Όταν υπάρχει σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια, ένα κράτος μέλος της ΕΕ μπορεί να επαναφέρει τον έλεγχο στα σύνορά του με άλλα κράτη - μέλη, χωρίς όμως να υπερβαίνει τη μέγιστη συνολική διάρκεια των έξι μηνών, αναφέρει σε απόφασή του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση μόνο σε περίπτωση εμφάνισης νέας σοβαρής απειλής μπορεί να δικαιολογηθεί η εκ νέου εφαρμογή αυτού του μέτρου.
Υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο της μεταναστευτικής κρίσης, η Αυστρία επανέφερε τον έλεγχο στα σύνορά της με την Ουγγαρία και τη Σλοβενία από τα μέσα Σεπτεμβρίου 2015. Αυτός ο συνοριακός έλεγχος επανεισήχθη αρκετές φορές. Για την περίοδο από τις 16 Μαΐου 2016 έως τις 10 Νοεμβρίου 2017, η Αυστρία βασίστηκε σε τέσσερις διαδοχικές συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τις 11 Νοεμβρίου 2017, η Αυστρία επανέφερε τον έλεγχο των συνόρων για ορισμένες διαδοχικές περιόδους έξι μηνών με δική της πρωτοβουλία.
Λόγω αυτής της επανεισαγωγής του συνοριακού ελέγχου, ο Ευρωπαίος Πολίτης (NW) ελέγχθηκε στο συνοριακό σημείο διέλευσης Spielfeld όταν εισερχόταν στην Αυστρία από τη Σλοβενία τον Αύγουστο και τον Νοέμβριο του 2019. Επιπλέον, του επιβλήθηκε πρόστιμο 36 ευρώ επειδή αρνήθηκε να προσκομίσει το διαβατήριό του.
Δεδομένου ότι η NW θεώρησε ότι αυτοί οι έλεγχοι και το πρόστιμο ήταν αντίθετες με το δίκαιο της ΕΕ και ιδίως τον Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, άσκησε προσφυγή ενώπιον του Περιφερειακού Διοικητικού Δικαστηρίου της Στυρίας, το οποίο και αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει ορισμένα ερωτήματα στο Δικαστήριο για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Με την απόφασή του που εκδόθηκε σήμερα, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο Κώδικας Συνόρων Σένγκεν θεσπίζει την αρχή ότι τα σύνορα μεταξύ των κρατών μελών μπορούν να διέρχονται ανά πάσα στιγμή χωρίς να διενεργείται εκεί συνοριακός έλεγχος προσώπων, ανεξαρτήτως εθνικότητας.
Αυτό αφορά ένα από τα κύρια επιτεύγματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα άτομα μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα, χωρίς εσωτερικά σύνορα. Ως εκ τούτου, η επανεισαγωγή του ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα πρέπει να παραμείνει εξαίρεση και θα πρέπει να πραγματοποιείται μόνο ως έσχατη λύση.
Έτσι, πρώτον, ο Κώδικας Συνόρων Σένγκεν επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος, όπου υπάρχει σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική του ασφάλεια, να επαναφέρει προσωρινά τον έλεγχο των συνόρων στα σύνορά του με άλλα κράτη μέλη. Ωστόσο, το Δικαστήριο κρίνει ότι ένα τέτοιο μέτρο, συμπεριλαμβανομένων όλων των πιθανών παρατάσεων, δεν μπορεί να υπερβαίνει τη μέγιστη συνολική διάρκεια των έξι μηνών.
Ο νομοθέτης της ΕΕ έκρινε ότι μια περίοδος έξι μηνών αρκούσε για να λάβει το οικείο κράτος μέλος, όπου ενδείκνυται σε συνεργασία με άλλα κράτη μέλη, μέτρα που θα επέτρεπαν την αντιμετώπιση μιας τέτοιας απειλής, διατηρώντας, μετά την εξάμηνη αυτή περίοδο, την αρχή της ελεύθερη κυκλοφορία.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει, ωστόσο, ότι το κράτος -μέλος μπορεί να εφαρμόσει εκ νέου ένα τέτοιο μέτρο, ακόμη και αμέσως μετά τη λήξη της περιόδου των έξι μηνών, όταν αντιμετωπίζει νέα σοβαρή απειλή που επηρεάζει τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική του ασφάλεια, η οποία διαφέρει από την απειλή που εντοπίστηκε αρχικά, θέμα το οποίο πρέπει να αξιολογηθεί σε σχέση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις και γεγονότα.
Δεύτερον, σε εξαιρετικές περιπτώσεις που θέτουν σε κίνδυνο τη συνολική λειτουργία του χώρου Σένγκεν, το Συμβούλιο μπορεί να συστήσει σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη να επαναφέρουν τον έλεγχο στα εσωτερικά σύνορα, για μέγιστη διάρκεια δύο ετών.
Μετά το πέρας αυτών των δύο ετών επίσης, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί, όταν αντιμετωπίζει νέα σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική του ασφάλεια και πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που επιβάλλονται από τον Κώδικα συνόρων του Σένγκεν, να επαναφέρει αμέσως τον έλεγχο των συνόρων για μέγιστη συνολική διάρκεια έξι μηνών.
Στην προκειμένη περίπτωση, φαίνεται ότι, από τις 10 Νοεμβρίου 2017, ημερομηνία κατά την οποία έληξε η τελευταία από τις συστάσεις του Συμβουλίου, η Αυστρία δεν απέδειξε την ύπαρξη νέας απειλής.
Επιπλέον, το Δικαστήριο κρίνει ότι ένα άτομο δεν μπορεί να υποχρεωθεί, επί ποινής, να προσκομίσει διαβατήριο ή δελτίο ταυτότητας κατά την είσοδο από άλλο κράτος - μέλος, όταν η επαναφορά του συνοριακού ελέγχου αντίκειται στον Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν.