Εναν χρόνο πριν η υφήλιος και η παγκόσμια ιστορία εισήλθαν σε μία νέα περίοδο. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία σηματοδότησε το τέλος της μεταψυχροπολεμικής εποχής, η οποία ξεκίνησε με την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, το 1989.
Τότε, ο ιαπωνικής καταγωγής Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας, οικονομολόγος και συγγραφέας Φράνσις Γιοσιχίρο Φουκουγιάμα είχε κάνει λόγο για το «τέλος της ιστορίας», καθώς θεώρησε ότι η επικράτηση της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του οικονομικού φιλελευθερισμού θα σηματοδοτούσε το πέρας των αντιπαραθέσεων και τον τερματισμό των πολέμων.
Υπενθυμίζεται ότι η ανθρωπότητα είχε ήδη ζήσει με τον φόβο ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος επί περίπου 45 χρόνια. Έκτοτε, όμως, ο κόσμος ακολούθησε μία μάλλον αντίστροφή πορεία και φαίνεται πλέον να διολισθαίνει όλο και περισσότερο προς έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο.
Η Δύση δεν κατόρθωσε να αξιοποιήσει τη νίκη της, να «εξαργυρώσει» το ηθικό (αν μη τι άλλο) προβάδισμά της και να ενσωματώσει πλήρως όλους τους πρώην εχθρούς της στο δικό της σύστημα αρχών και αξιών. Αν και οι περισσότεροι λαοί του πάλαι ποτέ «ανατολικού συνασπισμού» δεν διακρίνονταν για το δημοκρατικό τους παρελθόν, κάποιοι εξ αυτών περιήλθαν υπό τον έλεγχο δικτατόρων υπό κοινοβουλευτικό μανδύα, ενώ ορισμένα άλλα κράτη παρέμειναν προσκολλημένα στο παρελθόν, αδυνατώντας να συνειδητοποιήσουν την ιδεολογική χρεοκοπία τους.
Σήμερα, ο κόσμος δεν είναι περισσότερο ασφαλής και απεδείχθη ότι το διάλειμμα της απαλλαγής από τον πυρηνικό εφιάλτη διήρκεσε επί μόλις 33 έτη.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία «ξύπνησε» όλους τους φόβους του παρελθόντος, θυμίζοντας ότι ο πόλεμος εξακολουθεί να αποτελεί επιλογή για κάποιους πολιτικούς ηγέτες. Δυστυχώς, η υπογραφή τους κάτω από επίσημα κείμενα και διακηρύξεις δεν αξίζει ούτε καν το μελάνι που χρησιμοποιήθηκε.
Η επίθεση των Ρώσων κατά της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας συνιστά κατάφορη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου, όλων των θεμελιωδών αρχών του Καταστατικού Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών αλλά και αυτής της ιδέας του ανθρωπισμού, όποια δικαιολογία και αν χρησιμοποιήσει ο επιτιθέμενος. Είναι η πρώτη φορά μετά το 1945 που στην ευρωπαϊκή ήπειρο επιχειρείται, όχι απλώς η αλλαγή συνόρων αλλά η κατάλυση της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας ενός κράτους.
Το δίλημμα περί του πρακτέου για τις πολιτικές ηγεσίες ανά τον κόσμο ήταν σαφές. Μολαταύτα, η Ελλάδα ευρέθη για μία ακόμη φορά «στη σωστή πλευρά της ιστορίας». Όσο και αν υπήρχαν (και υπάρχουν) κάποιοι στα δύο άκρα του πολιτικού συστήματος (και όχι μόνον, δυστυχώς), οι οποίοι έβλεπαν με θετικό μάτι τους πάλαι ποτέ «συντρόφους» Ρώσσους ή είναι θιασώτες πάσης φύσεως ολοκληρωτισμού, η ελληνική κυβέρνηση ετάχθη εξ αρχής και αναφανδόν υπέρ του Δικαίου, της ηθικής και εν γένει του δυτικού πολιτισμού.
Η επιλογή αυτή είναι μονόδρομος, όπως έχει διδάξει η ιστορία. Υπενθυμίζεται σε όσους το έχουν ξεχάσει η ομιλία του τότε πρωθυπουργού Κων. Καραμανλή στο ελληνικό Κοινοβούλιο, την 12η Ιουνίου 1976. Είχαν παρέλθει σχεδόν δύο χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και ο αντι-αμερικανισμός κυριαρχούσε σε ευρείες μάζες του ελληνικού λαού.
Τότε, ο πρωθυπουργός της χώρας, ο οποίος είχε αποσύρει την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, δήλωσε: «Η Ελλάς, πολιτικά, αμυντικά, οικονομικά, πολιτιστικά ανήκει στη Δύση». Άραγε το θυμούνται όλοι όσοι ισχυρίζονται ότι είναι οι πολιτικοί και δημοσιογραφικοί του επίγονοι σήμερα;
Είναι νωπές ακόμη οι κραυγές και οι εκτιμήσεις διαφόρων στα τηλεοπτικά πάνελ ότι η Ελλάδα δήθεν καταστρέφεται, «δεσμευόμενη» με τη Δύση. Ορισμένοι αναλυτές, δημοσιογράφοι, απόστρατοι αξιωματικοί, διεθνολόγοι του πληκτρολογίου αλλά και ακαδημαϊκοί δάσκαλοι έφθασαν μέχρι του σημείου να εγκαλέσουν την κυβέρνηση για δήθεν μείωση της αμυντικής θωράκισης της χώρας, κάνοντας λόγο ακόμη και για «εσχάτη προδοσία» επειδή η Αθήνα, εναρμονιζόμενη με τις περισσότερες δυτικές χώρες (από την ευρισκόμενη στην άλλη άκρη της Ευρώπης Πορτογαλία μέχρι την Πολωνία), έστειλε όπλα στην αμυνόμενη Ουκρανία.
Αντέτειναν ότι θα έπρεπε να στείλει μόνον… υγειονομική βοήθεια. Προφανώς, κατ’ αυτούς, εάν ποτέ εκδηλωθεί εμπράκτως και σε μείζονα κλίμακα η τουρκική επιθετικότητα κατά της Ελλάδας, η Αθήνα θα ζητήσει από τους Δυτικούς να της στείλουν μόνον… φάρμακα.
Ευτυχώς, η κυβέρνηση Μητσοτάκη τους αγνόησε, αποφασίζοντας να βοηθήσει ουσιαστικά τους Ουκρανούς. Αρχικώς, υπέγραψε μία σειρά από επωφελείς συμφωνίες, με τις οποίες αντικατέστησε (ή θα αντικαταστήσει) πεπαλαιωμένα και εν πολλοίς κοστοβόρα οπλικά συστήματα, με αντίστοιχα νέας τεχνολογίας, ενισχύοντας την άμυνα της χώρας, την ιδία ώρα που συνεχίζει με ραγδαίο ρυθμό την ολοκλήρωση ενός, εντυπωσιακού για τα ελληνικά δεδομένα, εξοπλιστικού προγράμματος.
Συν τοις άλλοις, παρείχε σε Ουκρανούς πρόσφυγες μία πολυεπίπεδη ανθρωπιστική αρωγή. Ενδεικτικώς αναφέρεται ότι εκδόθηκαν ειδικές κάρτες άδειας διαμονής, ενώ όλοι οι πρόσφυγες, κυρίως γυναίκες και παιδιά, έχουν πλήρη ιατροφαρμακευτική κάλυψη και νοσηλεία στα δημόσια νοσοκομεία. Παράλληλα, οι έγκυες παρακολουθούνται στα δύο μεγάλα γυναικολογικά νοσοκομεία της Αθήνας.
Ειδική μέριμνα έχει ληφθεί για την εκπαίδευση των παιδιών, είτε με την παροχή laptop για την τηλεκπαίδευση, είτε με την εφαρμογή του Προγράμματος της UNICEF «Όλα τα παιδιά στην εκπαίδευση», που εφαρμόζεται υπό την εποπτεία της Υφυπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου κας Σοφ. Βούλτεψη και διευκολύνει τη μετάβαση των παιδιών στα δημόσια σχολεία, όπου πλέον τα περισσότερα παρακολουθούν κανονικά τα μαθήματα.
Τέλος, ο ηγέτης της αμυνόμενης Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι προσεκλήθη να ομιλήσει στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Όλοι θυμούνται τις αντιδράσεις στην πρωτοβουλία αυτή, προερχόμενες όχι μόνον από την αντιπολίτευση. Μάλιστα, κάποιος καθηγητής έφθασε μέχρι του σημείου να προτείνει όπως προσκληθεί και ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν από τη Βουλή των Ελλήνων!
Έπρεπε, κατ’ αυτόν, να εξισωθεί ο θύτης με το θύμα και η Ελλάδα να τηρήσει ίσες αποστάσεις από τους δύο εμπολέμους. Ο πρωθυπουργός κ. Κυρ. Μητσοτάκης και ο υπουργός Εξωτερικών κ. Νικ. Δένδιας όφειλαν να «ξεχάσουν» ότι η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ, να αλλάξουν την εξωτερική πολιτική που ακολούθησαν όλες οι κυβερνήσεις μετά το 1945, να αδιαφορήσουν για την τύχη 150.000 και πλέον ομογενών, που διαβιούσαν στον νότο της Ουκρανίας προκειμένου να μη δυσαρεστήσουν την ομόδοξη Ρωσία.
Προφανώς, οι υποστηρικτές του Προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν «ξέχασαν» πως η ρωσική κυβέρνηση είχε λάβει μία σειρά αποφάσεων, που ενόχλησαν σφόδρα την Αθήνα. Υπενθυμίζεται, εντελώς ενδεικτικά, η στάση του εκπροσώπου του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ στη μετατροπή του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, τον Ιούλιο του 2020.
Πιο συγκεκριμένα, αυτός χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη απόφαση της Άγκυρας «εσωτερική υπόθεση της Τουρκίας», η οποία δεν θα επηρέαζε τις διμερείς σχέσεις. Προσέθεσε δε ότι: «Τα εισιτήρια για είσοδο στην Αγία Σοφία ήταν αρκετά ακριβά, αλλά τώρα δεν θα υπάρχουν εισιτήρια, η είσοδος θα είναι δωρεάν. Από αυτήν την άποψη, οι τουρίστες μας θα είναι κερδισμένοι…
Επιπλέον, ελπίζουμε ότι σε οποιαδήποτε απόφαση, οι Τούρκοι εταίροι μας θα λάβουν στα υπόψη το καθεστώς της Αγίας Σοφίας ως Μνημείου Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO και το γεγονός ότι ο καθεδρικός ναός είναι ιερός για πολλούς Χριστιανούς».
Φυσικά, ουδείς εχέφρων Έλληνας επιθυμεί η χώρα του να έχει τη φανερή εναντίωση μίας Μεγάλης Δύναμης και όλοι επιθυμούν τη γρήγορη εξομάλυνση των σχέσεων με τη Ρωσία. Μολαταύτα, η Μόσχα είναι αυτή που έχει στραφεί κατά της Αθήνας, προσεγγίζοντας την Άγκυρα, κατασκευάζοντας το πυρηνικό εργοστάσιο στη σεισμογενή περιοχή του Ακούγιου, πωλώντας της τους πυραύλους S-300 και προτείνοντας τη μετατροπή της ανατολικής Θράκης σε ενεργειακό κόμβο, απ’ όπου θα διοχετεύεται ρωσσικό φυσικό αέριο στην Ευρώπη.
Η Μόσχα είναι αυτή που βομβάρδισε ελληνικά χωριά (Σαρτανά, Μπουγά) και μετακίνησε πληθυσμούς στην ευρύτερη περιοχή της Μαριούπολης. Τέλος, ήταν η ρωσική πρεσβεία στην Άγκυρα, η οποία εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση, την 19η Μαΐου 2022, ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων: «Τιμούμε με σεβασμό τον Μεγάλο Ηγέτη Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ και τους συμπολεμιστές του για την 103η επέτειο από την έναρξη του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, στον οποίο η Σοβιετική Ρωσία στάθηκε στο πλευρό της Τουρκίας».
Ευτυχώς, η Ελλάδα έλαβε εξ αρχής ξεκάθαρη θέση σε όλα τα ζητήματα και δεν ακολούθησε την πολιτική της Τουρκίας, η οποία οδήγησε την Άγκυρα στον εξοβελισμό της από το πρόγραμμα κατασκευής των πολεμικών αεροσκαφών F-35, αν και είχε δώσει προκαταβολή ύψους 1.400.000.000 δολλαρίων. Επιπλέον, υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες η Τουρκία χαρακτηρίστηκε εχθρική χώρα σε ασκήσεις του ΝΑΤΟ, οδηγώντας τους αξιωματικούς της σε αποχώρηση απ’ αυτές.
Συν τοις άλλοις, το παραδοσιακά «φιλοτουρκικό» State Department κατεδίκασε το παράνομο και ανυπόστατο τουρκο-λιβυκό μνημόνιο και εξέδωσε έξι κατά σειράν ανακοινώσεις, που κατακεραύνωναν την πολιτική της Άγκυρας, ενώ οι Γάλλοι και οι Γερμανοί επικρίνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα τη στάση της Τουρκίας.
Επιπλέον, θα μπορούσαν να αναφερθούν οι συνεχείς στρατιωτικές και μη συμφωνίες με την Αίγυπτο, τη Γαλλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία, που έχουν καταστήσει την Ελλάδα σημαντικό δρώντα στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης και της ανατολικής Μεσογείου.
Κατόπιν, η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσινγκτον και η πρόσφατη άφιξη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Άντονυ Μπλίνκεν στην Αθήνα καταδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας το άριστο επίπεδο των διμερών ελληνο-αμερικανικών σχέσεων. Αυτό πιστοποιείται και από το επίσημο ανακοινωθέν μετά το πέρας του προαναφερθέντος ταξιδιού του Αμερικανού αξιωματούχου, στο οποίο γίνεται λόγος για ταύτιση συμφερόντων μεταξύ των δύο χωρών σε μία πλειάδα ζητημάτων, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου και των υφιστάμενων συνόρων, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, το περιβάλλον και η ενέργεια, το εμπόριο και οι επενδύσεις, η εκπαίδευση ακόμη και η αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ροών.
Εν κατακλείδι, οι επιτυχείς επιλογές της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, τα εξοπλιστικά προγράμματα, η γρήγορη αλλά και ανιδιοτελής παροχή βοήθειας στους Ουκρανούς πρόσφυγες και στους σεισμοπαθείς Τούρκους, καθώς και η ανόρθωση της οικονομίας έχουν ανυψώσει το ελληνικό γόητρο διεθνώς, μεταβάλλοντας τον συσχετισμό δυνάμεων στην περιοχή. Η Ελλάδα έχει ενισχύσει τη θέση της, βάσει όλων των συντελεστών ισχύος. Σήμερα, η χώρα δικαιούται να ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία, αρκεί να συνεχίσει την άσκηση της ίδιας πολιτικής, καθώς «διοικείν εστί προβλέπειν».
* Ο Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, Νομικός-Διεθνολόγος, καθηγητής στρατιωτικών σχολών