Τα ποσοστά γεννητικότητας σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου δεν θα επαρκούν για να διατηρηθεί σταθερός ο πληθυσμός τους ως το τέλος του αιώνα, σύμφωνα με μεγάλη έρευνα που δημοσιεύθηκε σήμερα και προειδοποιεί για τις ολοένα και αυξανόμενες ανισότητες μεταξύ των φτωχών και των πλούσιων κρατών.
«Η γεννητικότητα μειώνεται σε όλο τον κόσμο», τονίζει η έκθεση που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet η οποία σημειώνει ότι περισσότερες από τις μισές χώρες έχουν ήδη πολύ χαμηλό ποσοστό γεννητικότητας για να διατηρήσουν σταθερό το επίπεδο του πληθυσμού τους.
Και «στο μέλλον τα ποσοστά γεννητικότητας θα εξακολουθήσουν να μειώνονται σε όλο τον κόσμο».
Η έκθεση βασίζεται στα στοιχεία του Global Burden of Disease, ένα πρόγραμμα που χρηματοδοτείται από το ίδρυμα Bill & Melinda Gates, και έχει στόχο να συγκεντρώσει τα στοιχεία για την υγεία των περισσότερων χωρών.
Οι ερευνητές εκτίμησαν όχι μόνο τα τρέχοντα ποσοστά γεννητικότητας στις χώρες, αλλά προσπάθησαν επίσης να υπολογίσουν τη μελλοντική τους εξέλιξη με βάση πολλούς παράγοντες, όπως το επίπεδο μόρφωσης και παιδικής θνησιμότητας.
Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι σε 155 χώρες και εδάφη από τις 204 το ποσοστό γεννητικότητας ως το 2050 δεν θα επαρκεί για να διατηρηθεί ο πληθυσμός τους σταθερός. Ως το 2100 ο αριθμός των χωρών αυτών αναμένεται να φτάσει τις 198, δηλαδή το 97% του συνόλου.
Οι ερευνητές προβλέπουν ότι ο πληθυσμός στις φτωχές χώρες θα συνεχίσει να αυξάνεται για καιρό, ενώ θα μειώνεται στις ανεπτυγμένες χώρες. Συγκεκριμένα ως το τέλος του αιώνα οι περισσότερες γέννες θα καταγράφονται στις χώρες με χαμηλό ή χαμηλό προς μεσαίο εισόδημα, με τις περισσότερες από τις μισές να αφορούν χώρες της υποσαχάριας Αφρικής.
Η ανισορροπία αυτή κινδυνεύει να έχει «σημαντικές επιπτώσεις» τόσο στις κοινωνίες όσο και στις οικονομίες.
Ως το 2021, 110 χώρες κατέγραφαν ποσοστά γεννητικότητας κάτω από το επίπεδο των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα που είναι απαραίτητο για να παραμείνει σταθερός ο πληθυσμός τους.
Η έκθεση υπογραμμίζει τις ιδιαίτερα ανησυχητικές τάσεις σε χώρες όπως η Νότια Κορέα και η Σερβία, όπου το ποσοστό γεννητικότητας είναι κάτω από 1,1 παιδί ανά γυναίκα.
Την ώρα που τα μειούμενα ποσοστά γεννητικότητας στις πιο πλούσιες χώρες συνδέονται με τις περισσότερες ευκαιρίες που έχουν οι γυναίκες στην εκπαίδευση και την εργασία, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι υπάρχει άμεση ανάγκη να βελτιωθεί η πρόσβαση σε σύγχρονες μεθόδους αντισύλληψης και εκπαίδευσης σε άλλες πιο φτωχές περιοχές.
Πολλές από τις πιο φτωχές χώρες «θα δυσκολευτούν να υποστηρίξουν τον πιο νέο και γρήγορα αυξανόμενο πληθυσμό του πλανήτη σε κάποια από τα πιο ασταθή οικονομικά και πολιτικά» μέρη, τα συστήματα υγείας των οποίων βρίσκονται υπό πίεση, ενώ επηρεάζονται και από επεισόδια ακραίας ζέστης, επεσήμανε ο Στάιν Εμίλ Φόλστετ του Institute for Health Metrics and Evaluation (IHME) του πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον στο Σιάτλ.
Ωστόσο οι ερευνητές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας εξέφρασαν τις επιφυλάξεις τους για τις προβλέψεις αυτές.
Επέκριναν πολλές επιλογές μεθοδολογίας των ερευνητών, υπογραμμίζοντας κυρίως ότι πολλές φτωχές χώρες δεν διαθέτουν αυτή τη στιγμή επαρκή στοιχεία, ενώ υπογράμμισαν ότι η μείωση της γεννητικότητας μπορεί να έχει και πλεονεκτήματα (στο περιβάλλον, τη διατροφή…) πέρα από τα μειονεκτήματα (στα συστήματα συνταξιοδότησης ή την εργασία).