Έχει η Γερμανία το «αντίδοτο» στην ευρωπαϊκή πολιτική παράλυση;
Shutterstock
Shutterstock

Έχει η Γερμανία το «αντίδοτο» στην ευρωπαϊκή πολιτική παράλυση;

Με την ευρωπαϊκή πολιτική εν πολλοίς αδρανοποιημένη μπροστά σε εσωτερικές διαιρέσεις και εξωτερικές απειλές, όλα τα βλέμματα καρφώνονται στις γερμανικές κάλπες της 23ης Φεβρουαρίου με το ερώτημα εάν, πώς και πότε θα μπορέσει μία νέα κυβέρνηση στο Βερολίνο να επιφέρει πρωτίστως τις αλλαγές που έχει ανάγκη η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να επανατροφοδοτήσει το γαλλογερμανικό «τρένο» με καύσιμα και να θέσει την ΕΕ στις ράγες της εξόδου από την παρούσα παράλυση. 

«Υπάρχει κενό ηγεσίας, αλλά πρέπει να φανούμε υπομονετικοί και να περιμένουμε τα αποτελέσματα των εκλογών στη Γερμανία» δήλωνε προ μηνός ο πρώην κεντρικός τραπεζίτης Μάριο Ντράγκι, ο οποίος και είχε εγκαίρως απευθύνει μία ηχηρή προειδοποίηση, ουσιαστικά ένα κάλεσμα σε κινητοποίηση και ριζική αλλαγή, μιλώντας περί «υπαρξιακής πρόκλησης» για την Ευρώπη στην έκθεση που συνέταξε εξ ονόματος της Κομισιόν. O Μάριο Ντράγκι του «whatever it takes» που κράτησε όρθια την Ευρωζώνη έχει εκφράσει την ανησυχία του για τη μελλοντική βιωσιμότητα της ΕΕ εάν δεν προβεί σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις. 

Η αργή ανάπτυξη και η υστέρηση της ανταγωνιστικότητας έναντι ΗΠΑ και Κίνας επιμένουν, το ζήτημα της εξεύρεσης δισεκατομμυρίων για την άμυνα έναντι της Ρωσίας είναι ανοιχτό, οι δυνάμεις της Άκρας Δεξιάς καραδοκούν και τα «προεόρτια» της νέας θητείας Τραμπ φανερώνουν την απελπιστική ανάγκη για μία νέα ηγεσία στο Βερολίνο, που θα βγει μπροστά για τη συνδιαμόρφωση μίας συνεκτικής ευρωπαϊκής πολιτικής. Μια ηγεσία, που θα πρέπει να λάβει τολμηρές και στρατηγικές αποφάσεις για την οικονομική, εξωτερική και αμυντική πολιτική.

Η Γερμανία θεωρείται παραδοσιακά ο ακρογωνιαίος λίθος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και σταθερότητας. Ωστόσο, η πρόσφατη πολιτική δυσλειτουργία της έχει εγείρει ανησυχίες σχετικά με την ικανότητά της να ηγηθεί αποτελεσματικά. Καθώς η Ευρώπη αντιμετωπίζει πολυδιάστατες προκλήσεις, η απουσία ισχυρής γερμανικής ηγεσίας θα μπορούσε να επιδεινώσει τις υφιστάμενες διαιρέσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντιθέτως, με μια νέα εποχή να ξεκινά στις Ηνωμένες Πολιτείες και τις διατλαντικές σχέσεις στις 20 Ιανουαρίου, μία ισχυρή κυβέρνηση στο Βερολίνο μπορεί να κάνει τη διαφορά όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Η δυνατότητα ωστόσο να ηγηθεί η Γερμανία της πορείας εξόδου της ΕΕ από τη σημερινή πολιτική παράλυση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες:

- Ο σχηματισμός μιας σταθερής κυβέρνησης: Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών (CDU), Φρίντριχ Μερτς, δε θα εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία και θα χρειαστεί να διαπραγματευτεί με άλλα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) ή/και των Πρασίνων για τον σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού. Η διαδικασία αυτή θα απαιτήσει συμβιβασμούς για να διασφαλιστεί ότι η Γερμανία θα μπορεί να παρουσιάσει ένα ενιαίο μέτωπο στις Βρυξέλλες. Η ικανότητα ευθυγράμμισης των διαφόρων πολιτικών παρατάξεων γύρω από κοινούς στόχους θα είναι απαραίτητη για την αποκατάσταση του ηγετικού ρόλου της Γερμανίας στην Ευρώπη. Η αναμονή ωστόσο θα είναι πιθανώς μακρά και ίσως φθάσει έως και τα μισά του 2025. Το 2017 χρειάστηκε να περάσουν 171 ημέρες διαπραγματεύσεων μέχρι να σχηματιστεί ο μεγάλος συνασπισμός CDU-SPD. Οι πλέον αισιόδοξες εκτιμήσεις δείχνουν τον Απρίλιο, χωρίς όμως να αποκλείεται να φτάσει και το καλοκαίρι μέχρι οι ηγεσίες των κομμάτων καταλήξουν σε συμφωνία.

- Πρωτοβουλίες οικονομικής ανάκαμψης: Η αντιμετώπιση της οικονομικής στασιμότητας μέσω καινοτόμων πολιτικών θα είναι απαραίτητη για την αύξηση των επενδύσεων. Η χώρα έχει δυσκολευτεί να προσαρμοστεί σε κρίσιμες αλλαγές, όπως η αποβιομηχάνιση και η αύξηση του ενεργειακού κόστους, οι οποίες την έχουν καταστήσει τροχοπέδη στην ανάπτυξη της ΕΕ. Ο Μερτς έχει δείξει προθυμία να χαλαρώσει το «Schuldenbremse», το δημοσιονομικό φρένο χρέους, δηλαδή τους αυστηρούς δημοσιονομικούς περιορισμούς της Γερμανίας που συγκρατούν τα ετήσια ελλείμματα του προϋπολογισμού. Για να το κάνει όμως αυτό θα πρέπει να πείσει τα δύο τρίτα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Η αλλαγή αυτή θα μπορούσε να διευκολύνει τις αναγκαίες επενδύσεις σε υποδομές και άμυνα, που είναι απαραίτητες τόσο για τα εθνικά γερμανικά συμφέροντα, όσο και για την οικονομική σταθερότητα και ανάκαμψη της ΕΕ.

- Ενίσχυση των γαλλογερμανικών σχέσεων: Το 2025 βρίσκει τη Γαλλία και τη Γερμανία, τις δύο χώρες που αποτελούν σχεδόν το ήμισυ της οικονομίας της Ευρωζώνης και ήταν ανέκαθεν η «ατμομηχανή» της ΕΕ, εγκλωβισμένες σε πολιτική παράλυση. 

Με τις εκτιμήσεις να συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η Γερμανία θα αποκτήσει κάποια στιγμή σταθερή κυβέρνηση -σε αντίθεση με το Παρίσι, όπου τίποτα δεν εγγυάται ότι η κυβέρνηση Μπαϊρού θα μακροημερεύσει και είναι άγνωστο πότε θα τελειώσει η πολιτική κρίση- το βάρος για την αναζωογόνηση της εταιρικής σχέσης των δύο χωρών θα πέσει στη γερμανική κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου. Η επαναλειτουργία του απορυθμισμένου σήμερα γαλλογερμανικού άξονα είναι καταλύτης για τη συνοχή και την ευρύτερη συνεργασία της ΕΕ σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η ασφάλεια και η οικονομική μεταρρύθμιση, αλλά και για να περιοριστούν οι αυξανόμενες εθνικιστικές τάσεις που δυναμιτίζουν τα θεμέλια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

- Αντιμετώπιση της απειλής του λαϊκισμού: Το δημόσιο αίσθημα είναι ασταθές, η δυσαρέσκεια με τα υπάρχοντα κόμματα αυξάνεται λόγω της αποτυχίας να προσφέρουν γρήγορα αποτελέσματα σε πιεστικά ζητήματα, όπως η οικονομική ανάκαμψη και η κοινωνική ευημερία. Η ανακοπή της ανόδου του λαϊκισμού και της Άκρας Δεξιάς θα απαιτήσει στρατηγική επικοινωνία και χάραξη πολιτικής που να βρίσκει απήχηση στις ανησυχίες των πολιτών και ταυτόχρονα να υποστηρίζει τις δημοκρατικές αξίες. 

Το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) κερδίζει συνεχώς έδαφος στο εκλογικό σώμα, αντανακλώντας την ευρύτερη δυσαρέσκεια με τα καθιερωμένα κόμματα και τους χειρισμούς τους σε πιεστικά ζητήματα όπως η μετανάστευση και η οικονομική σταθερότητα. 

Οι «Σειρήνες» του λαϊκισμού βρίσκουν απήχηση και στα παραδοσιακά κόμματα. Στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του στην Μπούντεσνταγκ ο Σολτς επικεντρώθηκε σε παροχές προς τους συνταξιούχους και τους δικαιούχους κοινωνικής πρόνοιας, γεγονός που χαρακτηρίστηκε από τον Μερτς λαϊκιστική αντίδραση, ο οποίος από την πλευρά του αρνήθηκε να ικανοποιήσει τους λαϊκιστές και την αριστερή πτέρυγα του SPD, μιλώντας για δημιουργία κινήτρων για την επιστροφή στην εργασία μέσω της μείωσης των κοινωνικών βοηθημάτων. Περίπου 1,34 εκατομμύρια θέσεις εργασίας είναι σήμερα κενές και, σύμφωνα με τον ηγέτη των Χριστιανοδημοκρατών, η διευκόλυνση της εισόδου των αιτούντων άσυλο στην αγορά εργασίας και η έκδοση ειδικών πράσινων καρτών ή αδειών εργασίας θα επιταχύνει την ενσωμάτωση και ίσως θα αμβλύνει το αντιμεταναστευτικό κλίμα.

Ακόμη πιο σοβαρή πρόκληση για τον νέο καγκελάριο θα είναι το ενδεχόμενο να καταλάβουν η AfD και η λαϊκιστική Συμμαχία Σάρα Βάγκενγκνεχτ το ένα τρίτο των εδρών στο Κοινοβούλιο, όπως καταδεικνύουν οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις. Έτσι θα μπορούν, μεταξύ άλλων, να εμποδίζουν επ' αόριστον τους διορισμούς νέων δικαστών, αδρανοποιώντας την αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης σε θέματα που άπτονται τη λειτουργία του πολιτεύματος. 

Εάν η επόμενη κυβέρνηση δεν αντιμετωπίσει προσεκτικά τον αυξανόμενο λαϊκισμό και την καλπάζουσα Άκρα Δεξιά, οι δυναμικές που δημιουργούνται μπορούν να υπονομεύσουν την ίδια τη γερμανική Δημοκρατία και να ενισχύσουν τις τάσεις αμφισβήτησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και πέραν των γερμανικών συνόρων.

Αναζωογονώντας τη γερμανική οικονομία και επενδύοντας στην άμυνα, ο διάδοχος του Σολτς θα ωφελήσει όλη την Ευρώπη, υπογραμμίζει η Τζούντι Ντέμπσι, συνεργάτης του Carnegie Endowment και σημειώνει: «Μια ισχυρότερη οικονομία θα μπορούσε να επιτρέψει στον νέο καγκελάριο να αναπροσανατολίσει την εξωτερική πολιτική της Γερμανίας και να παράσχει ουσιαστική ηγεσία. Αλλά αυτό θα απαιτούσε αλλαγή νοοτροπίας. Αν συμβεί, θα ήταν ευλογία για την Ευρώπη».