Στη γειτονική Τουρκία, επανεξελέγη πρόεδρος ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Είναι ο νέος πρόεδρος της χώρας και για την επόμενη πενταετία. Με την πενταετία αυτή καθίσταται, αν όχι ο μακροβιότερος ηγέτης της Τουρκίας, αλλά εκείνος που θα μείνει εν τέλει στην Ιστορία της γείτονος χώρας. Η εξέλιξη αυτή, όπως είναι φυσικό, δημιουργεί νέα δεδομένα, τόσο σε σχέση με τις διμερείς μας σχέσεις, όσο και ως προς τον ρόλο που θα διαδραματίσει η Τουρκία περιφερειακά και διεθνώς.
Πιστεύεται πως πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί ως προς την προσέγγιση αλλά και την ανάλυσή μας σχετικά με τα νέα δεδομένα που έρχονται από την Τουρκία.
Τα νέα ονόματα της κυβέρνησης Ερντογάν ανακοινώθηκαν. Και αυτά μας ενδιαφέρουν, γιατί φαίνεται πως γίνεται μια μεγάλη ανανέωση, αλλά όπως είναι και αναμενόμενο ο στρατηγικός στόχος δεν θα αλλάξει. Απλά, η τακτική προσέγγιση των προσώπων είναι ακόμα πιο κοντά στο κεντρικό κράτος που επιθυμεί ο πρόεδρος Ερντογάν.
Το αποτέλεσμα των τουρκικών εκλογών
Ήταν αναμενόμενο. Και δεν αναφερόμαστε στο γεγονός αυτό τυχαία, αλλά ούτε και κατόπιν εορτής. Εξάλλου είχε καταγραφεί στο παρελθόν η πιθανότητα να είναι ο Ερντογάν ξανά στο πηδάλιο της κυβέρνησης. Μεταξύ άλλων, για συγκεκριμένους λόγους και διεθνείς συγκυρίες. Όσο και να γίνεται αναφορά πως η Δύση δεν μπορεί πλέον να επηρεάσει τα γεγονότα της Τουρκίας, τα διεθνή γεγονότα είναι τέτοια που φαινόταν η πιθανότητα επανεκλογής του Ερντογάν όλο και πιο ουσιαστική.
Έτσι, δεν είναι τυχαία μια στάση αναμονής και από δυτικές χώρες. Στα διεθνή γεγονότα, ο πόλεμος Ουκρανίας - Ρωσίας δεν φαίνεται πως θα σταματήσει, αλλά και ούτε τα γεγονότα στο Αφγανιστάν. Όπως και στο Ιράν. Τα γεγονότα που τρέχουν στην Ασία και την Αφρική αλλά και τα Βαλκάνια επίσης. Όσο κι αν ακουστεί περίεργο ή πολύπλοκο, είναι οι διαδικασίες τέτοιες που απαιτούν να υπάρχει πολιτική συνέχεια και συνεργασία σε διεθνές επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και στην Τουρκία. Δεν υπάρχει χρόνος, λόγω κλιματικών αλλαγών και έλλειψης πρώτων υλών ή εξαιτίας και του παγκόσμιου εμπορίου και των νέες συνεργιών που δημιουργούνται.
Νέα δεδομένα που δεν φαντάζεται - μεταξύ άλλων - η ευρύτερη κοινωνία που αναδιαμορφώνουν τα νέα πλαίσια συμμαχιών και ισοζυγίων δυνάμεων σε ένα πολυπολικό σύστημα. Είναι τα γεγονότα αυτά που απαιτούν να υπάρχει συνέχεια έργου από όλες τις παρούσες κυβερνήσεις στο παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό. Στο πλαίσιο αυτό, δεν θα ήταν καθόλου περίεργο επίσης να δούμε μια προσπάθεια προσέγγισης με την Ελλάδα (σ.σ. φυσικά μετά τις ελληνικές εκλογές), έτσι όπως το φαντάζεται η Τουρκία.
Από την άλλη πλευρά, θα υπάρξουν πολλές εξελίξεις σε ό,τι αφορά τη διακίνηση φυσικών πόρων και πολλές συνεννοήσεις αλλά και πολλές προκλήσεις. Σε ό,τι αφορά το αέριο, για παράδειγμα, και το πετρέλαιο, αλλά επίσης και σχετικά με τις συνεννοήσεις για τις ΑΟΖ και τις περιφερειακές συνέργειες ή συνεργασίες. Υπό τα στοιχεία αυτά που προαναφέραμε όπως οι κλιματικές και γεωφυσικές αλλαγές όπως επίσης και οι οικονομικές, θα δούμε μια νέα οπτική προσέγγιση που θα αναμορφώσει το περιβάλλον ασφαλείας, εμπορίου και ισοζυγίου δυνάμεων.
Υπό το πρίσμα ότι γνωρίζουμε τα δεδομένα αυτά, είναι καλό, στο πλαίσιο αυτό, να υπάρχει συνέχεια και σταθερότητα κυβερνητικού και ηγετικού ρόλου και στην Τουρκία αλλά και στην Ελλάδα. Και οι δύο χώρες πέρασαν ή περνούν ακόμα εκλογική διαδικασία. Δεν υπάρχει χρόνος για αλλαγή στρατηγικής. Αυτό πιθανολογείται. Έτσι πιστεύεται πως σκέφτεται ο διεθνής παράγοντας. Το σκηνικό μπορεί να είναι ανατρεπτικό τα επόμενα χρόνια.
Η οπτική που παρατηρεί και μελετά κανείς τις πολλές περιπτώσεις και τα σενάρια όπως τις εξελίξεις στην Τουρκία αλλά και το ερώτημα, κατά συνέπεια, στο κατά πόσο περιμέναμε να επανεκλεγεί ο Ερντογάν ακόμα και μετά τους σεισμούς, η απάντηση είναι σίγουρα καταφατική: Γιατί απλά η μελέτη και η οπτική - εμπειρική διαδικασία είναι διαφορετική. Και αποδίδει τα παραπάνω, όπως αναφέραμε, δεδομένα τουλάχιστο στο διεθνές περιβάλλον.
Εξίσου σημαντικές είναι και οι εσωτερικές δυναμικές στη χώρα. Το σύμπλεγμα πολιτικών συμμαχιών στην αντιπολίτευση ήταν σε αρκετές περιπτώσεις ανόμοιο. Οι δυναμικές της επόμενης πενταετίας που διαμορφώνονται από κέντρα αποφάσεων, συνεργασιών και συμμαχιών, διαμορφώνουν ένα περιβάλλον, το οποίο θα είναι άκρως ανταγωνιστικό.
Τι πρέπει να αναμένουμε
Η νίκη Ερντογάν αποδίδει νέα σημασιολογία στον ρόλο που θα διαδραματίσει η Τουρκία στην περιοχή. Και πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι αλλά κυρίως να επενδύσουμε στην ελληνική εθνική μας πολιτική. Να έχουμε την πρωτοβουλία αλλά και την καινοτομία και εμπλοκή εκεί που πρέπει και συμφέρει (διπλωματικά και πολιτικά). Αλλά να ξέρουμε τι θέλουμε να κάνουμε και ως προς τις διμερείς μας σχέσεις με τη γείτονα χώρα.
Η νέα του πολιτική του Ερντογάν απέναντι σε όλα τα γεγονότα αναμένεται να σημάνει νέες αλλαγές και προσεγγίσεις της Τουρκία. Αφορά θέματα σοβαρά περιφερειακά και διεθνή και για τις διμερείς σχέσεις μας, περιφερειακά και διεθνώς. Το γεγονός αυτό είναι αναμενόμενο, γιατί απλά η παρούσα φόρμουλα δεν απέδωσε, όπως φανταζόταν. Το κακό είναι για τον ίδιο ότι πλέον ξέρουμε πως ό,τι και να αναμένουμε, δεν αφορά, με τα σημερινά δεδομένα, σε ζήτηματα επίλυσης, σταθερότητας και ανάπτυξης της περιοχής, αλλά περισσότερο συνιστά τη συνέχιση μιας προσέγγισης «νεο-αυτοκρατορικής». Αυτή είναι η λεγόμενη «αναθεωρητική στάση της Τουρκίας».
Αναμένεται να υπάρξει ωστόσο πολιτικός «οργασμός» διεργασιών και πολιτικής επαναπροσέγγισης της Τουρκίας απέναντι στο διεθνή παράγοντα αλλά και περιφερειακά. Κι αυτό θα γίνει με τη συνέχιση της συνταγματικής μεταρρύθμισης, που θα επιδιώξει ο ίδιος ο Ερντογάν. Μάλιστα, αναμένεται να υπάρξουν εξελίξεις που θα οδηγήσουν στην ανάληψη περισσότερων εξουσιών που θα αφορούν στο πρόσωπο του Τούρκου προέδρου. Ταυτοχρόνως, θα δούμε και μια νέα Τουρκική Εθνοσυνέλευση που εντέλει θα «πλέει» στην ροή και πίστη της πολιτικής Ερντογάν.
Η Ελλάδα τι μπορεί να κάνει
Εμείς, ας είμαστε έτοιμοι με σενάρια και να είμαστε πολιτικά «εύκαμπτοι». Πάντοτε αποφασιστικοί για τα ελληνικά μας συμφέροντα χωρίς ενδοιασμούς. Χρειαζόμαστε συγκεκριμένη στρατηγική, με νέα τακτική και στάση, με πολύ υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης εντός και επίλυσης πάγιων ζητημάτων που να στηρίξουν την εισροή κεφαλαίου προς την Ελλάδα αλλά και τη δημιουργία της πολιτικής κυκλικής οικονομίας. Συνεπώς, χρειαζόμαστε και μια εξωτερική πολιτική, με υψηλή ρητορική και πράξη. Απαιτείται δε μια ουσιαστική τακτική προσέγγισης στα διεθνή θέματα, τα διμερή αλλά και τα πολυμερή: Τα της Τουρκίας και το Κυπριακό, η ενέργεια, οι ΑΟΖ και η πιθανότητα των 12 ναυτικών μιλίων από την Ελλάδα όπως και στο πώς αντιλαμβάνεται την ανάπτυξη της χώρας μας η κυβέρνηση στην πράξη.
Υπό τα δεδομένα αυτά, απαιτείται μια επικοινωνιακή ρητορική που να έχει απεύθυνση στο παρόν και το μέλλον. Επίσης, θα πρέπει να καταστεί η Ελλάδα επιλογή έναντι της εξέλιξης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που δημιουργείται όσο και εναλλακτική χώρα απέναντι στο τι προσφέρει η Τουρκία σε όλους τους τομείς.
Από την άλλη, ας είμαστε επιφυλακτικοί. Με τις κινήσεις της Τουρκίας, που όταν δει πως δεν θα φέρει ξανά αποτέλεσμα η πολιτική της τότε θα ξαναμπεί στο παιχνίδι της προσπάθειας πρόκλησης αστάθειας και της συνέχισης των υβριδικών απειλών - που ούτως ή άλλως δεν σταμάτησαν.
Ας μην ξεχνάμε κάτι. Η Τουρκία έχει πολλές κοινωνικές δυναμικές και συνιστά ένα σύμπλεγμα πολλών λαών που δεν έχουν αυτομάτως συνοχή μεταξύ τους. Ωστόσο, η Άγκυρρα φαίνεται πως θα το χρησιμοποιήσει αυτό, κάνοντα λόγο για «εξωτερικές απειλές», για να ενώσει τον τουρκικό πληθυσμό. Είναι πολλά τα θρησκευτικά και κοινωνικά ζητήματα όσο και τα μειονοτικά θέματα εντός της Τουρκίας, τα οποία και θα το εκμεταλλευτεί σε μια περίοδο που αμφισβητείται ανοιχτά η πολιτική σταθερότητα στη Μέση Ανατολή και ο διαθρησκευτικός διάλογος. Καθόλου αξιοπερίεργη η στάση του Ερντογάν σε ό,τι αφορά την Αγία Σοφία: πρόκειται για μια καθοδηγούμενη πολιτική εξέλιξη, με θρησκευτικό νόημα.
Υπό τα δεδομένα αυτά, για εμάς τους Έλληνες ήρθε η ώρα να επιβάλουμε ιστορικά ζητήματα εκτοπισμού Ελλήνων και του πολιτισμού αυτών, όπως τους Έλληνες της Μικράς Ασίας ή τους Πόντιους του Πόντου αλλά και τους Αρμένιους, σε μια περίοδο που οι σχέσεις της Τουρκίας με το Αζερμπαϊτζάν, αυτομάτως «βάζει λάδι στη φωτιά».
Πιθανώς να δούμε μια Τουρκία πιθανώς και ακόμα λιγότερο δημοκρατική και με περισσότερες κεντρικές εξουσίες, με διενέργειες πολλών «πογκρόμ» εντός της χώρας. Αυτά έχουν ήδη αρχίσει. Ας είμαστε, λοιπόν, προσεκτικοί, αλλά ξεκάθαροι.
Εν κατακλείδι, σε συνέχεια ως προς το αποτέλεσμα των εκλογών στην Τουρκία η απάντηση είναι μία: Προτεραιότητα στην ισχυροποίηση των ελληνικών συμφερόντων, αλλά ουσιαστική ανάλυση όλων των δεδομένων που αφορούν στα σενάρια εξέλιξης των διμερών και περιφερειακών μας ζητημάτων. Κι αυτό πρέπει να γίνει με ή χωρίς την Τουρκία. Αυτό συνεπάγεται, βεβαίως, πρακτικά την επίλυση των ζητημάτων με το δέοντα αλλά και τον πιο συμφέροντα για εμάς τρόπο. Γιατί, όταν πράττουμε, τότε μας σέβονται, έστω κι αν δεν συμφωνήσουν.
*Ο Δρ. Μάριος Παναγιώτης Ευθυμιόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Στρατηγικής και Ασφάλειας, Πρόεδρος Τμήματος Ιστορίας, Πολιτικής και Διεθνών Σπουδών Πανεπιστήμιο Νεάπολις και Πρόεδρος του Strategy International (SI) Ltd.