Η Ρωσία χωρίς τον Πούτιν
Shutterstock
Shutterstock

Η Ρωσία χωρίς τον Πούτιν

Από τη στιγμή που ο Πέτρος ο Α’, ο αποκαλούμενος Μεγάλος, εγκαθίδρυσε το αυτοκρατορικό καθεστώς στην Ρωσία και πρόσθεσε δίπλα στην προσφώνηση Τσάρος (Καίσαρας), τον τίτλο του Αυτοκράτορα, η μοίρα αυτής της χώρας, η πορεία της στην ιστορία, σαν να ακολουθεί μία προδιαγεγραμμένη πορεία με ένα φαταλιστικό μοτίβο. Μία πορεία που χαρακτηρίζεται από ρήξεις και παλινορθώσεις, δημιουργώντας έναν αέναο κύκλο βίας, τόσο στο εσωτερικό, όσο και με τους κατακτητικούς πολέμους προς τις όμορες χώρες. 

Σταδιακά, οι ελίτ της χώρας χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα∙ στο πρώτο ανήκαν οι εκπρόσωποι του στρατού και της μυστικής αστυνομίας και στο δεύτερο εκείνοι που ήθελαν μια πιο άνετη και επωφελή σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο και, κυρίως τη Δύση. 

Στο επίπεδο του λεπτού και ολιγάριθμου κοινωνικού στρώματος, τα δύο μεγάλα στρατόπεδα ήταν οι Σλαβόφιλοι που αποτελούσαν την πλειοψηφία και οι λεγόμενοι Δυτικίζοντες. Οι διαμάχες μεταξύ τους ήταν θυελλώδεις, αλλά πάντα στο πλαίσιο της ευπρέπειας και της ευγένειας. 

Κατά τα χρόνια του κομμουνιστικού πειράματος, το μοντέλο διακυβέρνησης τροποποιήθηκε λίγο, για να καταστεί λειτουργικό και αποτελεσματικό στη βασική του αποστολή, η οποία δεν ήταν η οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας, αλλά η καθυπόταξη των εθνών και εθνοτήτων που κατοικούσαν στην ΕΣΣΔ. Έτσι, είχαμε από τη μία πλευρά την κυβέρνηση, το Ανώτατο Σοβιέτ και τα άλλα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, τα οποία, όμως, λάμβαναν και εκτελούσαν τις εντολές από τα αντίστοιχα τμήματα της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ. Ξεχωριστή ήταν η περίπτωση της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ., η οποία λειτουργούσε ως κράτος εν κράτη, συγκεντρώνοντας πληροφορίες και υλικό για εκβιασμούς ακόμη και για τα μέλη του Πολιμπιρό. 

Με την κατάρρευση της ΕΕΔ το 1991, η Ρωσία βρέθηκε μπροστά σε ένα δίλημμα: να προσεγγίσει τη Δύση και να επιδιώξει να ενταχθεί στο παγκόσμιο σύστημα ή να συνεχίσει τη μοναχική της πορεία, αλληθωρίζοντας προς Ανατολάς. Μετά από ένα πολύ μικρό διάλειμμα, 3 μόλις ετών, όπου κυρίαρχη σχολή σκέψης ήταν η προσέγγιση της Δύσης και μετά τα αιματηρά επεισόδια στη Δούμα και τον βομβαρδισμό της, η Ρωσία, σταδιακά, μελετημένα και με βάση ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, αποφάσισε να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα: να αντιπαρατεθεί στη Δύση, ώστε να τη φοβάται. Το δοκίμασε με επιτυχία στο πόλεμο του Καυκάσου το 2008 και στην Ουκρανία με την παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας και τον υβριδικό πόλεμο στις ανατολικές περιοχές της γειτονικής της χώρας. Η χαλαρή αντίδραση της Δύσης, τα ημίμετρα των κυρώσεων, έγιναν αντιληπτά από το Κρεμλίνο ως μία σιωπηρή αποδοχή των νέων κανόνων του παιχνιδιού. 

Ο πόλεμος που εξαπέλυσε απρόκλητα το 2022, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε απορίες και ερωτηματικά και στις δύο μεγάλες, σημερινές φατρίες της ρωσικής ελίτ∙ το στρατιωτικό - βιομηχανικό σύμπλεγμα και τους ολιγάρχες, οι οποίοι είναι στη μεγάλη τους πλειοψηφία απόστρατοι των μυστικών υπηρεσιών, πρώην «συναγωνιστές» του Πούτιν.

Δεδομένης της κατάστασης που επικρατεί σήμερα στα μέτωπα του πολέμου, είναι αμφίβολο αν θα βρεθεί κανείς, έχοντας σώας τας φρένας, ο οποίος θα ασκήσει κριτική ή θα εκφράσει αντιρρήσεις

Αμφότερες οι φατρίες έχουν στοιχηθεί πίσω από τον Πούτιν, στηρίζοντας το λεγόμενο «πατριωτικό μέτωπο» για την υπεράσπιση της «μητερούλας Ρωσίας» που δέχεται επίθεση από τη «συλλογική Δύση και 50 χώρες». 

Βέβαια, είναι πολύ λογικό, όλοι να έχουν το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και στη μοιραία στιγμή, όταν ο Πούτιν δεν θα είναι πια εν ζωή. Οι συζητήσεις δίνουν και παίρνουν, έχοντας ως ένα βασικό και αναντικατάστατο πλαίσιο το οποίο δεν είναι άλλο από τη συνέχιση του πουτινικού καθεστώτος χωρίς τον Πούτιν. 

Μπορεί τα πρόσωπα που ακούγονται να παίξουν κάποιον ρόλο, ωστόσο είναι προφανές πως τη ρωσική ελίτ τη βολεύει αφάνταστα η σημερινή κατάσταση∙ τους μεν στρατιωτικούς γιατί παίρνουν ό,τι ζητήσουν και, συνήθως, τα κλέβουν, όπως αποδείχτηκε με την αποπομπή του πρώην πλέον υπουργού Άμυνας και τη σύλληψη με την κατηγορία της διαφθοράς και της υπεξαίρεσης ιδιαιτέρως μεγάλων ποσών δυο υφισταμένων του με τον βαθμό του στρατηγού και υφυπουργού, ταυτόχρονα∙ βολεύει και την άλλη φατρία, η οποία μέσω των δημόσιων διαγωνισμών αυγατίζει την περιουσία της και αποκτά ιδιαίτερη οικονομική ισχύ.

Παρά το γεγονός ότι επικεφαλής των επανεθνικοποιημένων επιχειρήσεων και ολόκληρων κλάδων της οικονομίας, βρίσκονται πρώην υψηλόβαθμα στελέχη διαφόρων μυστικών υπηρεσιών, τα οποία οφείλουν τα πάντα στον ένοικο του Κρεμλίνου, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα: τι θα κάνουν οι εν ενεργεία αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών, όταν θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου για την ανάδειξη του διαδόχου; 

Προσωπικά, θα στοιχημάτιζα πως θα εξαρτηθεί από τον υποψήφιο που θα δώσει τις πιο πειστικές εγγυήσεις για τη συνέχιση και μακροημέρευση του πουτινικού καθεστώτος, πράγμα, άλλωστε, που δεν είναι σπάνιο στην ιστορία αυτής της αχανούς χώρας. 

Μέχρι τότε, το μόνο που μας απομένει είναι να παρατηρούμε προσεκτικά και να προσπαθούμε να διαβάζουμε ανάμεσα στις γραμμές, κάνοντας εικασίες που μπορούν να επαληθευτούν ή να διαψευστούν. Ουδείς αναμάρτητος.