Την προσαρμογή της σε περιβάλλον αναβαθμισμένου στρατηγικού κινδύνου στο χώρο του Ινδοειρηνικού επιταχύνει η Αυστραλία. Μετά την αμυντική σύμπραξη με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία ως ανάχωμα στην αυξανόμενη οικονομική και στρατιωτική διείσδυση της Κίνας στη ζώνη που έχει αναδειχθεί σε θέατρο σφοδρού ανταγωνισμού, βάζει στις ράγες σχέδιο δεκαετούς ορίζοντα για τη συγκρότηση του μεγαλύτερου Στόλου από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Απέναντι στον κινεζικό επεκτατισμό, και εν μέσω των συνολικών γεωπολιτικών αναταράξεων που έχει πυροδοτήσει ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Καμπέρα παρουσίασε σχέδιο ύψους 35 δισ. δολαρίων για τον υπερδιπλασιασμό του στόλου του Βασιλικού Αυστραλιανού Ναυτικού (RAN) που θα φθάσει να αριθμεί 26 κύριες μονάδες επιφανείας: Είκοσι αντιτορπιλικά πλοία και φρεγάτες Hunter και πολλαπλών αποστολών, καθώς και έξι υπερσύγχρονα σκάφη επιφανείας με ικανότητες κρούσης μεγάλης εμβέλειας που θα μπορούν να λειτουργούν δίχως πλήρωμα.
Τουλάχιστον μέρος του στόλου θα είναι οπλισμένο με πυραύλους Tomahawk, οι οποίοι θα μπορούν να πλήττουν στόχους μεγάλου βεληνεκούς βαθιά σε εχθρικό έδαφος -μία σημαντική αποτρεπτική ικανότητα. Το σχέδιο «μεταφράζεται» σε αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 2,4% του ΑΕΠ, πάνω από τον στόχο του 2% που έχει θέσει το ΝΑΤΟ, παρόλο που η ίδια δεν είναι μέλος της Συμμαχίας.
Τα σκάφη επιφανείας θα ενταχθούν σε έναν στόλο που θα διαθέτει και τα πυρηνοκίνητα υποβρύχια που θα αποκτήσει η Αυστραλία στο πλαίσιο του αμυντικού συμφώνου AUKUS με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, τα τρία πρώτα εκ των οποίων αναμένεται να παραδοθούν στις αρχές της επόμενης δεκαετίας.
Η δημιουργία ενός κοινού στόλου κορυφαίων υποβρυχίων σε ορίζοντα δύο δεκαετιών για τη διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων στον Ινδοειρηνικό είναι η στόχευση της AUKUS, η οποία έχει ερμηνευθεί ως ένα από τα πλέον δυναμικά βήματα της κυβέρνησης Μπάιντεν στην εξωτερική πολιτική και αναπόφευκτα έχει προκαλέσει την οργή του Πεκίνου. Το σύμφωνο οδηγεί στην ενίσχυση της αμερικανικής και βρετανικής στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή, και παράλληλα σηματοδοτεί μείζονα στρατιωτική αναβάθμιση της Αυστραλίας.
Οι ανακοινώσεις για το σχέδιο ενίσχυσης του αυστραλιανού στόλου επιφανείας ήλθαν στον απόηχο ανεξάρτητης έρευνας με επικεφαλής απόστρατο ναύαρχο του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, η οποία διαπίστωσε ότι ο στόλος είναι ο πλέον απαρχαιωμένος που έχει επιχειρήσει στα χρονικά της και δεν ανταποκρίνεται στο σημερινό στρατηγικό περιβάλλον.
Το περιβάλλον ασφαλείας στην περιοχή -όπου η αντίπαλη Κίνα έχει δημιουργήσει το μεγαλύτερο Ναυτικό στον κόσμο και προβάλλει επιθετικά εδαφικές διεκδικήσεις σε διαφιλονικούμενα ύδατα- σήμαινε κατά τους αναλυτές ότι η Αυστραλία έπρεπε να δράσει, σημειώνει το CNN επικαλούμενο δήλωση του Κολιν Κολ, ερευνητή στη Σχολή Διεθνών Σπουδών S. Rajaratnam της Σιγκαπούρης, πως η ενίσχυση του μεγέθους του αυστραλιανού στόλου είναι απαραίτητη εφόσον υπάρχει η ανάγκη για ικανότητα που να ανταποκρίνεται στις αυξημένες απαιτήσεις των αποστολών, ειδικά στην προβολή παρουσίας σε ολόκληρο τον Ινδοειρηνικό.
«Είναι ο μεγαλύτερος στόλος που θα διαθέτουμε από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου», δήλωσε ο υπουργός Άμυνας Ρίτσαρντ Μαρλς, με τον αρχηγό του Πολεμικού Ναυτικού της Αυστραλίας, αντιναύαρχο Μαρκ Χάμοντ, να συμπληρώνει ότι «μία ισχυρή Αυστραλία βασίζεται σε ένα ισχυρό ναυτικό, το οποίο είναι εξοπλισμένο για να διεξάγει διπλωματία στην περιοχή μας, να αποτρέψει πιθανούς αντιπάλους και να υπερασπιστεί τα εθνικά μας συμφέροντα όταν κληθεί».
Το σχέδιο αντικατοπτρίζει το σημαντικό βαθμό ανησυχίας τόσο της κυβέρνησης, όσο και του στρατιωτικού επιτελείου, για το στρατηγικό περιβάλλον, επισημαίνει η Τζένιφερ Πάρκερ, επίκουρη συνεργάτις στο Πανεπιστήμιο Νέας Νότιας Ουαλίας (UNSW) στην Καμπέρα. «Πολλοί εκτιμούν ότι εισερχόμαστε σε μια περίοδο κινδύνου στον Ινδοειρηνικό εξαιτίας της αυξημένης επιθετικότητας της Κίνας στη Νότια Σινική Θάλασσα και στη Βορειοανατολική Ασία», σημειώνει μιλώντας στη δημόσια τηλεόραση ABC.
Εκ των εταίρων της σύμπραξης AUKUS, η Αυστραλία θα είναι η πρώτη που θα αισθανθεί τον αντίκτυπο μίας ενδεχόμενης σύγκρουσης στον Ινδοειρηνικό. Η αμερικανική διπλωματία βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση έναντι του ενδεχόμενου μίας επίθεσης της Κίνας στην Ταϊβάν, ενώ ταυτόχρονα εδραιώνει περιφερειακές συμμαχίες, και με αιχμή Ινδία, Ιαπωνία και Νότια Κορέα, ως ανάχωμα στο Πεκίνο.
H αντιμετώπιση μίας ολοένα και πιο επιθετικής Κίνας και η ανάσχεση της γεωπολιτικής επιρροής της διεθνώς ήταν και παραμένει κορυφαία προτεραιότητα ων Ηνωμένων Πολιτειών. Ο θεμελιώδης κίνδυνος που συνιστά ο ασιατικός γίγαντας για τις ΗΠΑ τις επόμενες δεκαετίες αποτυπώθηκε το 2022 και στο νέο αμυντικό δόγμα του αμερικανικού Πενταγώνου, με τον Λόιντ Όστιν να τονίζει πως το Πεκίνο «είναι ο μοναδικός ανταγωνιστής που έχει ταυτόχρονα την πρόθεση να μεταβάλλει την παγκόσμια τάξη και, ολοένα και περισσότερο, τα μέσα για να το πράξει».