Στη «μεγάλη σκακιέρα» της Αφρικής, την ήπειρο με τους πλουσιότερους πόρους που «στεγάζει» τις φτωχότερες χώρες και τους φτωχότερους πολίτες του κόσμου, ο γεωπολιτικός και οικονομικός ανταγωνισμός του 21ου αιώνα βρίσκει τη Ρωσία, την Κίνα και την Τουρκία σε θέσεις ισχύος, ενόσω το αποτύπωμα Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών εξασθενεί.
Στην αφρικανική ήπειρο των εμφυλίων και της αστάθειας, αλλά και των ξένων επεμβάσεων, που είναι ταυτόχρονα μία πιο πλούσιες περιοχές του κόσμου σε ορυκτό πλούτο, πετρέλαιο και φυσικό αέριο, Μόσχα, Πεκίνο και Άγκυρα έχουν διεισδύσει σταθερά και μεθοδικά μέσω ενός δαιδαλώδους πλέγματος «εργαλείων», το οποίο εκτείνεται από την εκμετάλλευση ανεξάντλητων πλουτοπαραγωγικών πηγών, εμπόριο και επενδύσεις-μαμούθ σε υποδομές, δάνεια που μεταφράζονται σε «παγίδα χρέους», έως εξαγωγές όπλων, στρατιώτες και μισθοφόρους...
Η ανάδειξη της δράσης του διαβόητου μισθοφορικού στρατού της Wagner στα «παιχνίδια» εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων χρυσού του Σουδάν, τη στιγμή που η χώρα διολισθαίνει προς εμφύλια σύρραξη, ήλθε να επαναφέρει στο προσκήνιο τον ορατό και αόρατο ρόλο που διαδραματίζει η Μόσχα στην Αφρική.
Η Ρωσία έχει εντείνει την επιρροή της στην αφρικανική ήπειρο περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα τα τελευταία έτη, και η «μέθοδός» της απέχει μακράν από τη χρήση εργαλείων ήπιας ισχύος. Μισθοφόροι, παραπληροφόρηση, παρέμβαση σε εκλογές, υποστήριξη πραξικοπημάτων και συμφωνίες για εξαγωγές όπλων έναντι ορυκτών πόρων συνθέτουν το «εγχειρίδιο» της Μόσχας στην Αφρική, όπου συστηματικά έχει επιχειρήσει να υπονομεύσει τη Δημοκρατία, τόσο προς στήριξη και κανονικοποίηση αυταρχικών καθεστώτων, όσο και για τη διάνοιξη διαύλων προς ενίσχυση της δικής της επιρροής.
Πρόκειται για μία στρατηγική χαμηλού κόστους και υψηλής επιρροής για την προώθηση μίας πολύ διαφορετικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, με τις παρεμβάσεις της στην Αφρική να συνοδεύονται από εκτεταμένες επιπτώσεις για τα πρότυπα διακυβέρνησης και την ασφάλεια της ηπείρου, σύμφωνα με το Κέντρο Στρατηγικών Σπουδών για την Αφρική, ινστιτούτο του αμερικανικού Πενταγώνου.
Ακολουθώντας τακτικές που αναπτύχθηκαν για πρώτη φορά από τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών Γεβγκένι Πριμακόφ στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η Ρωσία μετεξελίχθηκε σε αυτό που ο καθηγητής Πολιτικής και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Σάμιουελ Ραμάνι χαρακτηρίζει ως «εταίρο απολυταρχικών καθεστώτων σε κρίση». Κάθε φορά που μια αφρικανική αυταρχική κυβέρνηση αντιμετώπιζε κυρώσεις από τα Ηνωμένα Έθνη, καταγγελίες για εκλογική νοθεία ή κριτική για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η Ρωσία θα εμφανιζόταν ως ο υπερασπιστής του πολιορκημένου καθεστώτος στην παγκόσμια σκηνή. Ως αποτέλεσμα, αποκτούσε τεράστια επιρροή στο υποχρεωμένο απέναντί της καθεστώς με ελάχιστο οικονομικό κόστος. Αυτό το… πρότυπο μοντέλο συνεργασίας ήταν κατ’ επέκταση το απόλυτα ενδεδειγμένο ασύμμετρο εργαλείο για τη Ρωσία, με την ίδια να εμφανίζει τη στήριξη προς αυταρχικά καθεστώτα ως προώθηση της πολυπολικότητας σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τη Δύση.
Ο στρατός της Wagner είχε και έχει ενεργό ρόλο στην εφαρμογή του ρωσικού «μοντέλου» στην Αφρική, με ενεργή παρουσία στο Σουδάν, καθώς και στο Μάλι, τη Μπουρκίνα Φάσο, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, το Μπουρούντι, και όχι μόνο. Στο Σουδάν οι μισθοφόροι του Γεβγκένι Πριγκόζιν αναπτύχθηκαν για πρώτη φορά το 2018 προς υποστήριξη του τότε δικτάτορα Ομάρ Μπασίρ με αντάλλαγμα προνομιακή πρόσβαση στην προσοδοφόρα βιομηχανία εξόρυξης χρυσού της χώρας -το Σουδάν αποτελεί τον τρίτο μεγαλύτερο παραγωγό χρυσού. Ο ίδιος ο Μπασίρ είχε ζητήσει προσωπικά «χείρα βοηθείας» από τον Βλαντιμίρ Πούτιν επισκεπτόμενος τη Μόσχα το 2017, όπου επίσης υποσχέθηκε -και έδωσε- στη Ρωσία μία ναυτική βάση στο Πορτ Σουδάν στην Ερυθρά Θάλασσα, περιοχή με μεγάλη στρατιωτική και εμπορική σημασία. Μέσω εταιρειών που φέρονται να ελέγχονται από τη Wagner, και υπόκεινται σε αμερικανικές ευρωπαϊκές κυρώσεις, δισεκατομμύρια σε χρυσό που διακινούνται λαθραία από το Σουδάν στηρίζουν σήμερα τη ρωσική πολεμική μηχανή στην Ουκρανία.
Η Αφρική κατέστη ακόμη μεγαλύτερης γεωστρατηγικής σημασίας για τη Ρωσία στην προσπάθεια να αποκρούσει τη διεθνή απομόνωση και τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν για την εισβολή της στην Ουκρανία. Και πράγματι η ρωσική επιρροή «εξαργυρώθηκε» στην αποχή 17 αφρικανικών κρατών από την ψηφοφορία της 3ης Μαρτίου 2022 στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ -μεταξύ αυτών ήταν το Μαρόκο και η Σενεγάλη που είναι γνωστό ότι προσεγγίζουν το δυτικό «στρατόπεδο».
Στον έναν και πλέον χρόνο που κρατά ο πόλεμος στην Ουκρανία, η Ρωσία έχει συνάψει συμφωνίες ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων που αφορούν στην εκμετάλλευση ορυκτού πλούτου, πωλήσεις όπλων, ενέργεια και γεωργία. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης αποσύρθηκε από την αφρικανική ήπειρο, ωστόσο τουλάχιστον από το 2007, και με κορύφωση τα τελευταία έτη, εντείνει την ανάμειξή της σε στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο, με την Gazprom και την Lukoil να επενδύουν σημαντικά στον ενεργειακό τομέα. Ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Ρωσίας και Αφρικής έχει διπλασιαστεί από το 2015 φθάνοντας σε ύψος τα 20 δισ. δολάρια ετησίως. Κατά τον Βλαντιμίρ Πούτιν, η Ρωσία προσφέρει συνεργασία «χωρίς πολιτικούς ή άλλους όρους» -αναφορά στη Δύση και στο «εναλλακτικό όραμα» του ιδίου για τα αφρικανικά κράτη.
Ο ρόλος και η στρατηγική της Κίνας στην Αφρική
Κυρίαρχη πολιτική και οικονομική δύναμη στην αφρικανική ήπειρο είναι η Κίνα, σε μία μείζονος σημασίας μετατόπιση που συντελέστηκε σε όρους διεθνών γεωπολιτικών ισορροπιών καθώς έφθινε το αποτύπωμα της Ευρώπης και οι Ηνωμένες Πολιτείες απομονώνονταν υπό το δόγμα Τραμπ «Πρώτα η Αμερική».
H διακυβέρνηση Μπάιντεν επιδιώκει να εμπλακεί εκ νέου (η Σύνοδος Κορυφής ΗΠΑ-Αφρικής τον Δεκέμβριο του 2022 ολοκληρώθηκε με δέσμευση επένδυσης 55 δισ. δολαρίων εντός τριετίας), ωστόσο η Αφρική έχει πλέον αλλάξει σημαντικά, και έπειτα από ένα χρόνο πολέμου στην Ουκρανία, έχει αναδειχθεί ως το επίκεντρο μιας νέας γεωπολιτικής τάξης πραγμάτων με δύο ανταγωνιστικά πολυμερή συστήματα να αντιπαρατίθενται, όπως σημειώνει το αμερικανικό think-tank Atlantic Council.
Επί 20ετίας, και ειδικά μετά το 2013 και την «Πρωτοβουλία για το Νέο Δρόμο του Μεταξιού», η ανερχόμενη τότε Κίνα στράφηκε στην Αφρική -όπου και βρίσκεται το 40% των παγκόσμιων αποθεμάτων πλουτοπαραγωγικών πηγών- προς εδραίωση εμπορικών σχέσεων και ενίσχυση της πολιτικής επιρροής της. Η Κίνα εισάγει τεράστιες ποσότητες ζωτικών πόρων από την υποσαχάρια Αφρική -πετρέλαιο, υγροποιημένο φυσικό αέριο, ξυλεία, χρυσό και χαλκό, ουράνιο και πολύτιμα βασικά μέταλλα όπως το κοβάλτιο και το λίθιο.
Η διπλωματία ήπιας ισχύος συνοδεύτηκε από μαζικές επενδύσεις σε υποδομές -δρόμοι, γέφυρες, σιδηροδρομικά δίκτυα και ουρανοξύστες- χορήγηση δανείων και συνακόλουθη εμπλοκή κινεζικών εταιρειών σε έργα εξόρυξης για την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου. Η Κίνα συνέδραμε την αφρικανική ήπειρο να αναπτύξει τους πετρελαϊκούς τομείς, επωφελούμενη η ίδια μέσω της σύναψης εμπορικών συμφωνιών. Πολύτιμα μέταλλα και ακατέργαστες πρώτες ύλες, απαραίτητες για τη λειτουργία της κινεζικής βιομηχανίας, διοχετεύονται «κατά προτίμηση» σε εδρεύουσες στην Κίνα επιχειρήσεις.
Η στρατηγική της χορήγησης δανείων με ευνοϊκούς όρους, ακόμη και χωρίς επιτόκιο, σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν πολλάκις καταγγελθεί από τις ΗΠΑ ως «παγίδα χρέους» που κρατά υπό διπλωματική και οικονομική ομηρία αφρικανικές χώρες που δεν μπορούν να τα αποπληρώσουν, και κατ’ επέκταση γίνεται λόγος για μία αποικιοκρατικού τύπου πολιτική. Οι κινεζικές επενδύσεις κορυφώθηκαν το 2016. Έκτοτε, τα κινεζικά δάνεια προς τις αφρικανικές κυβερνήσεις μειώθηκαν σημαντικά -από 28,4 δισ. δολάρια το 2016 σε 1,9 δισ. δολάρια το 2020, εν μέρει λόγω της αλλαγής των προτεραιοτήτων στην εσωτερική κινεζική πολιτική και εν μέρει λόγω της δυσκολίας που είχαν οι αφρικανικές χώρες να αποπληρώσουν δάνεια.
Η έμφαση που δίνει η Κίνα στην Αφρική αντικατοπτρίζεται καθαρά στις δέκα επισκέψεις που έχει πραγματοποιήσει ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ σε αφρικανικά κράτη μεταξύ 2014 και 2020, περίοδο κατά την οποία η Κίνα απέκτησε και την πρώτη στρατιωτική βάση στην ήπειρο, και συγκεκριμένα στο μικροσκοπικό Τζιμπουτί, πρώην γαλλική αποικία. Κατά το αμερικανικό Πεντάγωνο, η Κίνα φιλοδοξεί να αποκτήσει βάσεις και σε άλλες χώρες, περιλαμβανομένων Αγκόλα, Ισημερινή Γουϊνέα, Ναμίμπια και Τανζανία.
Ενίσχυση επιρροής της Τουρκίας
Ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στην Αφρική έχει αποκτήσει όμως και η Τουρκία, με την παρουσία της στην ήπειρο να είναι σήμερα πιο ορατή από ποτέ. Από το 2015, όταν ενέταξε την Αφρική στις βασικές προτεραιότητες μίας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, η Άγκυρα έχει αναπτύξει ένα ισχυρό δίκτυο οικονομικών, πολιτικών, πολιτισμικών και στρατιωτικών σχέσεων με την Αφρική, χρησιμοποιώντας και έναν «χαρτί» που Ρωσία και Κίνα δεν διαθέτουν -αυτό του Ισλάμ.
Από το 2021 έχουν κορυφωθεί, δε, οι πωλήσεις drone και άλλου στρατιωτικού εξοπλισμού προς χώρες της Αφρικής κατόπιν της υπογραφής σειράς συμφωνιών στρατιωτικής συνεργασίας, στη σκιά ισλαμιστικών εξεγέρσεων τόσο στην Ανατολική, όσο και στη Δυτική Αφρική, καθώς και εσωτερικών συγκρούσεων που ωθούν τις αφρικανικές κυβερνήσεις να αυξάνουν τις αμυντικές δαπάνες. Οι εξαγωγές από την Τουρκία στην αφρικανική ήπειρο υπερ-πενταπλασιάστηκαν, αγγίζοντας τα 460,6 εκατ. δολάρια το 2021 από 82,9 εκατ. δολάρια το 2020, σύμφωνα με το γερμανικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων και Υποθέσεων Ασφαλείας (SWP). Τα αφρικανικά κράτη στρέφονται κυρίως στην αγορά θωρακισμένων οχημάτων, ναυτικού εξοπλισμού, όπλων πεζικού και drone τουρκικής κατασκευής. Στις χώρες που έχουν παραλάβει το δημοφιλές drone «Bayraktar» περιλαμβάνονται Σομαλία, Τόγκο, Νίγηρας, Νιγηρία και Αιθιοπία.
Η Τουρκία έχει διεισδύσει όλο και περισσότερο στην Αφρική και μέσω της θρησκείας, καθώς ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν καλλιεργεί σταθερά το προφίλ της χώρας ως ηγέτιδα δύναμη στον μουσουλμανικό κόσμο. Η ανέγερση τεμενών είναι η πιο ορατή εκδήλωση του τουρκικού πολιτιστικού και θρησκευτικού αποτυπώματος στο αφρικανικό έδαφος, αποτελώντας σκέλος μίας ευρύτερης στρατηγικής επιρροής, από το εμπόριο μέχρι την άμυνα, που στοχεύει στην ενίσχυση του τουρκικού κύρους διεθνώς.
Η ενίσχυση της τουρκικής παρουσίας αποτυπώνεται εμφανώς στις διπλωματικές αποστολές που διατηρεί στην αφρικανική ήπειρο. Σήμερα διαθέτει πρεσβείες σε 44 χώρες έναντι μόλις 12 το 2002, ενώ και οι πρεσβείες των αφρικανικών κρατών στην Άγκυρα φθάνουν σήμερα τις 38 από δέκα στις αρχές του 2008. Ενδεικτικός είναι επίσης ο αριθμός των πτήσεων της Turkish Airlines προς την Αφρική, με τον εθνικό αερομεταφορέα της Τουρκίας να «πετά» προς 60 προορισμούς σε 38 χώρες πριν την πανδημία της Covid-19, και πλέον μετά την άρση των ταξιδιωτικών περιορισμών να σχεδιάζει περαιτέρω επέκταση του δικτύου.
Ένας από τους πιο συγκεκριμένους δείκτες της σύσφιξης των σχέσεων Τουρκίας και Αφρικής, είναι οι αναπτυσσόμενοι οικονομικοί δεσμοί και τα ραγδαία αυξανόμενα εμπορικά μεγέθη. Ο συνολικός όγκος των εμπορικών συναλλαγών με την αφρικανική ήπειρο αυξήθηκε από 5,4 δισ. δολάρια το 2003 σε 34,5 δισ. δολάρια το 2021, σύμφωνα με τα στοιχεία του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών