Ήταν μια είδηση που μάλλον όχι τυχαία βγήκε την Παρασκευή, αν και οι ειδήσεις με τέτοιο πρόσημο έχουν αποκτήσει τέτοια συχνότητα στη Γερμανία, που συχνά καλύπτουν μια ολόκληρη εβδομάδα. Ο τεχνολογικός όμιλος Bosch σχεδιάζει να περικόψει 5.550 θέσεις εργασίας σε διάφορους τομείς παγκοσμίως έως το 2032. Οι 3.800 από αυτές τις θέσεις εργασίας θα επηρεάσουν τα εργοστάσια και τις επιχειρηματικές μονάδες στη Γερμανία, αναφέρει δημοσίευμα της Deutsche Welle.
Όπως ανέφερε το σχετικό δελτίο τύπου η Bosch σχεδιάζει να περικόψει:
-3.500 θέσεις εργασίας στον τομέα της ανάπτυξης λογισμικού για την αυτόνομη οδήγηση - περίπου οι μισές από αυτές στη Γερμανία
-750 θέσεις εργασίας στο εργοστάσιο του Χίλντεσχαϊμ
-1.300 θέσεις εργασίας στον τομέα του συστήματος διεύθυνσης στο Σβέμπις Γκμιντ
Και εδώ, όπως συνέβη τις προηγούμενες ημέρες με ανάλογες ανακοινώσεις που έκαναν μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες, όπως η Volkswagen, η θυγατρική της Audi, αλλά και η Ford οι περικοπές σχετίζονται με τη δυστοκία, που παρατηρείται στη μετάβαση προς την ηλεκτροκίνηση.
Μεταβαλλόμενο περιβάλλον αγοράς
«Πρέπει να προσαρμόσουμε τις δομές μας στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον της αγοράς και να μειώσουμε το κόστος με βιώσιμο τρόπο, προκειμένου να ενισχύσουμε την ανταγωνιστικότητά μας και να τοποθετηθούμε για το μέλλον», αιτιολόγησε την απόφαση ο Στάφν Χελτσλ, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου για τις εμπορικές δραστηριότητες του τμήματος Cross-Domain Computing Solutions.
Η μετάβαση σε ηλεκτροκίνητα οχήματα, που εξαρτώνται από το ανάλογο λογισμικό, καθυστερεί συνολικά πάρα πολύ, γεγονός που έχει άμεσο αντίκτυπο στην έναρξη παραγωγής και στα ποσοστά ανακλήσεων των κατασκευαστών οχημάτων. Ταυτόχρονα, η εταιρεία πρέπει να επενδύσει μεγάλα ποσά σε αυτές τις τεχνολογικές καινοτομίες. Σύμφωνα με τον Χελτσλ, στόχος είναι οι περικοπές θέσεων εργασίας να είναι «όσο το δυνατόν πιο κοινωνικά υπεύθυνες».
Κάτι ανάλογο σε ό,τι αφορά την απορρόφηση των κοινωνικών συνεπειών έχει υποσχεθεί και η Volkswagen, που σχεδιάζει την περικοπή δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας, χωρίς πάντως να πείσει τους εργαζόμενους, που όπως ανακοίνωσαν την Πέμπτη σχεδιάζουν μέσω των συνδικάτων τους απεργίες μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου, όταν θα λήξει και η συμφωνηθείσα με την εργοδοσίαπερίοδος ανακωχής.
Προάγγελος κοινωνικών εντάσεων;
Εξοργισμένοι με την ανακοίνωση της επιχείρησης, που «αποτελεί χαστούκι για τους εργαζόμενους», δηλώνουν και οι συνδικαλιστές του ομίλου Bosch. Μόλις τον Ιούλιο του 2023 το Διοικητικό Συμβούλιο είχε αποκλείσει τις απολύσεις μέχρι το τέλος του 2027. «Όμως στη συνέχεια, τον Μάιο του 2024, συμφωνήθηκε να απολυθούν συνολικά περίπου 2.200 εργαζόμενοι σε τέσσερις διαφορετικούς τομείς στη Γερμανία. «Μόλις έξι μήνες αργότερα, άλλες 3.800 θέσεις εργασίας πρόκειται να πέσουν θύμα των περικοπών», υπογραμμίζει ο εκπρόσωπος των εργαζόμενων Φρανκ Σελ, χαρακτηρίζοντας μη αποδεκτό κάτι τέτοιο.
«Το εργοστάσιο του Χίλντεσχαϊμ έχει εργαστεί σκληρά επί πολλά χρόνια για να περάσει από τα προϊόντα για κινητήρες εσωτερικής καύσης σε εκείνα της ηλεκτροκίνησης με προσανατολισμό προς το μέλλον», δήλωσε ο Στέφαν Στέρμερ, πρόεδρος του εργοστασιακού συμβουλίου του εργοστασίου. «Εάν τώρα πράγματι περικοπεί προσωπικό σε αυτή την τοποθεσία, αυτό θα ήταν ένα μοιραίο μήνυμα για όλες τις μονάδες, που έχουν ακόμη μπροστά τους αυτόν τον μετασχηματισμό», δήλωσε ο Στέρμερ.
Έπεσαν έξω στους υπολογισμούς
Τα προβλήματα για τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία και τις εταιρείες που την τροφοδοτούν με διάφορα εξαρτήματα είναι «διπλά». Από τη μια οι αποφάσεις των πολιτικών ηγεσιών για τη μετάβαση στην ηλεκτρική κινητικότητα δείχνουν τώρα υπερβολικά βιαστικές. Οι καταναλωτές είναι επιφυλακτικοί, το εισόδημά τους παραμένει στάσιμο και τους οδηγεί να αποφεύγουν ρίσκα και μάλιστα σχετικά υψηλού κόστους, όπως η αγορά ενός ηλεκτρικού οχήματος.
Οι κυβερνήσεις έχουν εγκαταλείψει την αρχική τους γενναιοδωρία των «επιδοτήσεων», αφού όλες αγωνίζονται με σφιχτούς προϋπολογισμούς, οπότε η αγορά είναι σε σταθερή πτωτική τάση. Από την άλλη έρχονται να προστεθούν και τα δομικά θέματα της γερμανικής οικονομίας, που όλοι παραδέχονται ότι αντιμετωπίζει προβλήματα τεχνολογικής καθυστέρησης, αλλά και ελλιπών μεταρρυθμίσεων, ειδικά στην καταπολέμηση της γραφειοκρατίας.
Όποιος παρακολουθεί συζητήσεις ενόψει εκλογών καταλαμβάνεται από το αλλόκοτο συναίσθημα να ακούει από εκπροσώπους κομμάτων να αλληλοκατηγορούνται με επιχειρήματα που θυμίζουν εκείνα που χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι Γερμανοί πολιτικοί εναντίον των χωρών του Νότου στα χρόνια της μεγάλης κρίσης.
Γενικότερο κλίμα ανασφάλειας
Όλα αυτά δείχνουν πόσο δύσκολο θα είναι για την επόμενη κυβέρνηση να ξαναβάλει σε τροχιά ανάπτυξης τη γερμανική οικονομία και να αποτινάξει αυτή την ανασφάλεια που αποτυπώνεται και σε έρευνες μεταξύ εκπροσώπων του επιχειρηματικού κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι και μεγάλες επενδύσεις, που είχε προσπαθήσει να κάνει «σημαία της» η κυβέρνηση Σολτς, όπως εκείνες της Intel και της Wolfspeed, και οι δύο στον τομέα των ημιαγωγών, ακυρώθηκαν ή αναβλήθηκαν επ΄αόριστον, παρά το γεγονός ότι θα ενισχύονταν με αρκετά δισεκατομμύρια κρατικής επιδότησης.
Η γερμανική οικονομία μοιάζει να έχει αιχμαλωτιστεί από μια αλυσίδα διαδοχής κακών ειδήσεων, που η μια τροφοδοτεί την άλλη και το κλίμα διαρκώς επιδεινώνεται. Η αβεβαιότητα της προεκλογικής περιόδου, το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης που δε θα διαθέτει και τόσο ισχυρή πλειοψηφία και φυσικά το συνολικότερο ασταθές πλαίσιο παγκοσμίως, επιδεινώνουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση προκαλώντας καθημερινά προβλέψεις για μια στασιμότητα διαρκείας.