάιντ, οι λεγόμενοι «γεννημένοι ελεύθεροι», είναι πλέον σε ηλικία ψήφου, και πιστεύουν ότι «το 2024 είναι το δικό τους 1994».
AP Photo/John Parkin
Με πληροφορίες από Deutsche Welle, Guardian, Black Past