Μπορεί ο πόλεμος... Βορείων και Νοτίων να ήταν ανελέητος στο Eurogroup, γύρω από το ευρωομόλογο και τα μνημόνια της επόμενης ημέρας, όμως τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα φαίνεται ότι τα βρίσκουν μια χαρά στο ζήτημα της «πράσινης ανάπτυξης» στην Ευρώπη. Αυτό, τουλάχιστον, προκύπτει από την κοινή επιστολή η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα στο τέλος της περασμένης εβδομάδας και φέρει πλέον τις υπογραφές των κυβερνήσεων από 13 κράτη-μέλη της Ε.Ε.: Των αρχικών δέκα (Ολλανδία, Αυστρία, Σουηδία, Δανία, Φινλανδία εκ μέρους των Βορείων και Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία από τους Νότιους, μαζί με Λουξεμβούργο και Λετονία), καθώς και των τριών που προστέθηκαν στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου (Γερμανία, Γαλλία και Ελλάδα). «Είναι ανάγκη να στείλουμε ένα ισχυρό πολιτικό σήμα προς τον κόσμο και τους πολίτες μας ότι η Ε.Ε. θα ηγηθεί με το παράδειγμά της, ακόμη και σε δύσκολες περιόδους όπως η σημερινή και θα χαράξει τον δρόμο προς την κλιματική ουδετερότητα και την εκπλήρωση της Συμφωνίας του Παρισιού», τονίζουν ανάμεσα στα άλλα οι υπογράφοντες.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται, την ίδια στιγμή, δεκάδες (180 σε πρώτη φάση) προσωπικότητες από τον χώρο της πολιτικής (υπουργοί και βουλευτές), της οικονομίας, των επιχειρήσεων (L'Oreal, Danone, IKEA είναι ανάμεσά τους) και των ΜΚΟ, μέσω της δικής τους επιστολής, που έγινε γνωστή την Τρίτη. «Μετά την κρίση, θα έρθει η ώρα της ανοικοδόμησης (...) Η μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, η προστασία της βιοποικιλότητας και ο μετασχηματισμός των αγροδιατροφικών συστημάτων διαθέτουν το δυναμικό να δημιουργήσουν γρήγορα νέες θέσεις εργασίας και ανάπτυξη, καθώς και να συμβάλουν στην οικοδόμηση περισσότερο ανθεκτικών κοινωνιών», αναφέρεται χαρακτηριστικά στη δεύτερη αυτή επιστολή.
Δεν χωράει αμφιβολία, λοιπόν, ότι υπάρχει ευρύτερη συμφωνία (αν και όχι ομοφωνία, καθώς η «Ομάδα του Βίζεγκραντ» φέρνει αντιρρήσεις) σε αυτό το θέμα και κάτι κινείται, σε όλα τα επίπεδα, με ένα σκοπό: Τα τεράστια κεφάλαια τα οποία ούτως ή άλλως θα διατεθούν για την ανασυγκρότηση των ευρωπαϊκών οικονομιών μετά το τεράστιο πλήγμα της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία, καθώς και οι αναδιατάξεις που είναι δεδομένο ότι θα υπάρξουν σε σχεδόν όλους τους κλάδους, να συγκλίνουν προς την κατεύθυνση της επίτευξης των στόχων του «πράσινου New Deal» που έχει εξαγγείλει η Κομισιόν, με τη συμφωνία των «27».
Κίνδυνος υπαναχώρησης
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι πίσω από τις παραπάνω επιστολές και την επιλογή οι πρωτοβουλίες να εκδηλωθούν τώρα κρύβεται και κάτι ακόμη, πολύ σημαντικό. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τον φόβο που υπάρχει για το ενδεχόμενο οι ιδιαιτέρως χαμηλές τιμές του πετρελαίου -κάτι που δεν φαίνεται ότι θα αλλάξει στο ορατό μέλλον- να αποθαρρύνουν αρκετούς από την προσπάθεια να αναπτύξουν τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας και τις καθαρές τεχνολογίες στην παραγωγή. Πρόκειται, άλλωστε, για μια απολύτως λογική και αναμενόμενη σκέψη, μιας και πέρα από το φτηνό πετρέλαιο, είναι δεδομένο ότι το κόστος της στροφής προς την «πράσινη ανάπτυξη» είναι μεγάλο και μπορεί να καταστεί δυσβάσταχτο σε μια περίοδο που προϋπολογισμοί και δημόσιο χρέος (άρα και οι φορολογούμενοι) θα «φορτωθούν» το κόστος της κρίσης.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση τους στόχους που έχουν θέσει τόσο η Ε.Ε. σε κεντρικό επίπεδο όσο και αρκετά κράτη-μέλη σε εθνικό, οι «27» καλούνται να επιτύχουν μηδενικό ισοζύγιο εκπομπής στην ατμόσφαιρα διοξειδίου του άνθρακα και των υπόλοιπων «αερίων του θερμοκηπίου» το αργότερο ως το 2050, κάτι που προϋποθέτει εκτεταμένες αλλαγές, τεράστιες επενδύσεις και γενναία φορολογικά κίνητρα. Παράλληλα δε, αρχής γενομένης από την επόμενη δεκαετία, θα τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο πλήρους απόσυρσης από την κυκλοφορία των οχημάτων με συμβατικούς κινητήρες εσωτερικής καύσης που καταναλώνουν ορυκτά καύσιμα, προκειμένου να αντικατασταθούν από τα ηλεκτροκίνητα, κάτι που προφανώς πρέπει να συνοδεύεται από σημαντικές επιδοτήσεις, τόσο προς τις εταιρείες όσο και προς τους καταναλωτές.
Είναι, άραγε, ρεαλιστικό όλα αυτά να προχωρήσουν με βάση τα αρχικά σχέδια ή και ακόμη ταχύτερα, όπως ζητούν όσοι υπογράφουν τις δύο παραπάνω επιστολές;
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής 17 Μαρτίου