του Γιώργου Παυλόπουλου
Αν η Τερέζα Μέι αναζητούσε ευήκοον ους στους Ευρωπαίους εταίρους της, τους οποίους συνάντησε την περασμένη Τετάρτη και Πέμπτη στο Σάλτσμπουργκ, είναι σίγουρο ότι δεν τον βρήκε. Έτσι, η πρωθυπουργός της Βρετανίας θα βρεθεί ουσιαστικά «γυμνή», την ερχόμενη Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου, ενώπιον του Μπόρις Τζόνσον και των εκατοντάδων αντιπροσώπων που θα συμμετέχουν στο συνέδριο των Τόρις, το οποίο αναμένεται να αποδειχθεί καθοριστικό τόσο για το Brexit όσο και για το πολιτικό μέλλον της ίδιας και της κυβέρνησής της.
Πράγματι, σχεδόν με μία φωνή, οι επικεφαλής των θεσμών της ΕΕ και οι ηγέτες των υπόλοιπων κρατών-μελών απέρριψαν το σχέδιο που τους παρουσίασε η Μέι -τόσο όσον αφορά στην ενιαία αγορά και τις μελλοντικές εμπορικές σχέσεις όσο και στο καυτό ζήτημα του καθεστώτος που θα διέπει τα χερσαία σύνορα ανάμεσα στην Ιρλανδία και την ανήκουσα στη βρετανική επικράτεια Βόρειο Ιρλανδία. Για του λόγου το αληθές, ο πρόεδρος του Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, της... χτύπησε την πλάτη για την προσπάθεια που έκανε, αλλά της ξεκαθάρισε ότι το σχέδιο που παρουσίασε δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Το ίδιο έκανε και ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, ενώ η Ανγκελα Μέρκελ δήλωσε χωρίς περιστροφές ότι «στο θέμα της ενιαίας αγοράς δεν μπορούν να υπάρξουν υποχωρήσεις».
Έτσι, όμως, την στρίμωξαν ακόμη περισσότερο, καθώς την έστειλαν πίσω για να επεξεργαστεί και να τους παρουσιάσει ένα νέο και βελτιωμένο σχέδιο, που να ικανοποιεί τους «27». Ακόμη κι αν η ίδια θέλει να το κάνει, ωστόσο, θα πρέπει πρώτα να έχει πείσει τους εσωκομματικούς της αντιπάλους να το αποδεχτούν -και μάλιστα, τη στιγμή που αυτοί ήδη θεωρούν πως με το υπάρχον σχέδιο γίνονται απαράδεκτες παραχωρήσεις προς την πλευρά της ΕΕ. Με άλλα λόγια, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα!
Συνέδρια-σταθμοί για Εργατικούς και Τόρις
Η ίδια η Μέι, βεβαίως, προσπαθεί να εμφανιστεί ισχυρή και ανυποχώρητη. Όπως θα θυμούνται οι περισσότεροι, άλλωστε, πριν μερικές ημέρες είχε αποστείλει τελεσίγραφο προς τους «αντάρτες» του κόμματός της, λέγοντάς τους ότι «ή αποδέχεστε το σχέδιό μου ή δεν υπάρχει συμφωνία με την ΕΕ». Κάτι ανάλογο έκανε και με τους εταίρους της, έστω κι αν απέναντί τους (για ευνόητους λόγους) δεν ήταν τόσο κάθετη και ωμή στις διατυπώσεις της.
Επί της ουσίας, όμως, ισχύει το ακριβώς αντίθετο: Η Μέι είναι αδύναμη να επιβάλει τις απόψεις της τόσο σε επίπεδο Βρυξελλών όσο και στο κόμμα της και το κοινοβούλιο της χώρας της. Η αιτία δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι παντού είναι μειοψηφία -κι αυτό σημαίνει ότι τις τελικές αποφάσεις δεν θα τις πάρει η ίδια, αλλά κάποιοι άλλοι. Αυτοί, δηλαδή, οι οποίοι είτε επιθυμούν ένα «σκληρό» Brexit είτε τάσσονται υπέρ της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ -και πρακτικά, δεν έχουν άλλο τρόπο για να λύσουν τις διαφορές τους παρά μέσω ενός δεύτερου και οριστικού δημοψηφίσματος.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι αυτό το σενάριο ακούγεται ολοένα πιο συχνά το τελευταίο διάστημα, από όλες τις πλευρές. Και από τους «σκληρούς» των Τόρις και τους συμμάχους τους, που διατηρούν την πεποίθηση ότι θα κερδίσουν ξανά και θα κλείσουν τα στόματα των υπολοίπων. Και από τους υπέρμαχου της ακύρωσης του αποτελέσματος της 23ης Ιουνίου 2016, που κάνουν ιδιαιτέρως αισθητή την παρουσία τους και εντός των Εργατικών και θα πιέσουν ώστε το κόμμα να υιοθετήσει αυτή τη θέση στο δικό του συνέδριο, που διεξάγεται από τις 23 ως τις 26 Σεπτεμβρίου. Αλλά και από κυβερνητικά στελέχη, που απειλούν τους «σκληρούς» ότι σε ενδεχόμενο νέο δημοψήφισμα κινδυνεύουν να δουν τη στρατηγική τους να αυαγεί ολοκληρωτικά.
Δύο δρόμοι προς νέο δημοψήφισμα
Πώς, όμως, μπορούμε να φτάσουμε σε αυτό το σημείο και οι Βρετανοί να κληθούν ξανά στις κάλπες, μέσα στους έξι μήνες που απομένουν μέχρι την D-Day της εξόδου, στις 29 Μαρτίου 2019; Πρακτικά, οι τρόποι είναι δύο: Αφενός, η Μέι να καταλήξει με τους «27» σε μια συμφωνία, η οποία όμως στη συνέχεια να μην περάσει από τη βρετανική βουλή -όπου η ίδια και οι Συντηρητικοί ούτως ή άλλως δεν έχουν την πλειοψηφία, με 316 βουλευτές σε σύνολο 650. Και αφετέρου, οι διαπραγματεύσεις με την ΕΕ να καταλήξουν σε αδιέξοδο και η βρετανική πλευρά να κληθεί να διαχειριστεί ένα «σκληρό» και με απρόβλεπτες συνέπειες Brexit.
Το σίγουρο είναι ότι και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, το Λονδίνο θα πρέπει να ξεκαθαρίσει οριστικά τη στάση του μέχρι τις 25 Ιανουαρίου, όπως προβλέπει η αρχική συμφωνία με την ΕΕ. Όπως είναι επίσης δεδομένο, ότι εάν η χώρα οδηγηθεί σε δεύτερο δημοψήφισμα, τότε αυτό δεν θα συμβεί με την Μέι πρωθυπουργό -η οποία θα έχει ως μοναδική επιλογή μια «ηρωική έξοδο».
AP Photo/Kerstin Joensson