Από μία χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης αντιμέτωπη ήδη με πολιτική αστάθεια και συστημική διαφθορά, που αποτελεί τον πιο αδύναμο κρίκο της ΕΕ, έως μία ώριμη σκανδιναβική δημοκρατία, η απουσία αυτοδυναμίας στην κοινοβουλευτική κάλπη έρχεται να περιπλέξει το μετεκλογικό τοπίο συντείνοντας στην αβεβαιότητα. Βουλγαρία και Φινλανδία αναγκάζονται να εισέλθουν αμφότερες σε περίοδο μακράς και δύσκολης διαπραγμάτευσης για τη συγκρότηση κυβερνήσεων συνεργασίας, «ζυγίζοντας» επιλογές και σενάρια, και σταθμίζοντας το διακύβευμα της επόμενης ημέρας.
Η ενίσχυση της Άκρας Δεξιάς αποτέλεσε κοινό παρονομαστή της εκλογικής έκβασης σε δύο πολύ διαφορετικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης τόσο σε όρους ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όσο και στο πεδίο της οικονομίας και κοινωνικής ευημερίας.
Η άνοδος της εθνικιστικής φιλορωσικής παράταξης σημάδεψε την -πέμπτη σε διάστημα μόλις δύο ετών- εκλογική αναμέτρηση της Κυριακής στη Βουλγαρία, με την κάλπη να εκπέμπει σήμα παράτασης του πολιτικού αδιεξόδου καθώς είναι ελάχιστη η «απόσταση» που χωρίζει τους αντίπαλους συνασπισμούς των οποίων ηγούνται οι Μπόικο Μπορίσοφ και Κίριλ Πετκόφ, με αποτέλεσμα ο πρώτος να κερδίζει μεν τις εκλογές, αλλά όχι την εξουσία. Πρόκειται μάλλον για το χειρότερο σενάριο για τη Βουλγαρία, καθώς όσο πιο αμφίρροπο είναι το αποτέλεσμα, τόσο πιο δύσκολο να είναι να σχηματιστεί μία βιώσιμη κυβέρνηση σε μία χώρα που αδυνατεί να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό και οι πολίτες της βυθίζονται όλο και περισσότερο στη φτώχεια.
Μια χώρα που βρίσκεται επίσης ιστορικά και πολιτιστικά κοντά στη Μόσχα, και η οποία, όπως προκύπτει από την κάλπη, διχάζεται πλέον όλο και περισσότερο αναφορικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη βοήθεια προς το Κίεβο. Στο πιο οικονομικά αδύναμο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, σχεδόν σε διαρκή πολιτική κρίση από το τέλος του σοσιαλισμού το 1990 και όπου «ουδείς εμπιστεύεται κανέναν» όπως αναγνωρίζουν πολιτικοί και πολίτες, η συντασσόμενη ανοιχτά με το Κρεμλίνο παράταξη Vazrazhdane (Αναγέννηση) είναι σήμερα τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη.
Την ίδια στιγμή, στη Φινλανδία της βόρειας Ευρώπης, που εν μέσω του πολέμου αποτίναξε το δόγμα της ουδετερότητας για να στραφεί στο ΝΑΤΟ με τη συναίνεση της πλειονότητας των πολιτών της, η Άκρα Δεξιά κατέγραψε εξίσου ρεκόρ στις εκλογές της Κυριακής, με το αντιμεταναστευτικό και αντι-ευρωπαϊκό Κόμμα των Φινλανδών να αναδεικνύεται σε δεύτερη πολιτική δύναμη εις βάρος των Σοσιαλδημοκρατών της απερχόμενης πρωθυπουργού Σάνα Μάριν -η οποία και κράτησε τα ηνία κατά την ιστορική μεταστροφή της σκανδιναβικής χώρας προς τους κόλπους της Συμμαχίας.
Η επόμενη ημέρα βρίσκει τον νικητή των φινλανδικών εκλογών, ηγέτη του κεντροδεξιού συντηρητικού κόμματος Εθνική Συμμαχία (NCP) και πρώην υπουργό Οικονομικών Πέτερι Όρπο, να καλείται να καλείται να «ζυγίσει» αρχές, αξίες και την εικόνα της Φινλανδίας στο εξωτερικό αποφασίζοντας εάν θα ξεκινήσει προκαταρκτικές συνομιλίες για τη συγκρότηση κυβέρνησης συνασπισμού με το ακροδεξιό Κόμμα των Φινλανδών, κάτι που εμφανίζεται ως πιθανότερο σενάριο. Ενδεχόμενη συνεργασία θα ωθούσε τη Φινλανδία πιο δεξιά από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στο παρελθόν· το Κόμμα των Φινλανδών μετείχε σε κυβέρνηση την περίοδο 2015-2017, εντούτοις σήμερα είναι ένα πολύ πιο ακραίο, ανοιχτά ρατσιστικό κόμμα.
Εφόσον δεν βρεθεί κοινό έδαφος -και οι διαφορές με την Άκρα Δεξιά είναι μεγάλες ως προς τη μετανάστευση, τα ευρωπαϊκά ζητήματα και την κλιματική αλλαγή-, ο Πέτερι Όρπο μπορεί να στραφεί στους Σοσιαλδημοκράτες για μία «μπλε-κόκκινη» συγκυβέρνηση. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, θα απαιτούνταν σκληρή διαπραγμάτευση για την επίτευξη συμβιβασμού καθώς σε ό,τι αφορά την οικονομική πολιτική οι απόψεις και οι στρατηγικές των δύο κομμάτων συγκρούονται. Η Εθνική Συμμαχία «κατέβηκε» στις εκλογές μιλώντας για περικοπές σε επιδόματα ώστε να ισορροπήσει ο προϋπολογισμός, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες της Σάνα Μάριν τάσσονται υπέρ της φορολόγησης των υψηλότερων εισοδημάτων και της επένδυσης σε μέτρα στήριξης της απασχόλησης.
Σε κάθε περίπτωση η διαπραγμάτευση για τη συγκρότηση κυβέρνησης συνασπισμού δεν προδιαγράφεται ούτε σύντομη, ούτε εύκολη, με τους αναλυτές να διαβλέπουν πως οι συνομιλίες μπορεί να διαρκέσουν ακόμη και μετά τον Μάιο. Μιλώντας στα μέσα ενημέρωσης αφότου ολοκληρώθηκε η καταμέτρηση των ψήφων την Κυριακή, ο Πέτερι Όρπο δήλωσε ότι η αναστροφή της τάσης προς οικονομική ύφεση θα αποτελέσει τη βασική προτεραιότητά του -πιθανή ένδειξη ότι θα αναζητήσει πρώτα κοινό έδαφος με τους «Φινλανδούς». Στην κάλπη της Κυριακής η συντηρητική Εθνική Συμμαχία ήλθε πρώτη κατακτώντας 48 σε σύνολο 200 εδρών της Βουλής, το εθνικιστικό Κόμμα των Φινλανδών απέσπασε 46 έδρες και οι Σοσιαλδημοκράτες 43 έδρες.
Μακρά, και ίσως ακόμη χειρότερα ατελέσφορη, μπορεί να αποδειχθεί η διαπραγμάτευση για τη συγκρότηση κυβέρνησης στο αποδιοργανωμένο πολιτικό σκηνικό της Βουλγαρίας. Μετά την πτώση του πρώην πρωθυπουργού Μπορίσοφ εν μέσω κατηγοριών για διαφθορά έπειτα από μία δεκαετία στην εξουσία, καμία κυβερνητική συμμαχία δεν μακροημέρευσε, ούτε και το αποτέλεσμα της κάλπης της Κυριακής «δείχνει» προς σταθερότητα -κάτι στο οποίο συνηγορεί και το εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των ψηφοφόρων που εκτιμάται ότι μετά βίας έφθασε το 40%.
Το δεξιό κόμμα Gerb του Μπόικο Μπορίσοφ προηγείται με ποσοστό 25,84% έναντι του φιλελεύθερου ψηφοδελτίου υπό τον επίσης πρώην πρωθυπουργό Κίριλ Πετκόφ (24,9%), με τη φιλορωσική εθνική παράταξη να καταλαμβάνει την τρίτη θέση, σύμφωνα με καταμετρημένο το 65% των ψήφων. Τα τελικά επίσημα αποτελέσματα θα ανακοινωθούν εντός της εβδομάδας. Επωφελούμενη από το «εκρηκτικό» γεωπολιτικό περιβάλλον, η ακροδεξιά παράταξη ενίσχυσε τα ποσοστά της, συγκεντρώνοντας 14,9% των ψήφων από 10% τον περασμένο Οκτώβριο.
Ένας «μεγάλος συνασπισμός» μεταξύ του κόμματος Μπορίσοφ και του συνασπισμού υπό τον Κίριλ Πετκόφ έχει θεωρηθεί απίθανος, καθώς παρόλο που αμφότερες οι πλευρές έχουν φιλοδυτική κατεύθυνση, ήταν κατά τους επτά μήνες της πρωθυπουργίας Πεσκόφ που συνελήφθη ο Μπόικο Μπορίσοφ κατηγορούμενος για εκβιασμό. Ωστόσο, η ισχυρή άνοδος της εθνικιστικής φιλορωσικής παράταξης ίσως θα μπορούσε να αλλάξει, τουλάχιστον κατά την εκτίμηση του Euractiv Bulgaria, τα δεδομένα, λειτουργώντας ως ενοποιητικός παράγοντας μεταξύ των δύο πρώτων πολιτικών δυνάμεων για τη συγκρότηση κυβερνητικού συνασπισμού υπέρ της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Όμως, και πάλι ακόμη και αυτό το ενδεχόμενο, θα επείχε κατά πολύ από το να μπορεί να εγγυηθεί τη σταθερότητα που έχει ανάγκη η Βουλγαρία για να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται προς τη μελλοντική εισδοχή της στην Σένγκεν, την Ευρωζώνη και την απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Διαβάστε επίσης
Βουλγαρία: Σκληρές διαπραγματεύσεις μετά τις πέμπτες άκαρπες εκλογές
Φινλανδία: Νίκη της κεντροδεξιάς, ηττημένη η Σάνα Μάριν, άνοδος για ακροδεξιά