Ενώ η αναστάτωση για τον κορονοϊό στη Γερμανία συνεχίζεται, η ώρα των Πρασίνων έρχεται όλο και πιο κοντά. Ενόψει των ομοσπονδιακών εκλογών του Σεπτεμβρίου, η ανερχόμενη δύναμη του γερμανικού πολιτικού συστήματος χτίζει πάνω στις επιτυχίες των προηγούμενων εκλογών, αποφεύγοντας προηγούμενα λάθη. Θα το καταφέρει στο τέλος;
Η αρχή της πανδημίας του κορονοϊού βρήκε τη Γερμανία μάλλον προετοιμασμένη. Από εκεί όμως, που αποτελούσε το παράδειγμα προς μίμηση, τα προβλήματα, οι αντιδράσεις και η δυσαρέσκεια για τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, έχουν μετατρέψει ριζικά την ατμόσφαιρα.
Η νέα έξαρση του κορονοϊού, η αδυναμία συνεννόησης ακόμα και με τα ομοσπονδιακά κρατίδια φαίνεται να έχει και πολιτικές συνέπειες για την κυβέρνηση. Σίγουρα, η Άνγκελα Μέρκελ σχεδίαζε κάπως διαφορετικά τους τελευταίους μήνες της καγκελαρίας της.
Σε αυτό το σκηνικό, οι Πράσινοι ξεφεύγουν από τη σκιά των Σοσιαλδημοκρατών, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση στις δημοσκοπήσεις, ενισχύοντας τις ελπίδες πως δεν θα επαναληφθεί το σκηνικό του 2017, που τους έφερε μόνο μία αξιοπρόσεκτη παρουσία, παρά τις εξαιρετικές επιδόσεις στις δημοσκοπήσεις. Αυτή τη φορά, απευθύνονται σε μία μεγαλύτερη μάζα ψηφοφόρων, πέρα από τους πιο εύπορους πολίτες και τις προοδευτικές δυνάμεις.
Αντίθετα, από τους Πράσινους που εκπέμπουν μία σταθερή εικόνα ήρεμης δύναμης, οι Χριστιανοδημοκράτες συνταράζονται από εσωτερικές έριδες για την πολυπόθητη υποψηφιότητα για την καγκελαρία, που επηρεάζει ακόμα και την «αιώνια» συμμαχία τους με τους Χριστιανοκοινωνιστές.
Περισσότερο από την ήττα στις τοπικές εκλογές της Βάδης-Βυρτεμβέργης και της Ρηνανίας και τα σκάνδαλα προμηθειών, φαίνεται πως εκείνοι θα είναι οι κύριοι αποδέκτες της κόπωσης των πολιτών από τα περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση του κορονοϊού αλλά και της καθυστέρησης στους εμβολιασμούς.
Ωστόσο, η ηγεσία των συντηρητικών φαίνεται να στηρίζεται στην κομβική θέση που έχει κατακτήσει ο σχηματισμός στο γερμανικό πολιτικό σύστημα, που θα του επιτρέψει να είναι στην επόμενη κυβέρνηση. Άρα το βασικό ζήτημα για εκείνους περιστρέφεται γύρω από τον διάδοχο της Μέρκελ, ακόμα και εκείνος είναι ο μετριοπαθής Άρμιν Λάσετ, που δεν απολαμβάνει ιδιαίτερης δημοφιλίας.
Η στασιμότητα των σοσιαλδημοκρατών, που ούτε εκείνοι μπορούν να αναχαιτίσουν την προέλαση των Πρασίνων και η αδυναμία του Κόμματος της Αριστεράς, ενισχύουν την αυτοπεποίθηση των συντηρητικών πως θα παραμείνουν ο βασικός παράγοντας της επόμενης ημέρας, ακόμα κι αν δεν είναι το πρώτο κόμμα στις εκλογές.
Παράλληλα, παρατηρείται πλέον η αναμενόμενη καθίζηση των ακροδεξιών της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία», που δεν κατάφεραν ούτε να προσελκύσουν τους αρνητές του κορονοϊού, αλλά ούτε και να μετασχηματιστούν σε ένα λαϊκιστικό δεξιό κόμμα.
Η επιλογή των Πράσινων για την επερχόμενη μάχη έχει ένα κοινό στοιχείο με την απερχόμενη καγκελάριο. Οι ικανότητες της νεαρής Αναλένα Μπέρμποκ θυμίζουν τη μοναδική δυνατότητα της Άνγκελα Μέρκελ να φέρνει κοντά διαφορετικές δυνάμεις και να επιλέγει τον μέσο δρόμο που χρειάζεται κάθε φορά. Η Μπέρμποκ ήταν πρωταγωνίστρια της στροφής των Πρασίνων προς τον ρεαλισμό, επιτυγχάνοντας την κατάλληλη ισορροπία στο εσωκομματικό πεδίο.
Οι Πράσινοι φαντάζουν πλέον ένα αστικό κόμμα, που δεν τρομάζει το εκλογικό κοινό με τις ακτιβιστικές δράσεις του, αλλά πλέον τις αξιοποιεί για να προτάξει μία εναλλακτική στη σημερινή κατάσταση. Αυτή τη φορά, οι Πράσινοι φαίνονται αποφασισμένοι να προχωρήσουν μέχρι την τελική ευθεία με τον ίδιο ρυθμό, διεκδικώντας ακόμη και την καγκελαρία.