Η Γερμανία αντιμετωπίζει πέντε δύσκολα χρόνια πράσινης βιομηχανικής μετάβασης που «θα επιβαρύνει» τους πολίτες, προειδοποίησε ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ - ενώ προέτρεψε την κυβέρνησή του να εγκρίνει νέες επιδοτήσεις για τη διαφύλαξη της βιομηχανικής βάσης της χώρας.
Αντιδρώντας σε μια νέα έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που προβλέπει ότι η οικονομία της Γερμανίας θα συρρικνωθεί κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες φέτος, ο Χάμπεκ παραδέχθηκε το βράδυ της Τετάρτης στο γερμανικό δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο ARD: «Τα στοιχεία σίγουρα δεν είναι καλά».
Η στατιστική υπηρεσία της Γερμανίας είχε ήδη προειδοποιήσει τον Μάιο ότι η χώρα εισήλθε σε ύφεση. Ορισμένες από τις μεγαλύτερες εταιρείες της Γερμανίας έχουν αρχίσει να εγκαταλείπουν την πατρίδα, προκαλώντας φόβους για αποβιομηχάνιση.
Ο Χάμπεκ υποστήριξε ότι η ύφεση αυτή θα μπορούσε να εξηγηθεί από τις υψηλές τιμές της ενέργειας, τις οποίες η Γερμανία ένιωσε πιο έντονα από άλλες χώρες, επειδή στηριζόταν στο φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο. Τα υψηλά επιτόκια επιβραδύνουν επίσης τις επενδύσεις και το παγκόσμιο εμπόριο, πρόσθεσε, γεγονός που επηρεάζει ιδιαίτερα τη Γερμανία ως χώρα που εξαρτάται από τις εξαγωγές.
Ενώ τόνισε ότι δεν υπάρχει «κανένας λόγος» να αντιδράσουμε σε αυτά τα προβλήματα με «γερμανικό άγχος» - αναφερόμενος σε ένα σύνθημα που περιγράφει το φόβο και τη διστακτικότητα που στερεοτυπικά συνδέεται με τους Γερμανούς που αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις - ο ίδιος ο Χάμπεκ αργότερα στην τηλεοπτική συνέντευξη έκανε κάποιες ωμές παραδοχές.
«Δεν θέλω επίσης να αγνοήσω το γεγονός ότι αυτό θα επιβαρύνει τους ανθρώπους», δήλωσε ο Χάμπεκ. «Έχουμε μπροστά μας μια σημαντική μετασχηματιστική περίοδο μέχρι το 2030», κατά τη διάρκεια της οποίας η Γερμανία θα μετακινηθεί από μια παραδοσιακή, εξαρτώμενη από τα ορυκτά καύσιμα βιομηχανική βάση σε πράσινες μορφές ενέργειας, όπως το υδρογόνο, είπε.
Τάχθηκε δε υπέρ της κρατικής στήριξης με τη μορφή ενός ανώτατου ορίου στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος για τις ενεργοβόρες εταιρείες που συμμετέχουν στον διεθνή ανταγωνισμό, «ώστε να μπορούν να αντέξουν τις προκλήσεις του μετασχηματισμού και να έχουν αρκετά χρήματα για να επενδύσουν».