Η άνοδος των μεσαίων δυνάμεων στον παγκόσμιο χάρτη
Shutterstock
Shutterstock

Η άνοδος των μεσαίων δυνάμεων στον παγκόσμιο χάρτη

Ενώ η δημοσιότητα εστιάζεται στην περιπτωσιολογία σοβαρών η μη κινήσεων και δηλώσεων, ένα νέο διεθνές σύστημα αναδύεται. Ένα σύστημα το οποίο, όπως εξήγησα πέρσι με διάφορες αφορμές, είναι πολυπολικό και πολυκεντρικό. Ακριβέστερα, είναι ένα σύστημα που θα απαρτίζεται από λίγους (αλλά κατά κανένα τρόπο δυο) πόλους και πολλά επιμέρους κέντρα.

Στο σύστημα αυτό, οι μεσαίες δυνάμεις διαδραματίζουν ολοένα σημαντικότερους ρόλους. Οι μεσαίες δυνάμεις δεν διαθέτουν πυρηνικά όπλα, στρατηγικά ή τακτικά, όμως ο συνδυασμός οικονομικής ισχύος ή δυνατοτήτων, γεωπολιτικής θέσης και ρόλων σε διεθνή ή περιφερειακά δίκτυα τους ανοίγει το δρόμο στην πιθανότητα να καταστούν κέντρα (και όχι πόλοι, όπως λανθασμένα ενίοτε υποστηρίζεται) επιδραστικών διεθνών διαδράσεων. Η νέα σημασία των μεσαίων και περιφερειακών δυνάμεων (όπως Αυστραλία, Γερμανία, Βραζιλία, Ιαπωνία, Τουρκία, Ιταλία, Νότια Αφρική) συνδυάζεται καλά με τα βασικά χαρακτηριστικά του αναδυόμενου συστήματος.

Ακριβώς επειδή ένα από τα χαρακτηριστικά του είναι η ρευστότητα, το αναδυόμενο σύστημα ευνοεί ποικίλες μετακινήσεις και μετατοπίσεις που αντανακλούν επιμέρους πεδία συγκλινόντων συμφερόντων περισσότερο από μακροχρόνιες ιστορικές συμμαχίες. Οι τελευταίες είναι φυσικά σημαντικές (π.χ., η σχέση της Βρετανίας με την Πορτογαλία, της Γερμανίας με την Τουρκία, της Γαλλίας με την Ελλάδα) αλλά καθίστανται σχετικά σπανιότερες και ενίοτε περισσότερο ευάλωτες σε διακυμάνσεις. Παράλληλα, ορισμένα ειδικότερα πεδία όπως η κυβερνοασφάλεια επιτείνουν τη σημασία των πολλαπλών κέντρων αλλά και της κινητικότητας μεταξύ των οντοτήτων που παροδικά συνθέτουν τους διαφορετικούς πόλους.

Παρατηρούμε, συνεπώς, την εμφάνιση ενός νέου, πολύπλοκου αστερισμού: ένας περιορισμένος αριθμός πόλων (τρεις ή τέσσερις, πάντως περισσότεροι από δύο) και ένας μεγαλύτερος αριθμός κέντρων ή αναδυόμενων κέντρων, αποτελούμενα από μία ή περισσότερες μεσαίες δυνάμεις που προσπαθούν να επιτύχουν ρόλους τόσο εντός όσο και μεταξύ διαφορετικών πόλων.

Από την μετα-μονοπολική στην ρευστή πολυπολική περίοδο

Η «μονοπολική στιγμή», όπως αρχικά την είχε ονομάσει ο Charles Krauthammer το 1990, διήρκησε αρκετά για να θεωρείται πια μονοπολική περίοδος, αλλά δεν αποτελούσε «αυτοκρατορία»: το διεθνές πλαίσιο παρέμεινε σαφώς κρατο-κεντρικό με συνύπαρξη ισχυρών ανταγωνιστικών στοιχείων και ορισμένων θεσμικών – κανονιστικών πτυχών.

Τα τρία βασικά κριτήρια για την μονοπολικότητα (κατανομή πόρων, κατανομή μέσων στρατιωτικής ισχύος, δυνατότητα επίτευξης μονομερών στόχων) επιβεβαίωναν τον πρωταγωνιστικό ρόλο των ΗΠΑ τουλάχιστον μέχρι την ενδο-δυτική κρίση που προκλήθηκε το 2003-2004 όταν μόνο η Βρετανία, η Αυστραλία και η Πολωνία στήριξαν στρατιωτικά τις ΗΠΑ στο Ιράκ ενώ η Γαλλία και σε μικρότερο βαθμό η Γερμανία άσκησαν δημόσια κριτική.

Σήμερα, το ερώτημα για τη «στρατηγική αυτονομία» της ΕΕ έχει προφανώς παραμεριστεί όσο διαρκεί η πολεμική φάση της σύγκρουσης Ρωσίας – Ουκρανίας. Οι φιλόδοξες προτάσεις για μια ΕΕ ως διακριτό πόλο έχουν στην παρούσα φάση παραμεριστεί και η συζήτηση περιορίζεται σε μια εκδοχή συμπληρωματικότητας με σχετική ανεξαρτησία, που όμως και αυτή μένει εν πολλοίς στα χαρτιά λόγω Πούτιν.

Όμως ο αναδυόμενος κόσμος μπορεί να αποτυπωθεί συνοπτικά με την εξής διατύπωση: είναι ένας κόσμος που αφήνει πίσω του την μονοπολική περίοδο (που ξεκίνησε το 1990-91 και η λήξη της παραμένει εν πολλοίς ανοικτή σε ερμηνείες) χωρίς να επιστρέφει σε διπολισμό, παρά τα παροδικά φαινόμενα και παρά την προσπάθεια ορισμένων δρώντων να επιτύχουν μια βίαιη διπολοποίηση ενόψει της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, καλούμαστε να απαντήσουμε στο ερώτημα: πώς μπορεί να διασφαλιστεί και να καλλιεργηθεί περαιτέρω η σταθερότητα και η λειτουργικότητα των διατλαντικών δεσμών, σε πλαίσιο ειρηνικής συνύπαρξης στην Ευρώπη, χωρίς να υποκύψουμε σε μια ιδεολογικά παραμορφωμένη άρνηση της νέας πραγματικότητας που αναδύεται στο διεθνές περιβάλλον;

Ανεξάρτητα από τις διάφορες προτιμήσεις μας (πολιτικές, κανονιστικές, γνωσιολογικές, εθνικές, πολιτισμικές, υλικών συμφερόντων, επενδυτικές, ενεργειακές, κλπ.), πρέπει να αντιληφθούμε τη σταδιακή απομάκρυνση από τη μονοπολικότητα με τρόπους που κατανοούν την πραγματική της συνάφεια στο πρόσφατο παρελθόν και να επεξεργαστούμε τα σενάρια που δίνουν έμφαση στην δυνατότητες για ειρηνικές μεταβάσεις μέσω διαπραγματεύσεων, διατηρώντας κρίσιμες συμμαχίες που στηρίζουν μια διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες.

Ας αναλογιστούμε ορισμένες καταρχήν θετικές εξελίξεις της τελευταίας περιόδου. Το ΝΑΤΟ προ ημερών υποδέχθηκε την Φινλανδία ως 31ο μέλος του. Αυτό, μεταξύ άλλων, σημαίνει ότι τα σύνορα ΝΑΤΟ – Ρωσίας από έκταση 1.215 χιλιομέτρων έγιναν σύνορα έκτασης 2.555 χιλιομέτρων. Σχετικά σύντομα αναμένεται να ενταχθεί και η Σουηδία ως 32ο μέλος, εφόσον η Συμμαχία αλλά και η Σουηδία αποδείξουν ότι δεν εκβιάζονται από την Τουρκία. Κρίσιμο όμως θα είναι και να επανεπιβεβαιωθεί ότι το ΝΑΤΟ παραμένει συμμαχία δημοκρατιών.

Θετικό, σε ένα άλλο επίπεδο, είναι το γεγονός ότι εξελίσσεται αρκετά καλά σε παγκόσμιο επίπεδο ο λεγόμενος Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης, ο οποίος κατατάσσει τα μέλη του ΟΗΕ βάσει μιας συνδυαστικής αξιολόγησης κατά κεφαλήν εισοδήματος, μορφωτικού επιπέδου και προσδόκιμου ζωής. Π.χ. για το 2022 η Ελβετία, η Νορβηγία και η Ισλανδία βρίσκονται στις τρεις πρώτες θέσεις, η Γερμανία στη θέση 9, οι ΗΠΑ στη θέση 21, η Ιταλία στη θέση 30, η Ελλάδα στη θέση 33, η Ουγγαρία στη θέση 46, η Τουρκία στη θέση 48, η Ρωσία στη θέση 52, η Κίνα στη θέση 79, το Αφγανιστάν στη θέση 180, ο Νίγηρας, το Τσάντ και το Νότιο Σουδάν στις τρεις τελευταίες θέσεις. Το σημαντικό στοιχείο είναι ότι ο δείκτης έχει βελτιωθεί συνολικά: από το 1990 ως το 2022 έπεσε αισθητά ο αριθμός των χωρών που κατηγοριοποιούνται ως χώρες χαμηλής ανάπτυξης.

Η σημερινή συγκυρία, που σημαδεύεται αφενός από την ρωσική επιθετικότητα και αφετέρου από τον πειρασμό κέντρων της Δύσης να περιορίσουν την Κίνα όσο η Κίνα είναι ακόμη δυνατό να περιοριστεί, διαμορφώνεται επάνω σε ένα φόντο που περιλαμβάνει:

(α) Την ύπαρξη εννέα πυρηνικών δυνάμεων: Ρωσία, ΗΠΑ, Κίνα, Γαλλία, Βρετανία, Πακιστάν, Ινδία, Βόρεια Κορέα, Ισραήλ.

(β) Την αναπαραγωγή του φαινομένου των «αποτυχημένων κρατών» (failed states). Όπως εύστοχα το έθεσε ο Richard Haass σε πρόσφατη ανάλυσή του, τα αποτυχημένα κράτη και οι εσωτερικές συγκρούσεις και εμφύλιοι πόλεμοι θα εξακολουθήσουν να αποτελούν συχνά φαινόμενα, λόγω των πολλών και αυξανόμενων παραγόντων που προκαλούν διακρατικές και ενδοκρατικές συγκρούσεις. Η Σομαλία παραμένει και σήμερα αποτυχημένο κράτος, τρεις δεκαετίες αφότου κατέρρευσε. Η Υεμένη, το Νότιο Σουδάν, η Κεντροαφρικανική Πολιτεία και η Λαϊκή Πολιτεία του Κογκό μετατράπηκαν σε αποτυχημένα κράτη, ενώ το παρόν και το μέλλον της Συρίας παραμένει αίνιγμα, ιδιαίτερα μετά τις πρόσφατες πρωτοβουλίες επανέναρξης σχέσεων με αραβικά κράτη της ευρύτερης περιοχής. Όλα αυτά είναι κρίσιμα λόγω των μεταναστευτικών ροών, αλλά και λόγω των επιδράσεων, ευκαιριών, πειρασμών και ερεθισμάτων που προκαλούν σε άλλους δρώντες, είτε γειτονικούς (π.χ. Τουρκία) είτε απομακρυσμένους (π.χ. Κίνα).

(γ) Την επανέναρξη διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν με διαμεσολάβηση του Ιράκ και κυρίως της Κίνας. Η δυναμική της σύγκρουσης μεταξύ των δυο μεγάλων αντιπάλων του μουσουλμανικού κόσμου της ευρύτερης περιοχής, σουνιτικού και σιϊτικού, αποτελούσε επί δεκαετίες το υπόβαθρο πολλών ρηγμάτων και καθόριζε προοπτικές και όρια άλλων συνεργασιών και αντιπαραθέσεων. Παρότι έχουν γραφτεί πολλές υπερβολές για την εξέλιξη αυτή, τρία στοιχεία είναι σχετικά προφανή. Πρώτον, ο ρόλος της Κίνας. Δεύτερον, η μεταλλασσόμενη και απρόβλεπτη, πια, στρατηγική του Ριάντ. Και ένα τρίτο: το ζήτημα «Ιραν» γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο και, αντίστοιχα, καθίσταται κάπως λιγότερο τοξική η σχέση μαζί του για π.χ. την Τουρκία, μεταξύ άλλων. Όλα αυτά αποτελούν επιβεβαίωση αυτού που γράφω αναλυτικά από χρόνια, πιο πρόσφατα και με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις απλοϊκότητες που λέγονται για ένα «νέο Ψυχρό Πόλεμο»: ο πλανήτης παρουσιάζει πια μιαν εξαιρετικά σύνθετη πολιτική οντότητα, δεν ταυτίζεται με τη Δύση ούτε θα ξαναμπεί εύκολα σε νέους διπολισμούς.

(δ) Την υποχώρηση του αποκαλούμενου «αυταρχικού μοντέλου ανάπτυξης» στην Κίνα, το οποίο συναντά δυο ειδών προβλήματα: σειρά οικονομικών και αναπτυξιακών ζητημάτων που δεν φαίνεται να μπορούν να αντιμετωπιστούν εύκολα και, παράλληλα, πολιτικά και θεσμικά αδιέξοδα καθώς αποδεικνύεται ότι ο ήπιος αυταρχισμός είναι χίμαιρα (σήμερα η Κίνα αυταρχικοποιείται περαιτέρω) ενώ εγκαταλείπει την παράδοση της Ήρεμης Δύναμης του Deng.

Αλλά παράλληλα, η Κίνα αποτελεί σχεδόν από μόνη της έναν κρίσιμο παράγοντα των ορυκτών πράσινης ενέργειας (π.χ. κοβάλτιο, νικέλιο, αλουμίνιο, χαλκός). Φαίνεται ότι η «ενεργειακή μετάβαση» θα μας κάνει περισσότερο, όχι λιγότερο αναγκασμένους να μιλάμε με την Κίνα.

Ρευστός ή συγκρουσιακός πλουραλισμός;

Ανάλογα με τις συνθήκες, οι προαναφερθείσες εξελίξεις μπορεί να οδηγήσουν σε πολύ διαφορετικές εκβάσεις. Μπορεί να ενθαρρύνουν την πλουραλιστική σταθερότητα μέσω δικτύων επικαλυπτόμενων μελών από διαφορετικούς πόλους και κέντρα ή/και που παράλληλα έχουν καλές σχέσεις με διαφορετικούς πόλους και κέντρα (π.χ. η συμμετοχή Αυστραλίας, Ιαπωνίας, Ινδίας, ΗΠΑ στην Quad).

Ενδέχεται όμως και να υπονομεύσουν με καταλυτικό τρόπο την διεθνή τάξη που θεωρεί ότι είναι βασισμένη σε κανόνες, ενθαρρύνοντας περαιτέρω κατακερματισμό σύμφωνα με τις γραμμές πολλών διαφορετικών νοοτροπιών επιμέρους πόλων και μπλοκ.

Η σταθερότητα προϋποθέτει περισσότερους από έναν πόλους με σχετικά συγγενή αντίληψη για τις διεθνείς νόρμες και τους διεθνείς κανόνες και την δραστηριότητα επιμέρους κέντρων κάποια από τα οποία θα προσφέρουν την λειτουργία των μερικώς αλληλεπικαλυπτόµενων δομών συμμετοχής. Το δημοφιλές δίπολο Καλοί – Κακοί οδηγεί σε δυσκαμψίες που δεν κουμπώνουν με τις εξελίξεις ενώ τελικώς θα βραχυκυκλώσουν και τη διεθνή οικονομία. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάδυση ενός ευρωπαϊκού πόλου, παρότι σήμερα μοιάζει μακρινή, θα μπορούσε να αποτελέσει έναν κρίσιμο παράγοντα ειρήνης και αποφυγής νέας παγκόσμιας σύγκρουσης σε έναν κόσμο αυξανόμενης ρευστότητας.

*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics, κοσμήτορας και αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.