Όπως και περίπου πριν έναν χρόνο μετά τη δολοφονία του Κασεμ Σολειμανί έτσι και τώρα, λίγες μέρες μετά την "εξουδετέρωση" του Μοχσέν Φαχριζαντέχ, φερόμενου ως "αρχιτέκτονα" του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, τα φώτα στρέφονται στην αντίδραση της Τεχεράνης και στους δύσκολους χειρισμούς που καλείται να κάνει ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν.
Το θεοκρατικό καθεστώς κατηγορεί εξ αρχής ανοιχτά για τη δολοφονία το Τελ Αβίβ ορκιζόμενο εκδίκηση. Το Ισραήλ, από την πλευρά του, τηρεί σιγήν ιχθύος. Έθεσε, πάντως, σε κατάσταση ύψιστου συναγερμού τις πρεσβείες του σε όλο τον κόσμο. Μια καλή επιλογή αντιποίνων θα ήταν "να χτυπηθεί η Χάιφα" με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην καταστραφούν μόνον υποδομές στο κομβικό ισραηλινό λιμάνι στη Μεσόγειο, αλλά "και να προκληθούν βαριές ανθρώπινες απώλειες", πρότεινε σε χθεσινό άρθρο του στη σκληροπυρηνική εφημερίδα Kayhan ο αναλυτής Σαντολάχ Ζαρέι.
Υπενθυμίζεται ότι μεταξύ 2010 και 2012, οπότε και δολοφονήθηκαν πέντε Ιρανοί επιστήμονες που σχετίζονταν με το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας, η Τεχεράνη απάντησε με επιθέσεις εναντίον Ισραηλινών διπλωμάτων στην Ινδία, την Ταϊλάνδη και την Γεωργία.
Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά αυτή τη φορά. Ο Καρίμ Σατζαντπούρ, ειδικός σε θέματα Ιράν στο Ίδρυμα Carnegie, περιγράφει ως εξής τα σκληρά διλήμματα της ιρανικής ηγεσίας: "Η αναστήλωση της οικονομίας επιβάλλει να υπάρξει ολική ή έστω, μερική συμφωνία επιστροφής στη συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Αλλά η επιβεβαίωση της αποτρεπτικής δύναμης της χώρας και η διάσωση του κύρους του καθεστώτος επιβάλλουν στο Ιράν να εκδικηθεί για τις δολοφονίες του Σουλεϊμανί και του Φαχριζαντέχ. Η εξυπηρέτηση της δεύτερης ανάγκης θα περιπλέξει την πρώτη, και αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους, πιθανότατα, που οδήγησαν στη δολοφονία του Ιρανού επιστήμονα".
H δολοφονία Φαχριζαντέχ έρχεται με το πέρας της περιοδείας του αμερικανού απερχόμενου ΥΠΕΞ, Μάικ Πομπέο, στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, με επίκεντρο το Ιράν και αποκορύφωνα την ιστορική -ως πρώτη στα χρονικά- πλην μυστική συνάντηση του ισραηλινού πρωθυπουργού, Μπενιαμίν Νετανιάχου, με τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, και δη επί σαουδαραβικού εδάφους.
Η περιοδεία, η μυστική συνάντηση και τα μεθεόρτιά της σαφώς εκλαμβάνονται πια ως κάτι πολύ παραπάνω από ένα μήνυμα προς την επικείμενη προεδρία του Δημοκρατικού Τζο Μπάιντεν, ο οποίος τάσσεται υπέρ της -υπό προϋποθέσεις- επανόδου των ΗΠΑ στη διεθνή συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Σε συνέντευξή του στο CNN, τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο Μπάιντεν είχε πει: "Θα προσφέρω στην Τεχεράνη μια αξιόπιστη, διπλωματική οδό. Αν το Ιράν επιστρέψει στον αυστηρό σεβασμό της διεθνούς συμφωνίας (η οποία υπογράφτηκε επί προεδρίας Ομπάμα, με αντιπρόεδρο τον Μπάιντεν), οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επανέλθουν στη συμφωνία, η οποία θα αποτελέσει το σημείο εκκίνησης των διαπραγματεύσεων".
Σύμφωνα με ανάλυση του Ντέιβιντ Σάνγκερ στους New York Times "το κίνητρο για τη δολοφονία του Φαχριζαντέχ δεν ήταν η παρεμπόδιση της ενίσχυσης του ιρανικού, στρατιωτικού οπλοστασίου, αλλά η παρεμπόδιση της διπλωματίας."
Ενδεχόμενη σκληρή απάντηση του Ιράν εναντίον ισραηλινών ή και αμερικανικών στόχων στην περιοχή θα μπορούσε να ενθαρρύνει τον Τραμπ να προχωρήσει σε στρατιωτικό πλήγμα, δημιουργώντας εκρηκτική ατμόσφαιρα, η οποία θα δημιουργούσε επικίνδυνα τετελεσμένα στην περιοχή.
Αλλά και στην περίπτωση που η ιρανική ηγεσία θα επιλέξει την αυτοσυγκράτηση, ο δρόμος για τον Μπάιντεν δεν είναι καθόλου εύκολος. Και αυτό γιατί στις 18 Ιουνίου του 2021 θα διεξαχθούν στο Ιράν προεδρικές εκλογές, όπου οι σκληροπυρηνικοί εμφανίζονται ως φαβορί έπειτα από τη συντριπτική τους νίκη στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Φεβρουαρίου εις βάρος των μετριοπαθών και των μεταρρυθμιστών. Ως εκ τούτου η δυνατότητα διαπραγμάτευσης καθίσταται εκ των πραγμάτων δύσκολη και χρονικά περιορισμένη.