Η Άνγκελα Μέρκελ υπερασπίστηκε την άρνησή της να προσφέρει στην Ουκρανία έναν δρόμο προς την ένταξή της στο ΝΑΤΟ το 2008, λέγοντας ότι θα «έπαιζε με τη φωτιά» αν αγνοούσε την αντίθεση της Ρωσίας στην ένταξη του Κιέβου στη στρατιωτική συμμαχία.
Συγκεκριμένα, αυτό το επιχείρημα περιλαμβάνεται στο Freedom: Memoirs 1954-2021, τα απομνημονεύματα της μακροβιότερης καγκελαρίου της Γερμανίας, αποσπάσματα των οποίων δημοσιεύθηκαν στην εβδομαδιαία εφημερίδα Die Zeit την Τετάρτη (20/11), σύμφωνα με τους Financial Times.
Μάλιστα, η Μέρκελ έχει αντιμετωπίσει σφοδρή κριτική από την πλήρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 για την εξωτερική της πολιτική τα χρόνια πριν τον πόλεμο, με ορισμένους από τους επικριτές της να την κατηγορούν ότι συμπαθούσε τον Πούτιν.
Αμέσως μετά την εισβολή, η Μέρκελ υπερασπίστηκε την επιμονή της να διατηρεί ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας με τον Πούτιν, λέγοντας ότι η Ρωσία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη στον κόσμο και «δεν μπορώ να προσποιηθώ ότι απλώς δεν υπάρχει».
Αλλά μετά τις φρικαλεότητες που διέπραξαν τα ρωσικά στρατεύματα στην Μπούχα, κοντά στο Κίεβο, λίγες εβδομάδες μετά τον πόλεμο, ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι κάλεσε τη Μέρκελ και τον πρώην Γάλλο πρόεδρο, Νικολά Σαρκοζί, να επισκεφθούν την πόλη για να δουν τον αντίκτυπο των «14 ετών παραχωρήσεων στη Ρωσία».
Μεγάλο μέρος της κριτικής απέναντι στη Μέρκελ επικεντρώθηκε στη θέση που πήρε στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008, όπου η ίδια και ο Σαρκοζί αντιστάθηκαν στις προσπάθειες να προσφέρουν στην Ουκρανία και τη Γεωργία ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, γνωστό ως «σχέδιο δράσης μελών» (MAP), το οποίο θα οδηγούσε στην ένταξη.
Η Μέρκελ είπε ότι το να δοθεί καθεστώς ΜΑΡ στις δύο πρώην σοβιετικές δημοκρατίες θα ήταν μια υπόσχεση για ένταξη στο ΝΑΤΟ που δύσκολα θα μπορούσε να ανατραπεί.
Στο βιβλίο, λέει ότι ο κύριος λόγος της για τον αποκλεισμό της ένταξης της Ουκρανίας ήταν το γεγονός ότι ο ρωσικός στόλος της Μαύρης Θάλασσας ήταν ακόμα σταθμευμένος στην Κριμαία, τη χερσόνησο που ελεγχόταν από το Κίεβο μέχρι την προσάρτηση από τη Μόσχα το 2014.
«Ήταν πρωτοφανές για μία υποψήφια χώρα του ΝΑΤΟ να έχει τέτοια εμπλοκή με τις ρωσικές στρατιωτικές δομές», γράφει.