Του Γιώργου Παυλόπουλου
Δεν έχει επιβεβαιωθεί ότι ο Henry Kissinger είχε αναρωτηθεί κάποτε «ποιον θα πρέπει να καλώ όταν θέλω να μιλήσω με την Ευρώπη;». Ούτε καν ο ίδιος το θυμάται, άλλωστε -αν και σχετικά πρόσφατα είχε παραδεχθεί ότι πρόκειται για μια καλή και εύστοχη δήλωση, η οποία δεν θα είχε πρόβλημα να του αποδοθεί.
Το πραγματικό ερώτημα, όμως, ακόμη και σήμερα, δεν αφορά το πρόσωπο που πρέπει κανείς να αναζητήσει εάν θέλει να μιλήσει με Ευρώπη, αλλά εάν έχει νόημα να μιλήσει με Ευρώπη, τουλάχιστον για τα μεγάλα θέματα της διεθνούς πολιτικής. Διότι, πολύ απλά, σε αυτά τα θέματα η Ε.Ε. μπορεί να κάνει δηλώσεις, λιγότερο ή περισσότερο αυστηρές, όμως από ουσία πρακτικά... μηδέν!
Η σύνοδος κορυφής που ολοκληρώθηκε πριν μερικές ώρες στις Βρυξέλλες αποτέλεσε μία ακόμη απόδειξη γι'' αυτό. Ανεξαρτήτως της άποψης που έχει οποιοσδήποτε για την Τουρκία του Erdogan και τη Ρωσία του Putin, καθώς και για τη στάση την οποία θα όφειλε να υιοθετήσει η Ευρώπη απέναντί τους, η αλήθεια είναι πως η θέση την οποία κράτησαν οι «28» είναι πρακτικά άνευ αντικρύσματος και ουσίας.
Πάρτε, για παράδειγμα, την υπόθεση της Τουρκίας, η οποία «καίει» ιδιαιτέρως την Ελλάδα και την Κύπρο. Στο κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε τα ξημερώματα της Παρασκευής, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο «καταδικάζει σθεναρά τη συνέχιση των παράνομων ενεργειών της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο και υπογραμμίζει την απόλυτη αλληλεγγύη του προς την Κύπρο και την Ελλάδα» -με αποτέλεσμα, Αθήνα και Λευκωσία να εμφανίζονται απολύτως ικανοποιημένες και να δηλώνουν πως πήραν ακριβώς αυτό που επεδίωκαν από τους εταίρους τους.
Δυστυχώς για τις δύο κυβερνήσεις, όμως, οι καταδίκες αυτού του τύπου δεν είναι τίποτε παραπάνω από... φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Διότι η αλληλεγγύη για την οποία κάνουν λόγο οι εταίροι δεν συνοδεύεται ούτε από κυρώσεις ούτε από κανενός είδους μέτρα -ή, έστω, από μια επίδειξη δύναμης, όπως θα ήταν, για παράδειγμα, η ακύρωση της προγραμματισμένης για την Δευτέρα ευρω-τουρκικής συνόδου κορυφής, παρουσία του Tayyip Erdogan. Αντιθέτως, οι Βρυξέλλες συνεχίζουν να χαιρετίζουν την συμφωνία για το προσφυγικό και την τήρησή της από την Άγκυρα, εξακολουθούν να αποδίδουν στην Τουρκία τον χαρακτηρισμό της «ασφαλούς χώρας», προχωρούν και στην εκταμίευση σημαντικών ποσών προς αυτήν. Ακόμη και στην υπόθεση της Συρίας και της τουρκικής εισβολής στην Αφρίν, παρά τη φραστική καταδίκη από το Βερολίνο και το Παρίσι, δεν έγινε κανένα πρακτικό βήμα -όπως θα ήταν, ας πούμε, ένα πάγωμα της προμήθειας γερμανικών και γαλλικών όπλων προς την Άγκυρα.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τη Ρωσία. Οι «27» μπορεί να απέσυραν για καναδυό μέρες τον πρέσβη τους στη Μόσχα και να εξέφρασαν την αμέριστη αλληλεγγύη τους προς το Λονδίνο, με αφορμή τον διπλωματικό πόλεμο που έχει ξεσπάσει μετά την απόπειρα δολοφονίας του Sergei Skripal και τις αμοιβαίες απελάσεις, όμως για κυρώσεις ούτε λόγος να γίνεται. Και μην επιχειρήσει κανείς να ισχυριστεί ότι αυτό έγινε επειδή δήθεν έθεσαν βέτο ο Τσίπρας, οι Ιταλοί και κάποιες άλλες κυβερνήσεις που διατηρούν καλές σχέσεις με τον Putin -αυτά είναι ανοησίες! Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι οι Γερμανοί και οι άλλοι ισχυροί της Ε.Ε. δεν θέλουν να τα σπάσουν αυτή τη στιγμή με τη Μόσχα -μάλιστα, ακόμη και ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Boris Johnson, σύμφωνα με τις πληροφορίες, δεν έθεσε θέμα κυρώσεων προς τους εταίρους του.
Αν αναρωτιέστε γιατί συμβαίνουν αυτά έναντι της Τουρκίας και της Ρωσίας, η απάντηση είναι απλή: Επειδή τα λεφτά είναι πολλά και οι Ευρωπαίοι δεν θέλουν να τα χάσουν!
Ειδικά όσον αφορά στους Γερμανούς, αυτό είναι πασιφανές. Στην περίπτωση της Τουρκίας, όχι απλώς είναι από τους σημαντικότερους επενδυτές και στέλνουν εκεί εκατομμύρια τουρίστες κάθε χρόνο, αλλά αυτή την περίοδο επιχειρούν να ενισχύσουν το μερίδιό τους στην εσωτερική αγορά. Για του λόγου το αληθές, σύμφωνα με πληροφορίες της εφημερίδας Hurriyet, ένας γερμανικός όμιλος έχει εκδηλώσει έμπρακτα το ενδιαφέρον του για να αγοράσει δύο τουρκικές κατασκευαστικές εταιρίες – τις Dumankaya και Fi Yapi, με 48.000 εργαζόμενους και περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω των 12 δισ. δολαρίων – οι οποίες κατασχέθηκαν από το κράτος στο πλαίσιο των διώξεων σε βάρος των συνεργατών και χρηματοδοτών του Φετουλάχ Γκιουλέν, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Όλα δείχνουν, μάλιστα, ότι ανάλογο ενδιαφέρον υπάρχει και για άλλες από τις 985 επιχειρήσεις που βρίσκονται στην ίδια θέση και έχουν ενταχθεί στο χαρτοφυλάκιο ενός υπερταμείου το οποίο αναζητεί αγοραστές.
Απέναντι δε στη Ρωσία, και μόνο η ύπαρξη του αγωγού Nord Stream Ι και η συμφωνία για την κατασκευή του Nord Stream II αρκεί για να δώσει τις αναγκαίες απαντήσεις. Οι οικονομικοί, εμπορικοί και ενεργειακοί δεσμοί ανάμεσα στις δύο χώρες (ρωτήστε και τον πρώην καγκελάριο Schroeder...) είναι πολύ ισχυροί για να διαρραγούν. Και γι'' αυτό, ο νέος υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Merkel, Heiko Maas, δήλωσε αυτή την εβδομάδα: «Η Ρωσία θα παραμείνει ένας δύσκολος εταίρος. Όμως, την έχουμε ταυτόχρονα ανάγκη, όταν πρόκειται για την επίλυση των μεγάλων διεθνών διενέξεων. Γι'' αυτό επιθυμούμε να συνεχίσουμε τον διάλογο μαζί της».
Μας αρέσει δεν μας αρέσει, ας γνωρίζουμε τουλάχιστον τι συμβαίνει.
Press Presidency Press Service via AP, Pool