Με αφορμή την συμπλήρωση δύο ετών από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ο επικεφαλής των νορβηγικών ενόπλων δυνάμεων Έρικ Κριστόφερσεν δήλωσε στην εφημερίδα Dagbladet του Όσλο ότι υπάρχει ένα «παράθυρο ευκαιρίας, διάρκειας ενός, δύο ή τριών ετών, στο οποίο οφείλουμε να επενδύσουμε ακόμη περισσότερο στην αμυντική μας θωράκιση».
Πολιτικοί αναλυτές θεωρούν ότι τέτοιου είδους εκκλήσεις στρατιωτικών προς τους Ευρωπαίους πολιτικούς προετοιμάζουν επί της ουσίας μια αλλαγή στρατηγικής έναντι της Ρωσίας.
Μιλώντας στην DW ο Γερμανός ειδικός σε θέματα ασφάλειας Νίκο Λάνγκε εξηγεί ότι δεν ευοδώθηκε η ελπίδα για ένα γρήγορο τέλος του πολέμου στην Ουκρανία με την πίεση που ασκούσαν από τη μία πλευρά οι προμήθειες όπλων των δυτικών δυνάμεων προς την Ουκρανία και από την άλλη πλευρά η επιβολή κυρώσεων κατά της ρωσικής οικονομίας.
Αυτό που απασχολεί τόσο τους στρατιωτικούς, όσο και τους αναλυτές είναι κυρίως η έλλειψη πυρομαχικών, νέων οπλικών συστημάτων, καθώς και οι παραγωγικές δυνατότητες στην Ευρώπη. Η ικανότητα στρατιωτικής αποτροπής του ΝΑΤΟ είναι στενά συνυφασμένη με τη χορήγηση όπλων στην Ουκρανία. Για παράδειγμα, πέρυσι η ΕΕ υποσχέθηκε να προμηθεύσει την Ουκρανία με ένα εκατομμύριο χειροβομβίδες μέχρι τον Μάρτιο. Απέτυχε ωστόσο να υλοποιήσει τη δέσμευσή της.
Υπολείπεται το ουκρανικό πυροβολικό
Ο Γκούσταβ Γκρέσελ από την δεξαμενή σκέψης Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR) γράφει σε πρόσφατη ανάλυση: «Η Δύση και ειδικότερα οι Ευρωπαίοι πρέπει να αναθεωρήσουν τους οικονομικούς κανονισμούς τους, προκειμένου να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις δραστικής προώθησης της παραγωγής μη επανδρωμένων αεροσκαφών, πυρομαχικών, τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης και πολλών άλλων οπλικών συστημάτων».
Διανύουμε τον δεύτερο χειμώνα του πολέμου στην Ουκρανία. Στις εκτιμήσεις τους στρατιωτικοί και αναλυτές εστιάζουν στην κατωτερότητα των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων στη μάχη πυροβολικού έναντι του ρωσικού στρατού. Την ώρα που η Μόσχα καλύπτει τις ελλείψεις της, ακόμα και με εισαγωγές πυρομαχικών από την Βόρεια Κορέα, η Ουκρανία αναγκάζεται να επιβάλει δραστικούς περιορισμούς στη χρήση τους. Σύμφωνα με τον αναλυτή Μίχαελ Κόφμαν από το αμερικανικό Κέντρο Ναυτικής Ανάλυσης (CNA) η αναλογία εκτοξευμένων βλημάτων είναι σήμερα ένα ουκρανικό προς πέντε ρωσικά. Πιο απαισιόδοξες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για σχέση ένα προς δέκα.
Καθοριστικός ο ρόλος των μη επανδρωμένων
Παρά τις προφανείς ελλείψεις σε στρατιωτικό υλικό οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις αναφέρουν και επιτυχίες έναντι της ρωσικής πολεμικής μηχανής με στοχευμένες αεροπορικές επιδρομές σε ρωσικά ραντάρ, στρατιωτικές βάσεις και διαδρομές ανεφοδιασμού στην Κριμαία και τη νότια Ουκρανία.
Σε ανάλυση για το αμερικανικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο CNN στις αρχές Φεβρουαρίου, ο αποπεμφθείς (από την Πέμπτη) ουκρανός αρχιστράτηγος Βαλέρι Ζαλούζνι έγραφε ότι «χάρη σε μη επανδρωμένα συστήματα, όπως τα drones, και άλλα προηγμένα όπλα είμαστε σε θέση να αποφύγουμε μια εμπλοκή σε ένα πόλεμο χαρακωμάτων, στον οποίο η Ουκρανία δεν έχει πλεονέκτημα».
Για τα περίπου 50 κράτη που υποστηρίζουν την Ουκρανία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, αυτό μεταφράζεται σε προτροπή για προμήθεια περισσότερων όπλων υψηλής τεχνολογίας.
Σύμφωνα με τον Νίκο Λάνγκε, μένει να δούμε αν η αλλαγή στρατηγικής που δρομολογείται από δυτικούς και ουκρανούς στρατιωτικούς θα εισακουστεί από τους ευρωπαίους πολιτικούς, οι οποίοι σε τελική ανάλυση θα κληθούν να εξασφαλίσουν για τα επόμενα χρόνια την χρηματοδότηση του στρατιωτικού υλικού για την Ουκρανία, καθώς και την σημαντική αύξηση της ευρωπαϊκής αμυντικής παραγωγής.
Πηγή: Deutsche Welle