Του Γιώργου Παυλόπουλου
Μετά τη Βαυαρία και την οδυνηρή ήττα των Χριστιανοκοινωνιστών, έρχεται η σειρά της Έσσης, αυτή την Κυριακή. Μετά την Έσση, όπου τα προγνωστικά προβλέπουν εξίσου κακή επίδοση για τους Χριστιανοδημοκράτες, το επόμενο μεγάλο εκλογικό ραντεβού για τη Γερμανία είναι οι ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου. Και μετά τις ευρωεκλογές, στις οποίες αναμένεται να αποτυπωθούν και σε πανεθνικό επίπεδο οι ραγδαίες αλλαγές που συντελούνται στο πολιτικό τοπίο της Γερμανίας, τι έχει άραγε σειρά;
Η αλήθεια είναι ότι όπως διαμορφώνεται η κατάσταση, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της Γερμανίας δεν μπορεί κανείς να βάλει το χέρι του στη φωτιά ότι τούτη η κυβέρνηση συνασπισμού θα ολοκληρώσει τη θητεία της. Άλλωστε, εκτός από τα κόμματα της Ανγκελα Μέρκελ και του Χορστ Ζέεχοφερ, υπάρχουν και οι Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι πηγαίνουν ακόμη χειρότερα -απόδειξη ότι στη Βαυαρία έπεσαν κάτω από το 10%, ενώ ολοένα περισσότερες πανεθνικές δημοσκοπήσεις τους φέρνουν πλέον στην τρίτη θέση, πίσω από την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία.
«Οι εκλογές στην Έσση κρίνουν τη μοίρα του συνασπισμού της Μέρκελ», έγραφε την Παρασκευή η FAZ -και σε αυτό συμφωνεί το σύνολο σχεδόν των ΜΜΕ της χώρας, αλλά και τα περισσότερα ευρωπαϊκά.
Βεβαίως, η Γερμανία διαθέτει σημαντική εμπειρία σε κυβερνήσεις συνεργασίας. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως δεν είχε πάντοτε δύο ισχυρούς πολιτικούς πόλους οι οποίοι, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, έψαχναν έναν εταίρο στα μικρότερα κόμματα για να τον έχουν σε ρόλο κομπάρσου. Όμως, η εποχή αυτή -του γερμανικού δικομματισμού- μοιάζει να έχει τελειώσει οριστικά και αμετάκλητα. Όσο για τη νέα, δεν έχει διαμορφωθεί ακόμη, μιας και το σκηνικό είναι εξαιρετικά ρευστό και αυτό δεν αναμένεται να αλλάξει σύντομα.
Ένα παράδοξο φαινόμενο
Πολλοί μιλούν για παράδοξο φαινόμενο. Διότι, όπως λένε, η Γερμανία είναι εκείνη η χώρα της Ευρώπης που βγήκε σαφώς κερδισμένη και ενισχυμένη από την κρίση, ανοίγοντας την ψαλίδα με τους περισσότερους εταίρους της στην ΕΕ και την ευρωζώνη. Κάτι ανάλογο συνέβη και σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως αποδεικνύουν και οι καλπάζουσες γερμανικές εξαγωγές, που σπάνε τα ένα ρεκόρ μετά το άλλο, προσφέροντας τεράστια πλεονάσματα στα κρατικά και επιχειρηματικά ταμεία.
Γιατί, λοιπόν, εν μέσω τέτοια ευημερίας, μειούμενης ανεργίας και ενός ακόμη ρωμαλέου κράτους-πρόνοιας υπάρχουν τόσοι Γερμανοί που αποκηρύσσουν τους πολιτικούς τους ηγέτες; Γιατί ψάχνουν τους δικούς τους Τραμπ όταν δεν έζησαν το ίδιο σοκ με τους Αμερικανούς; Προφανώς, όχι επειδή βαρέθηκαν να βλέπουν την Μέρκελ και να ακούνε τα μεγαλόστομα αλλά συχνά ανούσια λογίδρια των ηγετών του SPD.
Δυο είναι, λοιπόν, οι πιο πιθανές απαντήσεις: Η μία εδράζεται στον φόβο ότι όλα όσα είναι σήμερα δεδομένα μπορεί κάποιος να τα «κλέψει» από τους Γερμανούς, είτε είναι οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες είτε οι τεμπέληδες Έλληνες και γενικώς Νότιοι. Όσο για την άλλη, έχει τη ρίζα της σε ένα από τα πιο αγαπημένα ρητά των Γερμανών: Ό,τι λάμπει δεν είναι πάντα χρυσός -ή, όπως ίσως θα λέγαμε εμείς οι Έλληνες, κάποιο λάκκο έχει η φάβα...
Το σίγουρο είναι πως στους ψηλούς γυάλινους πύργους της μεγαλύτερης πόλης (αλλά όχι πρωτεύουσας, που είναι το Βισμπάντεν) της Έσσης, τη Φρανκφούρτη, ο Μάριο και η παρέα του θα μετρήσουν και αλλιώς το αποτέλεσμα των εκλογών της Κυριακής. Όχι μόνο, δηλαδή, αναφορικά με το μέλλον του κυβερνητικού συνασπισμού στο Βερολίνο, αλλά και σε σχέση με τις προοπτικές ολόκληρης της ευρωζώνης.