Την επιστροφή της Γερμανίας στην πρώτη γραμμή της διεθνούς πολιτικής σκηνής έπειτα από μακρά περίοδο εσωστρέφειας επιδιώκει να «προσυπογράψει» ο Χριστιανοδημοκράτης Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος με την επίσημη ανάληψη των καθηκόντων του την 6η Μαΐου θα κληθεί να διαχειριστεί ένα εκρηκτικό μείγμα εσωτερικών και διεθνών προκλήσεων που ξεπερνούν εκείνες που αντιμετώπισαν σχεδόν όλοι οι προκάτοχοί του στην καγκελαρία στη σύγχρονη εποχή.
Η Γερμανία βρίσκεται σε μία κομβική στιγμή της μεταπολεμικής της Ιστορίας κατά την οποία έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση από τον Ντόναλντ Τραμπ η συνολική ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας ενώ γκρεμίζονται ταυτόχρονα και οι σταθερές στις εμπορικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επαναφορά στις… εργοστασιακές ρυθμίσεις ενός «μεγάλου συνασπισμού» Χριστιανοδημοκρατικής-Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) δίνει μία ισχυρή ώθηση για να επανέλθει η Γερμανία σε ηγετικό ρόλο στην Ευρώπη και την παγκόσμια σκηνή.
Ερωτηθείς για το μήνυμα που στέλνει στον Ντόναλντ Τραμπ, ο Φρίντριχ Μερτς έχει δηλώσει: «Η Γερμανία έχει επανέλθει στην πορεία της, θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της στην άμυνα και είναι διατεθειμένη να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της. Και δεν είναι μόνο η Γερμανία, αλλά η Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Γερμανία θα είναι και πάλι ένας ισχυρός εταίρος εντός ΕΕ και μαζί θα οδηγήσουμε την Ευρώπη προς τα εμπρός».
Στέλνει συνεπώς σήμα επανεκκίνησης και δεσμεύεται για το τέλος της γερμανικής αφωνίας ο Μερτς, ωστόσο η «επαναφορά σε τροχιά» της Γερμανίας είναι γεμάτη με σημαντικά εμπόδια: από το πεδίο της οικονομίας -που τελεί υπό τη δαμόκλειο σπάθη των αμερικανικών δασμών- έως τον εκσυγχρονισμό της άμυνας μπροστά στις νέες γεωπολιτικές δυναμικές και την απειλή της Ρωσίας μέχρι τον εγχώριο πολιτικό κατακερματισμό και μία Άκρα Δεξιά που έχει φθάσει μέχρι και την πρώτη θέση των δημοσκοπήσεων εκμεταλλευόμενη την αβεβαιότητα που επικρατεί παγκοσμίως παράλληλα με την πάγια τροφοδότησή της από το μεταναστευτικό, αλλά έχοντας καρπωθεί και εσχάτως τη δυσαρέσκεια μερίδας της πιστής στη δημοσιονομική πειθαρχία βάσης των συντηρητικών μετά την εντυπωσιακή στροφή Μερτς ως προς το «φρένο χρέους» ώστε να υποστηριχθεί η άμυνα και να αναζωογονηθεί η οικονομία.
Πριν καν αναλάβει επίσημα καθήκοντα ο Μερτς έχει σπάσει ήδη τρία ταμπού της γερμανικής πολιτικής όσον αφορά την άμυνα: Δήλωσε ότι η Ευρώπη πρέπει να αυτονομηθεί από τις ΗΠΑ «βήμα προς βήμα», έκλεισε το μάτι στη γαλλική και βρετανική πυρηνική αποτροπή και υπαναχώρησε από τη δική του σταθερή κόκκινη γραμμή για το όριο του χρέους σε μία κίνηση που χαιρετίστηκε από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Η μεταστροφή Μερτς προς την αξιοποίηση του δημοσιονομικού χώρου για την ανάπτυξη, την άμυνα και τις υποδομές αντανακλά πράγματι μια ισχυρή φιλοδοξία να αποκαταστήσει την ηγετική θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη και να αντιμετωπίσει μακροχρόνιες εσωτερικές προκλήσεις. Η επιτυχία του όλου εγχειρήματος θα εξαρτηθεί ωστόσο από την ικανότητά του να διαμορφώσει συναίνεση εντός μιας ισχνής πλειοψηφίας, να εφαρμόσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να διαχειριστεί το ρόλο της Γερμανίας εν μέσω παγκόσμιων γεωπολιτικών μεταβολών.
Ο Μερτς καλείται να χαράξει γερμανική (και ευρωπαϊκή) πολιτική έναντι της Αμερικής του «ασυγκράτητου» Ντόναλντ Τραμπ, μίας Ρωσίας που εκμεταλλεύεται το χάος προσποιούμενη ότι ενδιαφέρεται για μία ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία ενώ συνεχίζει τον βάρβαρο πόλεμο, αλλά και έναντι της οικονομικά επιθετικής Κίνας που αυξάνει την επιρροή της καθώς το αντι-αμερικανικό αίσθημα αυξάνεται. Η γερμανική στήριξη στο Κίεβο αναμένεται να ενταθεί δεδομένης της στάσης των ΗΠΑ, εξ ου και ο Μερτς είναι ανοιχτός στην αποστολή των πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς Taurus -πάγιο ουκρανικό αίτημα προς το Βερολίνο που η κυβέρνηση Σολτς αρνούνταν να ικανοποιήσει υπό το φόβο κλιμάκωσης με τη Ρωσία και οι Σοσιαλδημοκράτες παραμένουν ακόμα αντίθετοι. Ο Μπόρις Πιστόριους του SPD, που αναμένεται να παραμείνει στο υπουργείο Άμυνας, εξέφρασε καθαρά και δημόσια την αντίθεσή του και το ζήτημα θα μπορούσε να επηρεάσει τη συνοχή της κυβερνητικής συμμαχίας αν δεν αντιμετωπιστεί προσεκτικά.
Η Γερμανία και η Ευρώπη δεν μπορούν να αντέξουν μια επανάληψη του δράματος που συνόδευε τον τρικομματικό συνασπισμό Σοσιαλδημοκρατών, Πράσινων και Φιλελεύθερων, ο οποίος τελικά διαλύθηκε εις τα εις εξ ων συνετέθη -σχεδόν ταυτόχρονα με την εκλογή Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Αν το διακύβευμα ήταν υψηλό όταν αναλάμβανε ο Όλαφ Σολτς, τώρα έχει φθάσει έως την… στρατόσφαιρα, σχολιάζει ο γνωστός συγγραφέας και πολιτικός αναλυτής Τζον Κάμπφνερ στον Guardian, τονίζοντας ότι για τον Μερτς δεν υπάρχει ούτε αρχική περίοδος 100 ημερών, ούτε «μήνας του μέλιτος».
Δεν υπάρχουν περιθώρια για εσωτερικές έριδες και ρήγματα στο «μεγάλο συνασπισμό» και υπ’ αυτή την έννοια οι αναλυτές ανησυχούν για τις διαφωνίες που καταγράφονται μεταξύ των δύο εταίρων προτού καν αναλάβει επίσημα η νέα κυβέρνηση έρχεται να προσθέσει το Politico. Έχει επικρατήσει συγκεκριμένα σύγχυση και διαμάχες σχετικά με το αν οι πολιτικές στις οποίες συμφώνησαν στο 114 σελίδων κυβερνητικό πρόγραμμα αποτελούν σκληρές δεσμεύσεις ή εξαρτώνται από τον προϋπολογισμό.
«Δεν δίνουμε υποσχέσεις που δεν μπορούμε να τηρήσουμε» δήλωσε ο εν αναμονή καγκελάριος σε συνέντευξή του προ ημερών στο γερμανικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο ARD, αναφερόμενος στην κορυφαία υπόσχεση του SPD για ελάφρυνση της φορολογίας των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων. Ενώ το πρόγραμμα περιλαμβάνει το μέτρο, ο Φρίντριχ Μερτς υπογράμμισε ότι όλες οι δεσμεύσεις εξαρτώνται από τη διαθέσιμη χρηματοδότηση, αναφερόμενος σε μια ρήτρα της συμφωνίας συνασπισμού που αναφέρει ότι κάθε πολιτική -από φορολογικές ελαφρύνσεις έως δαπάνες για υποδομές- πρέπει να είναι οικονομικά βιώσιμη πριν εφαρμοστεί. Έντονη ήταν η αντίδραση που ήλθε από την συμπρόεδρο του SPD Σάσκια Έσκεν, ενώ την ίδια στιγμή καταγράφονται διαφωνίες και στο εσωτερικό των Σοσιαλδημοκρατών με τη νεολαία του κόμματος (Jusos) -που αντιπροσωπεύει περίπου το 12% των μελών- να δηλώνει ότι θα καταψηφίσει την κυβερνητική συμφωνία διαφωνώντας ιδιαίτερα με τα συμφωνηθέντα αυστηρά μέτρα για τη μετανάστευση. Ζητούν ουσιαστικά επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας, κάτι που η ηγεσία του SPD έχει απορρίψει.
Για να προχωρήσει η προγραμματισμένη για τις 6 Μαΐου ψηφοφορία στην Μπούντεσταγκ για την επίσημη ανάδειξη του Φρίντριχ Μερτς στην καγκελαρία θα πρέπει να έχει προηγηθεί η επικύρωση της συμφωνίας μέσω ηλεκτρονικής ψηφοφορίας -που βρίσκεται σε εξέλιξη και ολοκληρώνεται στις 28 Απριλίου- από τα περίπου 380.000 μέλη των Σοσιαλδημοκρατών. Καμία κυβερνητική συμφωνία δεν έχει απορριφθεί από το SPD από το 2013, όταν εισήχθη η διαδικασία, και ο έτερος συμπρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών Λαρς Κλινγκμπάιλ δηλώνει βέβαιος ότι δε θα συμβεί ούτε και τώρα. Στις 28 Απριλίου θα διεξαχθεί και το συνέδριο των Χριστιανοδημοκρατών επίσης για την έγκριση της συμφωνίας.
Κατόπιν της ανάληψης των καθηκόντων του, ο Φρίντριχ Μερτς θα επισκεφθεί το Παρίσι -όπου μετέβη για συνομιλίες με τον Εμανουέλ Μακρόν και αμέσως μετά την εκλογή του στις πρόωρες κάλπες του Φεβρουαρίου- καθώς και τη Βαρσοβία. Οι επισκέψεις στους μεγαλύτερους γείτονες της Γερμανίας, τόσο στα ανατολικά όσο και στα δυτικά, αποτελούν παραδοσιακά προτεραιότητες στην ατζέντα των νέων Γερμανών καγκελαρίων. Ωστόσο, ο Όλαφ Σολτς έχει κατηγορηθεί ότι παραμέλησε τους στενούς δεσμούς με τους συμμάχους του, σημειώνει το Euractiv προσθέτοντας ότι ο Μερτς έχει αφήσει από πλευράς του να εννοηθεί ότι θα αντιστρέψει αυτή την τάση αναφέροντας ότι είναι σημαντικό για το Βερολίνο να «συνεργαστεί πολύ καλά, πολύ γρήγορα» με τη γαλλική κυβέρνηση και να συνεργαστεί «ισότιμα» με την Πολωνία.
Όσον αφορά πιθανή επίσκεψή του στην Ουάσινγκτον, ο Μερτς έχει δηλώσει ότι θα μεταβεί στον Λευκό Οίκο μόνο εφόσον έχει λάβει «την κοινή άποψη και θέση των Ευρωπαίων εταίρων» για κρίσιμα ζητήματα. Ο ίδιος αναφέρθηκε στη Γαλλία, την Πολωνία, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τη Βρετανία ως τους κύριους συνομιλητές του πριν πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ.