Του Γιώργου Παυλόπουλου
Οι Ευρωπαίοι, είναι αλήθεια, δεν βρίσκουν εύκολα τον δρόμο που θα τους οδηγήσει σε μια κοινή εξωτερική πολιτική. Ούτε προς την κατεύθυνση μιας ενιαίας οικονομικής και κυρίως φορολογικής πολιτικής. Αδυνατούν δε να φτιάξουν «πρωταθλητές» στις επιχειρήσεις, οι οποίοι θα μπορούν να πρωταγωνιστούν στην παγκόσμια αρένα.
Το πρόσφατο ναυάγιο της συγχώνευσης ανάμεσα στη γερμανική Siemens και τη γαλλική Alstom, που θα οδηγούσε σε ένα κολοσσό στον κλάδο των σιδηροδρόμων, εξαιτίας του βέτο της (υποψήφιας για την προεδρία της Κομισιόν) Μαργκρέτ Βεστάγκερ είναι ένα παράδειγμα. Η δε απόσυρση της πρότασης της ιταλικής Fiat προς τη γαλλική Renault, που θα είχε ως αποτέλεσμα τη συγκρότηση μιας παγκόσμιας εμβέλειας αυτοκινητοβιομηχανίας που θα μπορούσε να κοιτάξει στα μάτια την Toyota και την Volkswagen είναι ένα δεύτερο.
Προφανώς δε, εύκολα θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί και τη δυστοκία που επικρατεί στον τραπεζικό τομέα, όπου ακόμη και η κατά τα φαινόμενα ώριμη συγχώνευση δύο τραπεζών της ίδιας χώρας, των γερμανικών Deutsche Bank και Commerzbank, «κολλάει» διαρκώς. Με αποτέλεσμα, η πρόβλεψη την οποία έκανε ο επικεφαλής της ελβετικής UBS στην εφημερίδα Handelsblatt – «θα γίνουν μεγάλες συγχωνεύσεις τραπεζών στην Ευρώπη, είναι απλώς θέμα χρόνου» – να αντιμετωπίζεται με επιφυλάξεις, αν όχι με καχυποψία.
Κι όμως, πετάει...
Δεν αποκλείεται, βεβαίως, να έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται ότι όλα τα παραπάνω δεν είναι τίποτε άλλο παρά το... κοιλοπόνημα που προηγείται της γέννας, που θα φέρει στη ζωή μια νέα Ευρώπη, πιο ενωμένη και πιο ισχυρή. Αυτό που λείπει, λένε οι ίδιοι, δεν είναι παρά η αναγκαία πολιτική απόφαση, η οποία θα ανοίξει τον δρόμο και θα απελευθερώσει όλο το δυναμικό που έχει σωρευθεί.
Μέχρι να αποδειχθεί κατά πόσο έχουν δίκιο ή άδικο, πάντως, οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι υπάρχει ένας τομέας στον οποίο τα πράγματα δείχνουν να πηγαίνουν προς την κατεύθυνση που θα ήθελαν να ακολουθεί γενικώς η Ευρώπη. Κι αυτός δεν είναι άλλος από την πολεμική βιομηχανία και την αεροναυπηγική – που έρχεται να πλαισιώσει την ειλημμένη απόφαση για τη συγκρότηση ισχυρού και αυτοδύναμου ευρωστρατού.
Για του λόγου το αληθές, η γερμανική κυβέρνηση (παρά τα έντονα προβλήματα που αντιμετωπίζει...) αποφάσισε χθες να δώσει το πράσινο φως για την εκταμίευση του πρώτου ποσού που προορίζεται για τον σχεδιασμό και την κατασκευή του ευρωπαϊκού μαχητικού νέας γενιάς. Αν και το κονδύλι είναι μικρό σε σύγκριση με το συνολικό κόστος – 32,5 εκατομμύρια ευρώ έναντι συνολικού προϋπολογισμού 65 δισ. – ο συμβολισμός είναι αναμφίβολα ιδιαιτέρως σημαντικός.
Πρώην ανταγωνιστές, νυν (συν)εταίροι
Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι μέχρι πρόσφατα, Γερμανοί και Γάλλοι, που είναι και οι πρωτεργάτες του σχεδίου, ανταγωνίζονταν ευθέως στις ευρωπαϊκές και διεθνείς αγορές, οι μεν προωθώντας με νύχια και με δόντια το Eurofighter-Typhoon και οι δε το Rafale. Μάλιστα, την ίδια στιγμή, διεκδικούσαν μερίδιο με το Grippen και οι Σουηδοί, που δεν αποκλείεται τελικώς να συμμετέχουν επίσης στην γαλλογερμανική κοινοπραξία, μαζί και με άλλες χώρες.
Για να συμβεί αυτό, προϋπόθεση δεν ήταν φυσικά η εξεύρεση κεφαλαίων – άλλωστε, είναι γνωστό πως όταν οι κυβερνήσεις θέλουν, λεφτά υπάρχουν (ειδικά στο Βερολίνο των πλεονασμάτων). Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να δώσουν τα χέρια η Άνγκελα Μέρκελ και ο Εμανουέλ Μακρόν.
Το έκαναν, όταν αποφάσισαν ότι παρά τα υπόλοιπα προβλήματα, η υπόθεση του ευρωστρατού είναι ζωτικής σημασίας για το μέλλον της ΕΕ. Όταν πείστηκαν πως η υπόθεση, εκτός από ισχύ και πρεστίζ, μπορεί να έχει και τεράστια κέρδη. Όταν δε το έκαναν, πολλά (αν και όχι όλα) από τα εμπόδια έφυγαν αυτομάτως από τη μέση.
AP Photo/Anjum Naveed