Η μέθοδος της επιβολής κυρώσεων ως μιας μορφής τιμωρίας ή εξαναγκασμού σε συμμόρφωση σε βάρος κάποιας χώρας ή συγκεκριμένων αξιωματούχων της είναι κάτι που χωρά μεγάλη συζήτηση. Το ίδιο και το σκεπτικό που τις συνοδεύει, όπως και το περιεχόμενό τους.
Σε μια συγκυρία όπου η ΕΕ κινείται εδώ και αρκετές εβδομάδες στον... αστερισμό των κυρώσεων, δημιουργείται η εντύπωση ότι υπάρχει ένα παιχνίδι σκοπιμοτήτων και λεπτών ισορροπιών, στο οποίο μάλιστα δεν ισχύουν πάντα οι ίδιοι κανόνες.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την υπόθεση της Λευκορωσίας. Όπως είναι γνωστό, η προηγούμενη Σύνοδος Κορυφής (1-2 Οκτωβρίου) καταδίκασε κατηγορηματικά την «απαράδεκτη βία των αρχών σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών», απαίτησε τη διεξαγωγή «νέων ελεύθερων και δίκαιων εκλογών» για τον πρόεδρο και κάλεσε το Συμβούλιο να υιοθετήσει «χωρίς καθυστέρηση» περιοριστικά μέτρα.
Λευκορωσία και Ρωσία
Στις δέκα ημέρες που έχουν μεσολαβήσει, έχουν πράγματι ανακοινωθεί κυρώσεις σε βάρος 40 αξιωματούχων, με τον πιο υψηλόβαθμο να είναι ο υπουργός Εσωτερικών . Ωστόσο, έχουν αλλάξει ελάχιστα στην κατάσταση που επικρατεί στη χώρα, οι διαδηλώσεις συνεχίζονται όπως και η καταστολή, ενώ η αστυνομία έλαβε το πράσινο φως για να χρησιμοποιεί «πραγματικά πυρά» στην περίπτωση που το θεωρεί αναγκαίο.
Σε αυτό το φόντο, η Γερμανία φαίνεται να προσήλθε στη χθεσινή συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών των «27» με πρόταση διεύρυνσης των κυρώσεων, έτσι ώστε πιθανότατα να συμπεριλαμβάνουν και τον ίδιο τον Αλεξάντερ Λουκασένκο, κάτι με το οποίο συμφωνούν οι περισσότεροι εταίροι. Όμως, είναι άγνωστο εάν θα το ψηφίσουν αυτομάτως, μιας και είναι φανερό ότι διεξάγεται εκ νέου ένα υπόγειο πάρε-δώσε μεταξύ τους αναφορικά με τις κυρώσεις.
Αν, όμως, στην περίπτωση της Λευκορωσίας και του Λουκασένκο υπάρχει μια σοβαρή πιθανότητα να επιτευχθεί ομοφωνία στη νέα σύνοδο κορυφής που θα γίνει την ερχόμενη Πέμπτη και Παρασκευή, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη Ρωσία και τον Βλαντιμίρ Πούτιν, τουλάχιστον για την ώρα. Είναι αλήθεια, βεβαίως, ότι οι «27» έκαναν χθες δεκτή καταρχήν την πρόταση Βερολίνου και Παρισιού για κυρώσεις σε βάρος της Μόσχας, αναφορικά με την περίπτωση της δηλητηρίασης του εκ των ηγετών της αντιπολίτευσης, Αλεξέι Ναβάλνι.
Από τώρα, όμως, πρέπει να θεωρείται βέβαιο πως ουδείς θα κάνει το βήμα που θα αναμενόταν με βάση το προηγούμενο της Λευκορωσίας: Να ζητήσει, δηλαδή, κυρώσεις σε βάρος του ίδιου του Πούτιν και του στενού πυρήνα της κυβέρνησης και των συνεργατών του – έστω κι αν είναι γνωστό ότι δεν κινείται τίποτα στη Μόσχα εάν δεν δώσει προσωπικά την έγκρισή του.
Το γιατί πρέπει να αναζητηθεί πάλι στο Βερολίνο και την καγκελαρία, που σε αυτό το θέμα φαίνεται πως έχουν κάνει... κομπρεμί με τους Γάλλους: Οι Γερμανοί προτείνουν ανώδυνες γενικά κυρώσεις προκειμένου να ρίξουν ουσιαστικά στάχτη στα μάτια των «διαμαρτυρόμενων» εταίρων τους (και των ΗΠΑ) που έχουν βαλθεί να ακυρώσουν το μεγαλεπήβολο έργο του αγωγού Nord Stream 2 – τον οποίο, δυστυχώς γι' αυτούς, υποστηρίζουν ενθέρμως τόσο η Αν. Μέρκελ όσο και η πλειοψηφία του επιχειρηματικού κόσμου.
Τουρκία και Ερντογάν
Όπως εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς, κάτι ανάλογο ισχύει και στην περίπτωση της Τουρκίας του Ταγίπ Ερντογάν. Ας το διατυπώσουμε διαφορετικά εδώ: Οι οικονομικοί δεσμοί που έχει η Ευρώπη (και κυρίως η Γερμανία) με τη συγκεκριμένη χώρα είναι τόσο μεγάλοι που, εάν υπήρχε η σχετική πολιτική απόφαση, η ΕΕ θα μπορούσε να αναγκάσει τον «σουλτάνο» να λυγίσει σε σύντομο χρονικό διάστημα, προκαλώντας του ή απειλώντας να του προκαλέσει πολύ μεγαλύτερη (και πιθανώς ανεπανόρθωτη) ζημιά σε σύγκριση με ό,τι θα υφίστατο η ίδια.
Είναι γνωστό, όμως, ότι σε αυτό το ζήτημα η Ευρώπη αποδεικνύεται αργή, ...απελπιστικά αργή, όπως θα έλεγε και ο Χάρι Κλιν. Παρά τη σκληρή γλώσσα του Εμανουέλ Μακρόν και τις αιτιάσεις Ελλάδας και Κύπρου, παρά τις διαβεβαιώσεις που έχουν δοθεί επανειλημμένως, το δόγμα που εξακολουθεί να κυριαρχεί είναι το γερμανικό «διάλογος άνευ όρων».
Μα, θα ρωτήσει κανείς, μήπως τελικά το «όπλο» των κυρώσεων δεν είναι δα και τόσο αποτελεσματικό και γι' αυτό δεν χρησιμοποιείται από τους Ευρωπαίους; Μια ματιά στα όσα πέτυχαν στο παρελθόν και πετυχαίνουν και σήμερα οι Αμερικανοί στην περίπτωση του Ιράν ή ακόμη και της Βενεζουέλας μπορεί να δώσει απάντηση. Έστω κι αν η ΕΕ δεν είναι ΗΠΑ.
Αλλά, βλέπετε, αυτό που συμβαίνει με την Ευρώπη και τις κυρώσεις δεν είναι τυχαίο. Από τη μία, οφείλεται στην αδυναμία των «27» να συμφωνήσουν στο τι ακριβώς θέλουν στα μεγάλα μέτωπα της εξωτερικής (και όχι μόνο) πολιτικής, με αποτέλεσμα οι Γαλλο-Γερμανοί (που κι αυτοί δεν συμφωνούν πάντα μεταξύ τους) να προσπαθούν να τους σύρουν προς την κατεύθυνση που επιθυμούν χωρίς να το πετυχαίνουν πάντα.
Από την άλλη, έχει να κάνει με την έλλειψη στρατηγικού προσανατολισμού – με άλλα λόγια, για τον δρόμο που θα τραβήξει η ΕΕ στις επόμενες δεκαετίες. Αν αυτό υπήρχε, τότε θα ξεκαθάριζε πιο εύκολα με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει, επιβάλλοντάς τους και κυρώσεις!