Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναμένεται να αποφασίσει στις 23-24 Ιουνίου την αναγόρευση της Ουκρανίας και της Μολδαβίας σε υποψήφιες προς ένταξη χώρες στην ΕΕ. Με αυτόν τον τρόπο, οι δύο χώρες αυτές θα λάβουν ένα ισχυρό μήνυμα πολιτικής στήριξης και μια ρητή διαβεβαίωση ότι θα έχουν εν καιρώ τη δυνατότητα συμμετοχής στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η ταχύτατη ενεργοποίηση της πολιτικής της διεύρυνσης της ΕΕ στην περίπτωση της Ουκρανίας και της Μολδαβίας φέρνει συνειρμικά στο προσκήνιο την άβολη πραγματικότητα που συνθέτουν τα πεπραγμένα της ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια. Η υπόσχεση που δόθηκε κατά τη Σύνοδο της Θεσσαλονίκης του 2003 ότι το μέλλον των Δυτικών Βαλκανίων είναι στην ΕΕ έχει μείνει κενό γράμμα για όλες της χώρες της περιοχής, με εξαίρεση την Κροατία που απέκτησε την ιδιότητα του κράτους-μέλους το 2013.
Η ΕΕ έχει συχνά φανεί ασυνεπής στα Δυτικά Βαλκάνια. Διαδοχικές θετικές εισηγήσεις της Επιτροπής για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της ΕΕ με τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία έχουν αγνοηθεί από κράτη-μέλη της Ένωσης που έχουν αξιοποιήσει το δικαίωμα στην αρνησικυρία για να προωθήσουν τις εθνικές αντιλήψεις και επιδιώξεις τους. Αντίστοιχα, το Συμβούλιο Υπουργών της Ένωσης έχει συστηματικά παραβλέψει τα τελευταία τρία χρόνια τις επαναλαμβανόμενες θετικές γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής υπέρ της απάλειψης των θεωρήσεων εισόδου (visa) στην ΕΕ για τους πολίτες του Κοσόβου. Στον βαθμό που οι εισηγήσεις της Επιτροπής αποτελούν το επιστέγασμα ενδελεχών αξιολογήσεων των πολυετών μεταρρυθμιστικών προσπαθειών των ενδιαφερόμενων χωρών, η πολιτική της διεύρυνσης φαίνεται να ταλανίζεται από ένα σοβαρό έλλειμμα αξιοπιστίας και αξιοκρατίας.
Η στασιμότητα στην ενταξιακή πορεία των Δυτικών Βαλκανίων εμπεριέχει μεγάλους κινδύνους. Η πίστη των χωρών της περιοχής στην ευρωπαϊκή τους προοπτική έχει κλονιστεί. Οι τοπικές ηγεσίες εμφανίζονται ολοένα και περισσότερο απρόθυμες να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις που ενέχουν πολιτικό κόστος δεδομένου ότι δεν αναμένουν να δοθεί άμεσα στις χώρες τους η επιβράβευση της εισδοχής στις δομές της Ένωσης. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε στην περιοχή το ανησυχητικό φαινόμενο της αντιστροφής των μεταρρυθμίσεων στο πεδίο του εκδημοκρατισμού και της λειτουργίας των θεσμών του κράτους δικαίου.
Η δημοκρατική οπισθοδρόμηση των Δυτικών Βαλκανίων έχει λάβει ανέλπιστη εξωτερική νομιμοποίηση από τις αυταρχικές ηγεσίες τρίτων χωρών (όπως η Ρωσία, η Τουρκία και η Κίνα), οι οποίες έχουν σπεύσει να καλύψουν το κενό επιρροής που η ΕΕ έχει αφήσει στην περιοχή. Ταυτόχρονα, σημειώνεται επικίνδυνη άνοδος του επιθετικού εθνικισμού και της ρητορικής μίσους και επιχειρείται η επαναχάραξη της πρόσφατης ιστορίας προς την κατεύθυνση της άρνησης των εγκλημάτων πολέμου και της εξύμνησης των υπευθύνων για τη διενέργειά τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, αναζωπυρώνουν στην περιοχή οι ανεπίλυτες διενέξεις, με τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη να διέρχεται την τρέχουσα περίοδο την πιο σοβαρή υπαρξιακή κρίση από το τέλος του πολέμου. Το εύφλεκτο σκηνικό στα Δυτικά Βαλκάνια επιδεινώνει η κακόβουλη παρέμβαση της Ρωσίας, η οποία ενισχύει τις σερβικές αποσχιστικές τάσεις στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και υπονομεύει κάθε δυτική πρωτοβουλία για τη διαχείριση τοπικών προβλημάτων και την επίλυση διενέξεων.
Η πρόθεση της ΕΕ να δώσει ταχύτατα ενταξιακή προοπτική στην Ουκρανία και τη Μολδαβία αποτελεί ευκαιρία για τη γενικότερη αναζωογόνηση της πολιτικής της διεύρυνσης της ΕΕ. Η γεωπολιτική συλλογιστική που δίνει ώθηση στις περιπτώσεις της Ουκρανίας και της Μολδαβίας εξίσου επιτάσσει και την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Αλβανία, τη Βόρεια Μακεδονία και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Το γεγονός ότι η Βοσνία-Ερζεγοβίνη δεν έχει ακόμη καταφέρει να αναχθεί σε υποψήφιο προς ένταξη κράτος-μέλος συνιστά ομολογία αποτυχίας της ίδιας της ΕΕ που έχει διαθέσει στην εν λόγω χώρα πρωτοφανείς ανθρώπινους και υλικούς πόρους.
Ταυτόχρονα, η αποδοχή των εισηγήσεων της Επιτροπής (που έχουν υπερψηφιστεί και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) για την Αλβανία, τη Βόρεια Μακεδονία και το Κόσοβο (σε σχέση με την κατάργηση των θεωρήσεων εισόδου) θα συνεισφέρει στην επαναφορά της αξιοπιστίας και της αξιοκρατικής λειτουργίας της πολιτικής της διεύρυνσης.
Η Ελλάδα όρισε πρόσφατα Ειδικό Απεσταλμένο για τα Δυτικά Βαλκάνια και απεύθυνε έκκληση στους εταίρους της να καταβληθεί κάθε προσπάθεια προκειμένου η εισδοχή της περιοχής στην ΕΕ να ολοκληρωθεί μέχρι το 2033. Οι πρωτοβουλίες αυτές κινούνται αναμφίβολα στη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, η πρόκληση της επανεκκίνησης της ενταξιακής πορείας των Δυτικών Βαλκανίων ξεπερνά τις δυνατότητες οποιουδήποτε μεμονωμένου κράτους-μέλους της Ένωσης.
Η Ελλάδα θα χρειαστεί να οικοδομήσει ευρύτερες συμμαχίες και να συντονίσει τις παρεμβάσεις της στην περιοχή με κράτη-μέλη που έχουν διατυπώσει αντίστοιχες ανησυχίες και πολιτικές προτάσεις όπως η Αυστρία και η Σλοβενία. Η εμπέδωση στα Δυτικά Βαλκάνια της σταθερότητας, της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της βιώσιμης ανάπτυξης είναι καίριας σημασίας για τα ελληνικά συμφέροντα.