Οι εξαγωγές ελβετικών ρολογιών κινήθηκαν με τους χαμηλότερους ρυθμούς εδώ και 35 χρόνια, την ώρα που η εξάπλωση του κορονoϊού απειλεί τις προοπτικές για το σύνολο του κλάδου ειδών πολυτελείας.
Ήδη όμως το κλίμα ήταν άσχημο γύρω από την οροσειρά Γιούρα της Ελβετίας όπου βρίσκονται ορισμένες διάσημες ωρολογοποιίες, αφού ο μεγάλος αντίπαλος λέγεται Apple Watch. Το προϊόν της αμερικανικής εταιρείας κατάφερε το 2019 να ξεπεράσει τις πωλήσεις ολόκληρης της ελβετικής ωρολογοποιίας, σε μια ένδειξη στροφής των καταναλωτών προς τις «έξυπνες» συσκευές εις βάρος των παραδοσιακών ρολογιών. Η εταιρεία ερευνών αγοράς Strategy Analytics εκτιμά ότι η Apple πώλησε ανά τον κόσμο 30,7 εκατ. Apple Watches to 2019, έναντι συνολικών πωλήσεων περίπου 21,1 εκατ. ρολογιών για την ωρολογοποιία της Ελβετίας.
Συγκεκριμένα, οι μετοχές της εταιρείας Tiffany σημείωσαν πτώση κατά 40% το 2019, ενώ η Richemont, η οποία είναι ιδιοκτήτρια της Cartier και της Van Cleef & Arpels, μαζί με τους ωρολογοποιούς Piaget και IWC, έχουν δει πτώση των μετοχών τους άνω του 30%.
Όμως δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο για τους Ελβετούς αφού, τη δεκαετία του 1970, η ωρολογοποιία της χώρας βρέθηκε αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της. Συγκεκριμένα , αν και η διεθνής αγορά ρολογιών παρουσίαζε σημαντικά κέρδη, οι ελβετικές εξαγωγές μειώνονταν ραγδαία. Η ελβετική βιομηχανία εξήγαγε περισσότερο από το 90% της παραγωγής της, και από το 1945 έως το 1970 παρήγαγε περίπου το 80% της παγκόσμιας παραγωγής ρολογιών. Ακόμη και ως προς την καινοτομία, όπου οι Ελβετοί, άλλοτε, ήταν οι ηγέτες του κλάδου, η ελβετική ωρολογοποιία αντιμετώπιζε πλέον οξύτατη κρίση.
Ειδικότερα, ενώ πρώτοι οι Ελβετοί το 1967 παρουσίασαν ένα μοντέλο ηλεκτρονικού ρολογιού χειρός στο Concours de Chronometrie of the Neuchatel Observatory (Ελβετία), σπάζοντας όλα τα ρεκόρ ακριβείας, οι ίδιοι απέρριψαν τη νέα αυτή τεχνολογία, σαν «πρόσκαιρο ενθουσιασμό», θεωρώντας τα ηλεκτρονικά ρολόγια αναξιόπιστα, απλοϊκά και κατώτερα των δικών τους επιπέδων ποιότητας. Για το λόγο αυτό, συνέχισαν να βασίζονται στα μηχανικά τους ρολόγια στα οποία και εστίασαν τις ερευνητικές τους προσπάθειες, αφού σε αυτό το τμήμα της αγοράς οι παραδοσιακοί τεχνίτες τους διατηρούσαν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Λίγο πριν φύγει όμως η δεκαετία του 60', στις 25 Δεκεμβρίου, στο Τόκιο, η Seiko παρουσίασε το Astron, το πρώτο ρολόι με χαλαζία (μπαταρία) παγκοσμίως. Ήταν μια περιορισμένη έκδοση 100 ρολογιών χρυσού, αξίας 450.000 ¥, αντίστοιχα με το κόστος ενός Toyota Corolla.
Σε λιγότερο από 10 χρόνια –από το 1977 έως το 1985– η αξία των εξαγωγών, σε ελβετικά φράγκα, μειώθηκε κατά το ήμισυ. Ο αριθμός των τεμαχίων ρολογιών που παράγονταν στην Ελβετία, ως ποσοστό της παγκόσμιας παραγωγής, έπεσε από το 43% στο 15%. Το Hong Kong και η Ιαπωνία, ανταγωνιστές στον κλάδο, κατέλαβαν τις δύο πρώτες θέσεις στην παγκόσμια αγορά ρολογιών, αφήνοντας την τρίτη θέση στους, άλλοτε πρωτοπόρους, Ελβετούς. Η Ταϊβάν, η Κίνα και η Νότια Κορέα απoδείχθηκαν, επίσης, ισχυροί ανταγωνιστές.
Με την εισαγωγή των ηλεκτρονικών ρολογιών και quartz στην αγορά τη δεκαετία του ‘70, η κρίση οδήγησε τους Ελβετούς σε μεγάλης κλίμακας απολύσεις και αύξηση των πτωχεύσεων επιχειρήσεων του κλάδου. Συγκεκριμένα, η απασχόληση έπεσε από 90.000 το 1970 σε 47.000 το 1980 και 34.000 το 1984, ενώ οι πτωχεύσεις μείωσαν τον αριθμό των εταιρειών από 1.618 σε 860 και σε 630 το 1984.
Tην ίδια περίοδο, η Ιαπωνία ήταν η δεύτερη παραγωγός ρολογιών παγκοσμίως, με περίπου 67,5 εκατομμύρια κομμάτια (έναντι 12,2 εκατομμυρίων, το 1970). Η ανάπτυξη του κλάδου στην Ιαπωνία ήταν κυρίως αποτέλεσμα των προσπαθειών των Ιαπώνων κατασκευαστών να εισάγουν στην αγορά το ηλεκτρονικό ρολόι. Οι εταιρείες Seiko και Citizen πραγματοποίησαν μεγάλες επενδύσεις τη δεκαετία του 1970 σε μηχανήματα και εξοπλισμό, ώστε να επιτύχουν πλήρως αυτοματοποιημένη παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων ολοκληρωμένων κυκλωμάτων, μπαταριών αλλά και γενικότερα της τεχνολογίας LCD (Liquid Crystal Display). Το 1980, η Seiko ήταν η μεγαλύτερη επιχείρηση της παγκόσμιας ωρολογοποιίας με παραγωγή 22 εκατομμυρίων ρολογιών ετησίως.
Ο άνθρωπος που έσωσε την Ελβετία
Με φόντο τα παραπάνω, οι Ελβετοί είχαν καταλάβει ούτως ή άλλως ότι τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καλά. Το 1983, ο αμερικανολιβανέζος επιχειρηματίας Νίκολας Χάγιεκ προχωρά στη συγχώνευση δύο εταιρειών, της ASUAG (Longines) και της SSIH (Omega και Tissot). Ο τίτλος της εταιρείας προέρχεται από τη σύντμηση των λέξεων Second Watch (δεύτερο ρολόι) και όχι όπως πιστεύεται από τη σύντμηση των λέξεων Swiss Watch (ελβετικό ρολόι). Με επιθετικό μάρκετινγκ, ευφάνταστη διαφήμιση και πρωτοποριακό σχεδιασμό, η Swatch κατόρθωσε να ξαναδώσει τη χαμένη αίγλη στην ελβετική ωρολογοποιία και σημαντικά μερίδια στην αγορά.
Μεγάλο ρόλο έπαιξε η κάθετη πτώση του κόστους κατά 80% σε σχέση με τα συμβατικά ρολόγια, χάρις στην πλήρως αυτοματοποιημένη γραμμή παραγωγής και τη μείωση των εξαρτημάτων ενός ρολογιού από 91 σε 51. Την 1η Μαρτίου 1983 η εταιρεία λάνσαρε τα πρώτα 12 μοντέλα της στην παγκόσμια αγορά, με τιμές που δεν ξεπερνούσαν τα 30€. Η υποδοχή από τους νέους ανθρώπους ήταν άνευ προηγουμένου. Πολλοί δεν έμεναν μόνο στην αγορά ενός ρολογιού, αλλά αγόραζαν όλη τη σειρά, καθιστώντας τα swatch συλλεκτικά αντικείμενα. Στο τέλος του χρόνου οι πωλήσεις ξεπέρασαν το 1.000.000 τεμάχια, ενώ την επόμενη χρονιά υπερδιπλασιάστηκαν.
Σήμερα, η Swatch με μερίδιο 25%, τζίρο 2.500.000.000€ (2003) και 20.000 εργαζόμενους, κατέχει την πρώτη θέση στην παγκόσμια αγορά ρολογιών και εκτός από τα φθηνά ρολόγια, έχει στο χαρτοφυλάκιό της ακριβές και μεσαίου βεληνεκούς φίρμες (Breguet, Omega, Longines, Tissot, Calvin Klein και Certina), εταιρείες μικροηλεκτρικών ειδών και σχολή ωρολογοποιίας στο Νιου Τζέρσεϊ των ΗΠΑ.