Τα τελευταία χρόνια, η ελευθερία του λόγου — ιδιαίτερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης — βρίσκεται υπό σοβαρή απειλή στη Δύση. Από τις συλλήψεις ατόμων στη Βρετανία για προσβλητικές αναρτήσεις στα social media μέχρι τη συνεχιζόμενη πίεση από κυβερνήσεις για την επιβολή “ορθών” αφηγημάτων, η τάση προς τον έλεγχο της δημόσιας συζήτησης και τη λογοκρισία είναι πλέον φανερή.
Σε μία ιδιαίτερα ανησυχητική εξέλιξη, ο Ίλον Μασκ αποκάλυψε πρόσφατα ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε στο 𝕏 μια μυστική και παράνομη συμφωνία: αν το 𝕏 λογόκρινε αθόρυβα τις αθέμιτες - κατά την ΕΕ - φωνές χωρίς να ενημερώσει το κοινό, η Επιτροπή δεν θα του επέβαλε πρόστιμα. Αυτή η αποκάλυψη φανερώνει ότι το ζήτημα της λογοκρισίας δεν περιορίζεται μόνο στην Αμερική, αλλά είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που απειλεί τη δημοκρατία και την ελευθερία της έκφρασης.
Η αμφισβήτηση της ελευθερίας του λόγου στα social media ξεκίνησε με το ξέσπασμα του COVID-19, όταν οι κυβερνήσεις προσπάθησαν να περιορίσουν την παραπληροφόρηση γύρω από τον ιό και τα εμβόλια. Η τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Κάμαλα Χάρις, και άλλες δυτικές κυβερνήσεις δικαιολόγησαν την παρέμβασή τους ως ζήτημα δημόσιας υγείας. Όμως, όπως συμβαίνει συχνά με τον κρατικό παρεμβατισμό, η αρχική δικαιολογία για τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου δεν έμεινε εκεί.
Τα αποκαλούμενα Twitter Files αποκάλυψαν ότι στην προ-Μασκ εποχή το Twitter είχε συνεργαστεί στενά με αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών για να υποβαθμίσει ή να φιμώσει συγκεκριμένα περιεχόμενα, κυρίως αυτά που προέρχονταν από τη δεξιά πλευρά του πολιτικού φάσματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το σκάνδαλο με το λάπτοπ του Χάντερ Μπάιντεν το 2020. Τότε, το Twitter και το Facebook έλαβαν μέτρα για να περιορίσουν τη διάδοση της είδησης, με το FBI να ασκεί πιέσεις στις πλατφόρμες να τη χαρακτηρίσουν ως πιθανή “ρωσική παραπληροφόρηση”. Ο ίδιος ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ παραδέχτηκε σε πρόσφατη επιστολή του προς το Κογκρέσο ότι το Facebook περιόρισε τη διάδοση της είδησης, καθώς δέχθηκε πιέσεις από το FBI και άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες.
Η δύναμη του προέδρου και των υπηρεσιών του είναι τέτοια που ένα απλό “αίτημα” για περιορισμό μιας αφήγησης στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης συνοδεύεται από σιωπηρές απειλές για ρυθμιστικές κυρώσεις ή νομοθετική δράση. Όταν η κυβέρνηση ή οι νομοθέτες μπορούν να εκφοβίσουν εταιρείες για να συμμορφωθούν, η ελευθερία του λόγου κινδυνεύει να γίνει μια διαπραγματεύσιμη έννοια, εξαρτώμενη από τις πολιτικές σκοπιμότητες της εκάστοτε εξουσίας.
Και τότε εμφανίζεται ο Ίλον Μασκ. Ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, που έχει δηλώσει ξεκάθαρα ότι είναι διατεθειμένος να ρισκάρει όλη του την περιουσία προς υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου. Είναι άγιος; Κάθε άλλο. Οι αδυναμίες του είναι γνωστές και συχνά διογκώνονται από τα mainstream media που τον βλέπουν — και την πλατφόρμα X — ως απειλή. Ωστόσο, αν πιστεύεις στην ελευθερία της έκφρασης στο διαδίκτυο, δεν μπορείς να υποτιμήσεις τη σημασία της απόλυτης στάσης του Μασκ, που κατάφερε να ρίξει φως στις κρατικές προσπάθειες ελέγχου του δημοσίου διαλόγου.
Η μάχη για την ελευθερία του λόγου στον ψηφιακό κόσμο είναι η πιο κρίσιμη μάχη της εποχής μας. Και όσο και αν ο Ίλον Μασκ δεν είναι ο τέλειος υπερασπιστής, είναι ο μόνος που φαίνεται διατεθειμένος να τα βάλει με την κυβερνητική υπερεξουσία. Αν νοιαζόμαστε πραγματικά για την ελευθερία της έκφρασης, πρέπει να αναγνωρίσουμε πόσο σημαντική είναι η στάση του στην αποτροπή της λογοκρισίας. Και ίσως, στο επόμενο άρθρο μας, να εξετάσουμε πώς η Δύση — ο παγκόσμιος φάρος της ελευθερίας και της δημοκρατίας — κατέληξε να επιδιώκει να ελέγξει το τι ποστάρει ο κάθε πικραμένος στο διαδίκτυο.