Η βασική θέση των Βρετανών σχετικά με την κατοχή των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι ότι αποκτήθηκαν νόμιμα, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι έχουν στην κατοχή τους φιρμάνι τον Ιούνιο του 1801 από τον Σελήμ τον Γ' το οποίο επέτρεπε στον Λόρδο Έλγιν την αφαίρεση τους και νέο φιρμάνι από τον Μαχμούτ τον Β' τον Μάρτιο του 1810 για τη μεταφορά τους στην Αγγλία.
Παρακάτω θα αποδομήσω τις βρετανικές θέσεις περί της νομιμότητας της κτήσης των Γλυπτών. Θα περίμενε κανείς ότι αφού επικαλούνται νομιμότητα θα διέθεταν προς κάθε ενδιαφερόμενο τα απαραίτητα έγγραφα. Κάθε άλλο συμβαίνει όμως.
Κανένα σχετικό φιρμάνι δεν έχει βρεθεί στα οθωμανικά αρχεία αλλά και δεν θα μπορούσε καθώς το φιρμάνι αποτελεί το ύψιστο διάταγμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εκδίδεται από τον Σουλτάνο και αφορά λειτουργικά ζητήματα του κράτους και όχι εξουσιοδοτήσεις ή αδειοδοτήσεις, επομένως δεν θα μπορούσε καν να υπάρξει.
Το έγγραφο που διαθέτει το Βρετανικό Μουσείο είναι μια ιταλική μετάφραση ενός Mektub (επίσημη επιστολή) από τον καϊμακάμη Σεχίντ Αμπντουλάχ Πασά ούτε καν ενός Buyurdi (διάταγμα από Βεζυρη) το οποίο παρακαλεί στο να δωθεί από τις Αρχές ελευθερία κινήσεων στους ανθρώπους του Έλγιν για εργασίες στην Ακρόπολη, επομένως αφενός δεν είναι εξουσιοδότηση ως προς το περιεχόμενο της, αφετέρου τεχνικά δεν έχει κάποια νομική ισχύ, αλλά και η γνησιότητα της αμφισβητείται διότι όλες οι αρχαιότητες αποτελούσαν προσωπική περιουσία του σουλτάνου επομένως κανένας άλλος δεν είχε τη νομιμοποίηση να παραχωρήσει οποιοδήποτε δικαίωμα σχετικό με τις αρχαιότητες.
Όσον αφορά τη μεταφορά των γλυπτών δεν υπάρχει κανένα απολύτως έγγραφο παρά μόνο οι μαρτυρίες της Βρετανικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη. Είναι άξιο λόγου ότι υπάρχουν καταγεγραμμένες από Βρετανούς ερευνητές (Dyfri Williams, John Merryman) ότι οι αξιωματούχοι των Αθηνών δωροδοκήθηκαν από τον Έλγιν ώστε να κάνουν τα στραβά μάτια όσον αφορά την αποκόλληση και τη μεταφορά των Γλυπτών.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνει ο επίσης Βρετανός ιστορικός William McClair που συνέγραψε τη βιογραφία του Έλγιν, αλλά δέχεται ότι κανένα επίσημο έγγραφο δεν σώζεται, πράγμα παράξενο για την Οθωμανική γραφειοκρατία ενώ αμφισβητεί και την Ιταλική μετάφραση του Mektub διότι δεν φέρει κανένα σημάδι γνησιότητας.
Στο ενδεχόμενο της πλαστογραφίας συνηγορούν ακόμη δυο γεγονότα. Οι εργασίες ξεκίνησαν λίγο μετά το θάνατο του Σεχίντ Αμπντουλάχ και το ότι έγιναν πολύ βιαστικά.
Έχει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον ότι όταν ο Έλγιν παρουσιάστηκε στο Βρετανικό Κοινοβούλιο και ερωτήθηκε για τη νομιμότητα της αποκοπής και της μεταφοράς, η απάντηση του είναι ότι έλαβε όλες τις νόμιμες αδειοδοτήσεις αλλά τις είχε πετάξει και παρουσίασε την ιταλική μετάφραση της υποτιθέμενης επιστολής.
Είναι προφανές το γεγονός ότι η βρετανική νομιμότητα δεν βασίζεται σε κανένα επίσημο έγγραφο αλλά σε μαρτυρίες, αφηγήματα και αμφισβητούμενης γνησιότητας έγγραφα.
* O Στέφανος Μάρκου είναι Ιστορικός Οθωμανικής Περιόδου και υποψήφιος διδάκτορας Οθωμανικής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ