Του Νίκου Μελέτη
Κρίσιμη περίοδος για να διαπιστωθεί κατά πόσον η στροφή του Ερντογάν και της Τουρκίας για αποκατάσταση των σχέσεων με την Ε.Ε. εντάσσεται στον ευρύτερο σχεδιασμό των εξωτερικών σχέσεων της «νέας Ερντογανικής Τουρκίας», ή πρόκειται περί τακτικής κίνησης που υπαγορεύεται από την πίεση που ασκεί ο Ντ. Τραμπ και η επικίνδυνη οικονομική κρίση στην οποία έχει περιπέσει η χώρα, είναι το επόμενο διάστημα, αρχής γενομένης από την επίσκεψη του Γερμανού ΥΠΕΞ στην Άγκυρα την Τετάρτη.
Κομβικό σημείο όμως είναι η επίσκεψη του προέδρου Ερντογάν στο Βερολίνο στα τέλη Σεπτεμβρίου, αλλά κυρίως η στάση της τουρκικής κυβέρνησης στο κρίσιμο ζήτημα της συνεχιζόμενης κράτησης δεκάδων ξένων, μεταξύ αυτών και Γερμανών πολιτών, τουρκικής η κουρδικής καταγωγής, ακόμη και χωρίς κατηγορίες.
Με την πολιτική φόρτιση που έχει πάρει το θέμα της κράτησης Γερμανών και άλλων ξένων πολιτών στην Τουρκία, υπάρχει ο κίνδυνος μια απόφαση της «ανεξάρτητης» τουρκικής δικαιοσύνης που θα απελευθερώνει μερικούς κρατουμένους να βάλει στο περιθώριο τα δομικά και στρατηγικής σημασίας προβλήματα των ευρωτουρκικών σχέσεων και να οδηγήσει καταρχήν σε ομαλοποίηση των σχέσεων της Τουρκίας με την Ε.Ε.
Σε μια περίοδο που επανέρχεται με ένταση και πάλι η ιδέα για μια ειδική στρατηγική σχέση με την Τουρκία, μια σχέση ala carte όπως επιδιώκει σταθερά η Τουρκία από την οποία όλοι θα παίρνουν αυτό που τους συμφέρει, εκτός της Ελλάδας και της Κύπρου.
Η συγκυρία δείχνει να είναι ευνοϊκή για την Τουρκία προκειμένου να παζαρέψει μια τέτοια ευνοϊκή για τα συμφέροντα της σχέση με την Ε.Ε. και η μόνη ίσως απειλή είναι ο ίδιος ο Ερντογάν και ο αλαζονικός και συχνά προκλητικός τρόπος με τον οποίο στρέφεται εναντίον των ευρωπαϊκών χωρών.
Για την Αθήνα και την Λευκωσία θα πρέπει να σημάνει συναγερμός ώστε να έχουν παρέμβαση στην διαμόρφωση αυτού του νέου πλαισίου των ευρωτουρκικών σχέσεων και να μην αρκεστούν μόνο σε κάποιες δεσμεύσεις της Άγκυρας προς το Βερολίνο για το μεταναστευτικό, καθώς είναι προφανές ότι θα πρέπει να αντιμετωπισθούν μείζονα ζητήματα όπως είναι ο σεβασμός του status quo στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ο σεβασμός των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και ο σεβασμός των κυριαρχικών δικαιωμάτων της.
Η συνέντευξη του Μ. Τσαβούσογλου στα «ΝΕΑ» διέλυσε και όποιες ψευδαισθήσεις δημιουργήθηκαν ότι η απελευθέρωση των 2 Ελλήνων στρατιωτικών, άνοιγε τον δρόμο για ομαλοποίηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Μετά από μια δύσκολη τριετία στις ευρωτουρκικές σχέσεις που οδηγήθηκαν σχεδόν σε πάγωμα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του Ερντογάν και το κύμα καταστολής που ακολούθησε, η κρίση στις σχέσεις του Ερντογάν με τον Τραμπ έστρεψε τον Τούρκο ηγέτη υποχρεωτικώς προς την Ευρώπη.
Μια κίνηση επιβεβλημένη και για έναν ακόμη λόγο: με την οικονομική κατάρρευση προ των πυλών λόγω της αμερικανικής πίεσης, μόνον η Ευρώπη μπορεί να προσφέρει στοιχειωδώς σανίδα σωτηρίας για την Τουρκία. Εξάλλου είναι αμφίδρομη η αυτή η εξάρτηση καθώς τράπεζες της Γερμανίας και της Γαλλίας έχουν σημαντική έκθεση στην τουρκική οικονομία.
Όπως μάλιστα έγινε σαφές τις τελευταίες εβδομάδες η υπόθεση της Τουρκίας έδινε την ευκαιρία σε Βερολίνο και Παρίσι να στείλουν το μήνυμα τους εναντίον της μονομερούς πολιτικής επιβολής δασμών από τον πρόεδρο Τραμπ, περισσότερο ως πολιτικό εργαλείο παρά ως μέσο εξορθολογισμού των εμπορικών συναλλαγών.
Έτσι επανέρχεται μετά από την ανάπαυλα των δύο ετών στο προσκήνιο, η συζήτηση για την μορφή, το περιεχόμενο και το μέλλον των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Με την πορεία που έχει ήδη χαράξει ο Τ. Ερντογάν είναι προφανές ότι η Τουρκία που σχεδιάζει και οικοδομεί δεν είναι συμβατή με την Ευρώπη. Και αυτό δεν αφορά την διαφορετικότητα, την ισλαμική πιστή την διαφορετική ταυτότητα, αλλά κυρίως τον αυταρχικό χαρακτήρα ενός καθεστώτος με ισλαμοεθνικιστική ιδεολογία, που έχει την δική του προσέγγιση στα ανθρώπινα, μειονοτικά και δημοκρατικά δικαιώματα.
Και μια χώρα η οποία διεκδικεί περιφερειακό ρόλο, που θεωρεί ότι η περιφερειακή σταθερότητα επιτυγχάνεται μέσω της εκπλήρωσης των δικών της εθνικών και εθνικιστικών επιδιώξεων και που αντιλαμβάνεται με εντελώς δικό της τρόπο το Διεθνές Δίκαιο, το Δίκαιο της Θάλασσας, το σεβασμό των Συνθηκών και τις σχέσεις καλής γειτονίας και που σταθερά διατηρεί στην «εργαλειοθήκη» της, την απειλή χρήσης η ακόμη και την χρήση βίας στις διεθνείς σχέσεις της.
Με αυτό τον γείτονα η Ευρώπη θα πρέπει να συμβιώσει τα επόμενα τουλάχιστον πέντε χρόνια, έχοντας απέναντι έναν απρόβλεπτο, αψυχολόγητο και εκρηκτικό ηγέτη, που εύκολα αλλάζει γνώμη, διαθέσεις και φίλους. Το Παρίσι κρίσιμος παραγοντας για τις ευρωτουρκικές σχέσεις έστειλε μέσω του Εμ. Μακρόν το μήνυμα του την περασμένη εβδομάδα.
Ο Γάλλος Πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν προκάλεσε σφοδρότατη αντίδραση της Άγκυρας με τις αναφορές του στην ετήσια συνάντηση των Γάλλων διπλωματών στις 27 Σεπτεμβρίου, δηλώνοντας ότι «υπάρχει ανάγκη να κτίσουμε μια στρατηγική σχέση με την Τουρκία αντί της ένταξης της στην Ε.Ε... Ο Τούρκος πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν έχει ένα πανισλαμικό σχέδιο το οποίο είναι σε αντίθεση με τις δικές μας ευρωπαϊκές αρχές. Η Τουρκία του προέδρου Ερντογάν δεν είναι πια η Τουρκία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ...».
Μετά τις τουρκικές αντιδράσεις ο Γάλλος πρόεδρος επανήλθε στο θέμα και κατά την διάρκεια των δηλώσεων του μετά την συνάντηση του με τον Φιλανδό πρόεδρο Sauli Niinisto στο Ελσίνκι στις 30 Αυγούστου επανέλαβε την ανάγκη προώθησης «στρατηγικής σχέσης με την Ρωσία και την Τουρκία», θέτοντας έτσι πρακτικά την Τουρκία εκτός του πλαισίου των συνδεδεμένων και υποψηφίων προς ένταξη στην Ε.Ε. χωρών.
Το Βερολίνο είναι σταθερά ο παράγοντας, που παρά τις εντάσεις, κρατά ζωντανή την σχέση με την Τουρκία. Ο λόγος δεν είναι μόνο η μεγάλη έκθεση των γερμανικών τραπεζών στην τουρκική οικονομία. Είναι οι σχεδόν 6.000 γερμανικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Τουρκία, τα 21 δις ευρώ γερμανικών εξαγωγών το 2017, οι 2,5 εκατομμύρια Τούρκοι μετανάστες στην Γερμανία αλλά και ο ρόλος της Άγκυρας στον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών, ζήτημα που είναι πολιτικά τοξικό για την Γερμανίδα καγκελάριο Α. Μέρκελ αλλά και για ολόκληρη την γερμανική κοινωνία.
Όμως αν νόμιζε η τουρκική πλευρά ότι αυτοί οι λόγοι κάνουν περίπατο την διαδικασία αποκατάστασης των γερμανοτουρκικών σχέσεων, κάνουν λάθος. Στο εσωτερικό της Γερμανίας είναι βροντερές, πολλές και από όλες τις πλευρές οι φωνές που ζητούν να μπουν αυστηροί όροι σε αυτή την διαδικασία.
Και για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις ενόψει της επίσκεψης Ερντογάν στο Βερολίνο (28-29 Σεπτεμβρίου) ο Γερμανός υπουργός εξωτερικών Heiko Maas προειδοποίησε την Παρασκευή από την Βιέννη που έγινε το Συμβούλιο Gymnich, παρουσία και του Τούρκου ΥΠΕΞ Μ.Τσαβούσογλου ότι η Τουρκία δεν μπορεί να αναβιώσει την σχέση της με την Ε.Ε. εάν δεν απελευθερώσει προηγουμένως τους Γερμανούς πολίτες που κρατούνται στην Τουρκία.
Σύμφωνα με το Βερολίνο 50 Γερμανοί πολίτες κρατούνται στις τουρκικές φυλακές μετά την απόπειρα πραξικοπήματος και μόνο σε επτά έχουν ασκηθεί κατηγορίες και έχουν καταδικασθεί. Σε ακόμη 35 Γερμανούς πολίτες έχει απαγορευθεί η έξοδος από την Τουρκία.
Ο κ.Maas ο οποίος την Τετάρτη επισκέπτεται την Άγκυρα τόνισε ότι η απελευθέρωση τους θα αποτελέσει βήμα για την ομαλοποίηση των σχέσεων της Τουρκίας με την Γερμανία αλλά και την Ε.Ε...
Η Τουρκία λειτουργεί και πάλι μαξιμαλιστικά: απαιτεί περισσότερα κονδύλια για τους Σύριους πρόσφυγες (αφήνοντας να πλανάται η απειλή του ανοίγματος των προσφυγικών ροών), διεκδικεί την αναθεώρηση της Τελωνειακής Ένωσης, τη στιγμή που εκκρεμεί όμως από το 2005 (!) η επέκταση της Τελωνειακής Ένωσης και προς την Κύπρο, και φυσικά επιμένει στο αίτημα για κατάργηση των θεωρήσεων για τους Τούρκους που επισκέπτονται την Ευρώπη, ένα ζήτημα το οποίο μάλλον είναι απίθανο να δεχθούν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καθώς σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περίοδο θα προκαλούσε σοβαρότατες αντιδράσεις το άνοιγμα των συνόρων σε 70 εκατομμύρια Τούρκους «επισκέπτες».